Να λοιπόν που αντίκρυ καθόμαστε
αδιάβατα ποτάμια οι σκέψεις
να χωρίζουν τα κορμιά μας
αόρατα τα κορμιά μας
χτισμένα στο ύστερο της λήθης
ξεθωριάζει ο χρόνος τις μορφές
σε φέρνει η μοσχοβολιά της νύχτας
Ζυγώνω σε παρουσία αθέατη
στου φεγγαριού το φέγγος
μια χιλιόπικρη καρδιά ξεκρίνω
μυρτιές ειν κεντημένες στο στήθος σου επάνω
Γλυκός του δισταγμού ο πόνος
σαν τον αγέρα με το δάχτυλο σκαλίζω
την μορφή πίσω απ τα σφραγισμένα βλέφαρα να δω
Έρωτα τα σύγνεφα σταλάζουν
κι έτσι την γη αφουγκραζόμαστε να ξεδιψά
γερμένοι στο ίδιο μαξιλάρι με χέρια νικημένα
σαστισμένα τα βλέμματα ενωθήκαν
κι είναι τα χείλη σφαλιστά μη
σπάσει ετούτη η αβάσταχτη σιωπή
Απογυμνώθηκες από το φθαρτό σου ένδυμα
τον έρωτα μες την απάτη του ονείρου παραγγέλνεις
ζηλεύω τα όνειρα που μέσα τους σε κρύβουν
τις ταραγμένες τις βραδιές κι
εμένα
τρισκότεινη η μέρα μ ανταμώνει
Να λοιπόν που αντίκρυ καθόμαστε
αντάμα σε μια ύστερη του σπαραγμού πνοή
πριν στους ανέμους θα σκορπίσουμε
Με βλέμμα θολό περιδιαβαίνεις
ανάμεσα στο σήμερα, στο χθες και στο μετά
κι εγώ ένα εισιτήριο για το αύριο
σφίγγω στο μικρό μου χέρι
ποθώντας μέσα σου να κάνω τα ταξίδια μου
ποθώντας την μορφή μου να κρατάς
πίσω απ το θολό σου βλέμμα
κι οξυγόνο στις ανάσες σου να είναι τ
όνομά μου
Έρωτα τα σύγνεφα σταλάζουν
την μοναξιά περιγελώντας τ αόρατα ενωθήκανε
ημέρωσαν τ ανήμερα σε μια στερνή αναλαμπή
κύματα θεριά μεταμορφώθηκαν οι ώρες
Σ αγκάλιασα , μ αγκάλιασες
κι απ τ ανοιχτό παράθυρο
της πορτοκαλιάς το άρωμα μας τύλιξε
μα σαν της χαραυγής άναψε το λυχνάρι
σκίρτησε η μέρα μ ένα παράπονο
το τέλος του χρόνου μας δηλώνει_
Levina