Θα
μετράω τα βήματά μου κατά μήκος
μέσα
σε ένα δωμάτιο ανήλιαγο κι όσο σκέφτομαι
πως
κάπου εκεί μακριά κάποιος κοιτά τον χάρτη
και
ένα ταξίδι ετοιμάζεται να κάνει
σε
μιαν χώρα ονειρεμένη
στην
δική μου χώρα, στην Ελλάδα
Εγώ
μπορώ να ανοίξω του μπαλκονιού την πόρτα
την
ώρα που το βαπόρι του θα δένει στο
λιμάνι
να
πάρω βαθιές ανάσες από ξεχασμένα σκουπίδια
και
βουλωμένους υπονόμους ενώ εκείνος
με
το σαφάρι καπέλο του κι έναν τυραννισμένο χάρτη
θ’
ακολουθεί έναν βαριεστημένο οδηγό που
επαναλαμβάνει
για χιλιοστή φορά για το χθες ‘
τους
ίδιους αρχαίους μύθους’ την ίδια ιστορία
Κάποιος
τηγανίζει ψάρια σε ταγκισμένο λάδι
Με
μπουκώνει αυτή η λαδίλα, κολλάει επάνω μου
σέρνεται
μέσα στα σωθικά μου ενώ εκείνος πατάει
στα
μάρμαρα του Παρθενώνα και νοιώθει πως
το
λευκό της λάμψης τους πήρε απ΄ αυτά
εγώ
κοιτάζω πέντε ορόφους πιο κάτω υπολογίζοντας
αν
είναι αρκετά ψηλά για να πετάξω κατακόρυφα
τους
αρχαίους προγόνους μου να συναντήσω
ή
μήπως καρφωθώ δια παντός στον πάτο
ενός
βρωμερού σκουπιδοτενεκέ κι εκεί θα παραμείνω.
Άντεξα
μέχρι που εκείνος έφτασε στην παραλία
κάτω από την σκιά που έριχνε ο Ναός του Ποσειδώνα
κάτω από την σκιά που έριχνε ο Ναός του Ποσειδώνα
και τυφλωμένος απέμεινε από του ήλιου
το θάμπος
Τότε
κι εγώ έκλεισα την μπαλκονόπορτα και τον
φυλάκισα
για πάντα εκεί μέχρι που τα οστά του δω
να
ξασπρίζουν κι ένας χάρτης ανοίξει και πάλι
_κάπου
_κάποιος
με
το δάχτυλο θα δείχνει τον προορισμό ‘
της
χώρας μου τους πανάρχαιους μύθους θ΄
αναζητά
Levina