13.6.13

Tης Χώρας Μου ο Μύθος






Θα μετράω τα βήματά μου κατά μήκος
μέσα σε ένα δωμάτιο ανήλιαγο κι όσο σκέφτομαι
πως κάπου εκεί μακριά κάποιος κοιτά τον χάρτη
και ένα ταξίδι ετοιμάζεται να κάνει
σε μιαν χώρα ονειρεμένη
στην δική μου χώρα, στην Ελλάδα
Εγώ μπορώ να ανοίξω του μπαλκονιού την πόρτα
την ώρα που το βαπόρι του  θα δένει στο λιμάνι
να πάρω βαθιές ανάσες από ξεχασμένα σκουπίδια
και βουλωμένους υπονόμους ενώ εκείνος
με το σαφάρι καπέλο του κι έναν τυραννισμένο  χάρτη
θ’ ακολουθεί έναν βαριεστημένο οδηγό που
επαναλαμβάνει για χιλιοστή  φορά για το χθες ‘
τους ίδιους αρχαίους μύθους’  την ίδια ιστορία


Κάποιος τηγανίζει ψάρια σε ταγκισμένο  λάδι
Με μπουκώνει αυτή η λαδίλα, κολλάει επάνω μου
σέρνεται μέσα στα σωθικά μου ενώ εκείνος πατάει
στα μάρμαρα του Παρθενώνα και νοιώθει πως
το λευκό της λάμψης τους πήρε απ΄  αυτά
εγώ  κοιτάζω πέντε ορόφους πιο κάτω υπολογίζοντας
αν είναι αρκετά ψηλά για να πετάξω κατακόρυφα
τους αρχαίους προγόνους μου να συναντήσω
ή μήπως  καρφωθώ δια παντός στον πάτο
ενός βρωμερού σκουπιδοτενεκέ κι εκεί θα παραμείνω.

Άντεξα μέχρι που εκείνος έφτασε στην παραλία 
κάτω από την σκιά που έριχνε ο Ναός του Ποσειδώνα
και τυφλωμένος απέμεινε από του ήλιου το θάμπος
Τότε κι εγώ έκλεισα την μπαλκονόπορτα και τον
φυλάκισα για πάντα εκεί μέχρι που τα οστά του δω
να ξασπρίζουν κι ένας χάρτης ανοίξει και πάλι
_κάπου
_κάποιος
με το δάχτυλο θα δείχνει τον προορισμό ‘
της χώρας μου τους πανάρχαιους μύθους θ΄  αναζητά  


                                                               Levina





11.6.13

Aσφυξίa






benjamin von wong photography



Επιτακτική η ανάγκη εκτόνωσης
αφρισμένων συναισθημάτων
Αγάπης
Έρωτος
Μίσους
αλυσοδεμένων σε απόμερη φυκιάδα του βυθού
εναγωνίως μάχονται για ανάσα λυτρωτική
Μη διαθέτοντας βράγχια , εν τω μέσω
πρασινογάλανων καθαρών νερών
ασφυκτιούν δραματικά σε πέλαγος χώρας γνωστής ' 
μήτε ενδεδυμένα με κατάλληλας στολάς δυτών
το εναπομείναν οξυγόνο καταναλώνουν 
Ένα φιλί ' 
ένα φιλί άραγε σε χείλη πεισματικά κλειστά
θα ξεκλείδωνε τον φράκτην των οδόντων
ώστε  ελευθεριάζοντα  να  ξεχυθούν
άνω της θαλάσσης εν τω μέσω των κυμάτων ;

        Levina 












7.6.13

Άγγελος Άρχων



Epic Photography by Benjamin Von Wong


Ίσως

Οι κραυγές της μνήμης  δεν σ΄ αφήνουν 
την απουσία του χρόνου να συγχωρήσεις
κι εκείνος ο  Επίμονος Άγγελος που δίπλα σου κάθεται
στρώνει αδιάφορα τα φτερά του αναμένοντας

Δεν φοβάσαι μα ούτε και νοιάζεσαι
αδιάψευστος μάρτυρας η μοναξιά σου
Με έναν σουγιά παιχνίδια θανάτου αναζητάς
τις ώρες που στα χαλάσματα οι σκιές χορεύουν

Ακροβατείς στην φλόγα των κεριών  ξανά
πικρό το γέλιο σου και το ξημέρωμα αργεί
Στον ιστό του σε τυλίγει ο φόβος ... και το αίμα 
σε μονότονο σκοπό στις σπασμένες φλέβες κυλά

Tαξιδευτής στην άγια σάρκα  έγινες
σε ιδρωμένα μονοπάτια ‘ σε καμπύλες
σε λαβύρινθους και σε βαθιές χαράδρες
Τσακίζεσαι επάνω στων τοίχων τα χαλάσματα
ανάμεσα σε ήχους πλάγιους που κραυγάζουν
για τον χρόνο που ΄ρθε και βιάζεται ‘ 

Xαράζει η μέρα
Άγγελος Άρχων παραμένει δίπλα σου με μάτια κενά
ανάγερτα έχει τα φτερά αναμένοντας
Με το λεπίδι ρωγμές ανοίγεις στον χάρτινο ουρανό σου

Αν τα καταφέρεις
Διαφυγή  θα βρεις  σε μια σχισμή της σκέψης ‘  


                                        Levina



1.6.13

Για Ένα Νυχτερινό Βαλς




Πολύχρωμα λαμπιόνια ανάψανε
σαν έδυσε η μέρα
τραπεζάκια στοιχήθηκαν πλάι στο κύμα,
γέλια, φωνές, τραγούδια
κι είναι πειρασμός ετούτη η άναστρη νυχτιά,
σαν προσταγή να δίνει στην ψυχή
να ξεχυθεί κι αυτή στους δρόμους .

Μα ειν ο αγέρας πνιγηρός …
κάθε γουλιά του πίκρα θανατερή
κόμπος στον λαιμό
σε μια θάλασσα από μελάσα κι ιδρώτα
χάνεται το κορμί
βυθίζεται στο χάος
και μια μεθυσμένη νύχτα
την απουσία του γιορτάζει αγκαλιά
με ένα αποχαυνωμένο μισοφέγγαρο
π αργοκυλά στην άκρια του ορίζοντα .

Τρέμει και χάνεται η φλόγα του κεριού
σε κάθε ανασαιμιά,
θάμπωσε της λάμπας το γυαλί
και μια φυσιογνωμία γνώριμη κατακερματίζεται
για να δηλώσει πως αυτό το βράδυ
και το επόμενο
στου χρόνου τις ώρες μόνο η μοναξιά
έχει γιορτή στα δωμάτια της καρδιάς …

Τα θέλω σου υφαίνεις με του ήλιου τις χρυσοκλωστές
στα υπόγεια δωμάτια κλείνεις τον αόρατο αργαλειό σου
κομποθιάζεις τους μήνες που περνούν,
τους σταθμούς της παρουσίας του μετράς και μετά
σε πνίγει πάλι η σιωπή.

Λαμπιόνια και φωνές και γέλια, τραγούδια’
Σπάσε καρδιά μου τις πόρτες του σπιτιού,
φόρα στα μαλλιά της Βασίλισσας το στέμμα
και πέτα για μια αγκαλιά, για έναν μάταιο χορό
με πόδια γυμνά
της αμμουδιάς το χρυσό χαλί ν΄ ανακατώσεις .
Είναι πειρασμός ετούτης της νύχτας το γιορτάσι


                                               Levina


Vincent Van Gogh painting








28.5.13

Ταμπέλες ....




με έχεις γεμίσει ταμπέλες παντού . . .
σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο, ακόμα και 
στην ερημιά μου τις ταμπέλες σου 
που μόνο  τα  Απαγορεύεται γράφουν βλέπω …


Απαγορεύεται να πετάς ...
Απαγορεύεται να ονειρεύεσαι...
Απαγορεύεται να πλησιάζεις ...
Τελικά . . .
Να σου πω κάτι ;
Δεν με νοιάζουν οι ταμπέλες σου !

                                                              Levina







25.5.13

Όνειρό μου Ουρανέ μου





Για μια νύχτα λευκή σου μίλαγα μ΄ ολόγιομο φεγγάρι
Για μια βραδιά ζεστή π΄ αρώματα στον χάρτη μου απλώνει
Στις σκιές στριφταγκαλιάζονται  αγιόκλημα και γιασεμί   
θυμωμένο ετούτο το σμίξιμο είναι  σε μια θάλασσα ουρανό
Απλώνουν κλαριά και φύλλα μυρωμένα
αρπάζουν τα ξέπλεκα μαλλιά μαγεύουνε την νύχτα
Στα μπράτσα ‘ στον λαιμό αστραφτερό γιορντάνι
και δυο σταγόνες ουρανό για φορεσιά της έχει


Σε τόπο άγριο με βήμα γυμνό σε βράχια μαχαίρια σεργιανάει
κι είναι τα μάτια αστραπές άπονα τους γκρεμούς μετράνε
Μια λέξη που στο σύμπαν δεν χωρά ν΄ αφουγκραστεί ζητάει
Φλόγα που σβήνει η  ψυχή  την ζωή σαν  τα φλουριά σκορπάει
Βραχνή γουργουριστή απόκοσμη η  φωνή στο πουθενά ικετεύει
Χάρισμα να της δοθεί μια καρδιά που να ΄ναι  ακόμα ζωντανή
Σ΄ ένα όριο πορφυρό πεθαίνει από έρωτα τ΄ αδύναμο κορμί

Ολόγιομο θολό φεγγάρι σταλάζει  φωτιά στην πληγή
Κι ένα γέλιο ανάρμοστο σε χείλη στεγνά
Καλοδεχούμενο μαρτύριο ο πόνος ψηλαφιστά γνωρίζει
της υγρής νύχτας τις ρωγμές κι είναι εξουσιαστής
στο όνειρο ο έρωτας την ανάσα με την ανάσα σμίγει ...

Κι είναι  νωρίς ακόμα για να πεις πως ξημερώνει


                                                       Levina…..17/07/2011












17.5.13

Νοσταλγία







Δεν καταλάβαμε πως στην εξορία του χρόνου
τον καταδίκασαν
κι εκείνος γέλασε σιγανά με τούτη την απόφαση
έκρυψε το πρόσωπο στον αγκώνα για να μη φανεί το ένα
το μοναδικό του πολύτιμο δάκρυ που έσταξε στο στήθος
την ίδια ώρα που ξεσπούσε ο θρήνος έξω απ΄ τις πόρτες
Την αυλή την  πύρωνε ένας ήλιος αβάσταχτος Καλοκαιρινός
και τα πουλιά είχαν λουφάξει ανάμεσα στις φυλλωσιές
τρελαμένα από την κάψα και τις φωνές των γυναικών
Η πίκρα που κυλούσε στον λαιμό είχε την στυφή γεύση
των ώριμων φύλλων της πικροδάφνης και  τα πρόσωπα
είχαν πάρει  το γκρίζο χρώμα της στάχτης.
Άρρωστα πρόσωπα, χέρια που τρέμουν, βλέμμα κενό
τα πόδια σταθερά στις μαρμάρινες πλάκες
Περπάτησε στην θάλασσα των δακρυσμένων ματιών
ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσα σύννεφα μέσα στο κορμί του
Κι έπειτα μας χώρισε η μέρα  που έγερνε στο χώμα
οι μήνες στέγνωσαν τα βλέφαρά μας κι απέμεινε
η ηχώ της απουσίας να εξιστορεί την μέρα της αναχώρησης
Μοναδικό σημάδι νοσταλγίας τα λουλούδια
που αγκάλιασε με το βλέμμα του λίγο πριν πέσει το σκοτάδι

           Levina