Μια γυναίκα
ήταν , πλασμένη από γη κι ουρανό
πίστευε πως μ΄
ένα χαμόγελο όλα μπορεί
να τα
μεταμορφώσει γύρω της
καλύτερα να
γίνουν.
Φοβόταν
εκείνους που δεν ήξεραν να ονειρεύονται
Εκείνη σε κόσμους
ανύπαρκτους έμαθε να χάνεται
που οι άλλοι
δεν έβλεπαν , ούτε μπορούσαν να μπουν
αν η ίδια δεν τους άνοιγε την πόρτα.
Έφτανε να
μείνει ακίνητη με το μάγουλο
ακουμπισμένο
στην παλάμη και το βλέμμα θολό
για να ξεφύγει
από ετούτη την πολιτεία που
την έσφιγγε σαν
αγχόνη γύρω απ΄ τον λαιμό και τότε …
τότε μεταμορφωνόταν
σε πλάσμα μαγικό,
όλα μπορούσε να
τα κάνει, όλα να τα δει,
όλα να τα
γευτεί, όλα να τα ζωγραφίσει
στον κόσμο τον
δικό της δεν υπήρχαν όρια και φραγμοί.
Άλλοτε τον
γέμιζε σύννεφα , τα διέταζε να ρίξουν
την βροχή τους
στην γη να νοιώσει το νοτισμένο χώμα
κάτω από τα
πόδια της κι ήθελε τις πέτρες να βλέπει
νοτισμένες να
γυαλίζουν και τα λουλουδένια φύλλα
αρώματα να
χύνουν στους ταξιδιάρηδες ανέμους
κι άλλοτε
διέταζε τον ήλιο να βγει στον ουρανό της ,
να ρίξει τα
χρυσάφια του σε κάθε γωνιά της γης ,
να σταθεί επάνω
από τα ποτάμια και τις λίμνες της,
ν’ απλώσει την
ζεστασιά του στα βουνά της
να δει να
λιώνουν τα χιόνια στις κορφές και διαμάντια
να γυαλίζουν
στα μάτια της τα δάκρυα της χαράς
Άλλοτε πάλι
διέταζε τα φεγγάρια της ζωής της να ‘ρθουν
γρήγορα να
ρίξουν τα σκοτάδια να την κρύψουν
από τις φωνές
που να ξυπνήσει της ζητούσαν
και το ταξίδι της
στο όνειρο να σταματήσει .
Μια γυναίκα
ήταν που από τον χρόνο της αναχώρησε,
φτερά στους
ώμους έβγαλε και πέταξε, ανάμεσα στα χελιδόνια
που έφευγαν βιαστικά
για τα ζεστά τα μέρη τον Σεπτέμβρη,
ανάμεσα στους
χρυσαετούς που ζευγάρωναν
επάνω από τα
σύννεφα, ανάμεσα στους σπουργίτες
που τα
παγωμένα βράδια κρύβονται κάτω απ΄ τα ακροκέραμα.
Την γλώσσα των
ζώων μιλούσε , την πορεία τους
μέσα στα δάση
ακολουθούσε, αφουγκραζόταν
τις σιωπές και
τους ψίθυρους, έπινε το νάμα των πηγών
και τα χνάρια
της άφηνε στα βράχια των γκρεμών.
Μια γυναίκα
ήταν που στο χέρι της κρατούσε
ένα φτερό και
σαν στο μελάνι τ΄ ακουμπούσε
ιστορίες για
την αγάπη της έγραφε
επάνω σε χαρτί από
καθαρό μετάξι ,
ώσπου γέμισε
ένα δωμάτιο με μετάξια,
ξεχείλισαν οι
λέξεις, τα χρώματα, οι στίχοι
και
κύλησαν έξω απ΄ τα ανοιχτά παράθυρα,
χείμαρροι
έγιναν και πότισαν την γη της,
ξεχείλισαν τα μάτια
της γέμισαν χρώματα τον ουρανό της
κι ένα χαμόγελο
έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπο της.
Μια γυναίκα
ήταν που μπορούσε να ονειρεύεται.
Levina