6.4.13

Η δική μου Καλημέρα



                                          Ο κρίνος ... δώρο της Λιακάδας ...


Είναι αδιανόητο να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τις μνήμες μας , όπως
αδιανόητο είναι να αρνούμαστε να κάνουμε το επόμενο βήμα στην ζωή.

Κοίτα λοιπόν να δεις πόσο αρμονικά συμβαδίζει το παρελθόν με το μέλλον αν
το αφήσεις να γλυκάνει στην σκέψη σου ...




                        Η φραουλιά γέμισε μικρές μυρωδάτες φραουλίτσες


Αν μπορώ να κάνω το επόμενο βήμα , αν μπορώ να αρχίσω πια την υστεροφημία μου να χτίζω
νοιώθοντας πως η λέξη 'παιδί' καταργήθηκε πια δίπλα από το όνομά μου ...




     Ένα λευκό τριαντάφυλλο σκυμμένο επάνω από μια λευκή ίριδα


Αν μπορώ με βήματα σταθερά να προχωρήσω τις επιλογές της ζωής μου υπερασπιζόμενη
και δίχως να με αγγίζουν των 'λίγων' οι αδύναμες κραυγές ....

Μια ευτυχισμένη γυναίκα θα είμαι με όσα μου προσφέρθηκαν
με όσα μου προσφέρονται και με όσα θα μου προσφερθούν ....

Η λέξη Καλημέρα είναι ιερή γιατί εκτός από χαιρετισμό για μένα σημαίνει
'' Ευχαριστώ '' που έζησα ... που ζω .

Μια μεγάλη Καλημέρα σε όλους Σας μαζί με ένα ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο !

                                                                                                                      Levina


3.4.13

Αποχαιρετώντας Σε


Λιτά για σένα τα λόγια 
κι οι ανάσες περιττές καθώς
η αύρα του Σαρωνικού σκεπάζει 
της Άνοιξης τους ήλιους
Κρυμμένα τα πουλιά ανάμεσα
στης μικρής αυλής τα γιασεμιά
με τα κελαηδήσματά των 
σε ξυπνούσαν τα ήσυχα της ζωής σου πρωινά
Τα κελεύσματά των σήμερα αγνοείς 
την πλάτη σου περήφανα γυρίζεις
στις γοερές κραυγές που επιμόνως 
σε καλούν του δρόμου 
την επιστροφή να πάρεις ‘ 
γνωρίζοντας το μάταιο της παράκλησης
Την παραδοχή του τέλους οι θνητοί   
αρνούνται να δεχθούν
Ω μεθυσμένη μέρα
Στιγμές του παρελθόντος αναμοχλεύεις 
σε ψυχές που σπαρταρούν
κι άλλες που αδιάφορα απόψε
των αστεριών μετρούν τις λάμψεις
γιοι και θυγατέρες 
τις βελούδινες ρυτίδες του μετώπου σου φιλούν
αποχαιρετισμό σου δίνουν 
σκιρτώντας στην πρώτη δροσιά της μέρας
σαν με περήφανη περπατησιά 
σ΄ άγνωστα μονοπάτια αλαργεύεις
δίχως θύμησες 
Ατονούν τα ίχνη των βημάτων 
Της ψυχής ουράνιο τόξο 
γλυκιά μητέρα ΄ βροχή ζωής
στα χέρια σου την λησμονιά κρατάς
κι ένα στερνό χαμόγελο
πεισματικά αρνείσαι 
σαν να μην άκουσες την ύστατη κραυγή
με χρυσοκλωστή κεντάς 
του ονόματός σου την απουσία
Τρικλίζοντας χάνεται η μέρα 
πίσω από τον λόφο με τους μύλους
για λίγο γαντζώνεται 
στριφογυρνά με τους ανέμους
κρύβεται στους μοσχοβολιστούς πευκώνες
Αποχαιρετώντας Σε 
ένα στερνο φιλί αποθέτει
στων μαλλιών σου το αμόλυντο λευκό _

Αφιερωμένο στην τελευταία από τις μητέρες μου που  ‘έφυγε’

Levina


27.3.13

Ένα Ξύλινο Καράβι





Και να που ξεχάσαμε πως ήταν η ζωή μας
μια μοίρα άδικη κατηγορούμε αδελφέ μου
φορέσαμε μαντήλια μαύρα στο κεφάλι
σκεπάσαμε ακόμα και τα μάτια μας μ΄ αυτά
τον πόνο του άλλου να μη θωρούμε

Καθόμαστε τ΄ απομεσήμερα στον ήλιο που δύει αντίκρυ
θολώνει το βλέμμα και τ΄ ανοιξιάτικο αεράκι μας θυμίζει
πως ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς βρισκόμαστε
κι ας έχουμε προ καιρού παραδώσει την ψυχή μας

Βαριέμαι πια να σηκωθώ απ΄ τα σκαλιά να πάω
να ψάξω την ψυχή μου και κάθε που την φωνάζω
φτερουγίσματα ακούω στον γαλάζιο αγέρα και κρωξίματα
κυνηγητά και φωνές και αλυσίδες γι αυτό κι εγώ φοβάμαι

Την αφήνω μονάχη ν΄ αρμενίζει στο απέραντο του ουρανού
να παραδέρνει με τα σύννεφα πάνω από γκρίζες πολιτείες
αναμένω
κάποτε θα κουραστεί να ψάχνει τον Διογένη παριστάνοντας
έναν ήρωα ώστε αυτός  την σωτηρία της να βρει

Βραδιάζει κοίτα πως φτερουγίζουν γύρω μας
τα πρώτα της Άνοιξης τα χελιδόνια
να βρουν φωλιά για να κουρνιάσουν θένε
ξανάρχονται όπως τότε που μέναμε στα λιακωτά τις νύχτες
κάτω από του φεγγαριού το φως κι εγώ τους αστερισμούς
σου έδειχνα για να μαθαίνεις σαν θα μπαρκάρεις
και το βαπόρι σου σε άλλες άγνωστες θάλασσες βρεθεί
πως τον δρόμο του γυρισμού σου να χαράξεις
Η πατρίδα
μας έλεγε τότε  ο πατέρας σε σας στηρίζεται

Ένα ξύλινο καράβι ήταν η πατρίδα καλοτάξιδο
με την γοργόνα σκαλισμένη πρίμα και λευκό πανί
αυτή ήταν κι η ζωή μας αδελφέ μου σε πελαγίσια νερά
να αρμενίζει πότε με κόντρα το κύμα πότε με αγάντα τον καιρό
να τρίζουν τα ξύλα από τον παιδεμό , αλμύρα να φτύνει

Άραξε το ξύλινο καράβι στην ξέρα του Αι  Στράτη
κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό με καταιγίδα
που ορμούσαν τα λυσσασμένα του πελάγου κύματα
ν΄ αρπάξουν απ΄ τα΄ αμπάρια τα σεντούκια που
τις ζωές μας είχαμε μέσα κλειδαμπαρώσει

Και τώρα αδελφέ μου αφού σαν γλυκόφαγο ψωμί
την Ελευθερία κατάπιαμε μεγαλώσανε τα σπίτια μας
γίνηκαν πολλές οι θύρες κι αμέτρητα τ΄ ανοίγματα
παράθυρα που σε γκρίζο ουρανό το αύριο θωρούμε

Απάγκιο πια δεν βρίσκουνε τα κουρασμένα σώματα
και κροταλάν τα δόντια από την παγωνιά
ματώνοντας στ΄ ανάμεσο την γλώσσα που δεν τολμά
κουβέντες παραπανίσιες για να πει στον διπλανό
τις ψυχές μας ακούμε μόνο π΄ αγωνίζονται
που χτυπιούνται απ΄ την δουλεία να ξεφύγουν

Αυτό το σαπιοκάραβο μας πρέπει ν΄ αναστήσουμε
απ΄ εκεί που το αφήσαμε να σαπίζει στον βυθό
να το ξενερίσουμε, να το ξαναβάψουμε γαλάζιο
στα ξάρτια του τις φτερούγες των παιδιών μας
λευκό πανί καλοτάξιδο να βάλουμε αδελφέ μου
κι έτσι χωρίς λόγια πολλά στο πέλαγος του κόσμου
να το βγάλουμε πορεία καινούργια να χαράξει                                                                         
  Levina




22.3.13

200 π.Χ. ή 2013 μ.Χ ?


Τα γεγονότα μας ξεπέρασαν.
Βλέπω να μας ξεπερνούν σε καθημερινό επίπεδο...
Ο Κόσμος μας, η Πατρίδα μας, οι Ζωές μας, οι Σχέσεις μας με τους άλλους,
καθημερινά μια έκπληξη , δυστυχώς δυσάρεστη τις περισσότερες φορές.
Σήμερα από νωρίς το πρωί με τα κλαδευτήρια μου, τα ψαλίδια και τις τσουγκράνες μου
κάνω τις ανοιξιάτικες εργασίες στον κήπο. Ξεβοτάνισα, σκάλισα, κλάδεψα και έπεται
συνέχεια ... αύριο και πάλι.
Ξεσκούριασαν οι κλειδώσεις, πήρε καθαρό αέρα το μυαλό, γέμισαν εικόνες
ανεπανάληπτες τα μάτια και έφυγαν τα δυσάρεστα από την ψυχή, εξανεμίστηκαν
στο ανάλαφρο αεράκι που φυσούσε ανάμεσα από τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές,
τους θάμνους , τον πανύψηλο κέδρο.
Αντί για σχολιασμό στα όσα συμβαίνουν σε Ελλάδα και Κύπρο ας βάλω τους
στίχους του Καβάφη που βρήκα εδώ  .


Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.X.





Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.


Κ. Καβάφης


Εδώ τελειώνω και εύχομαι σε όλους σας να περάσετε καλό τριήμερο
όπου κι αν είστε, ότι κι αν κάνετε ... να είστε καλά !


                                                 Levina


19.3.13

Τα όνειρα στον Κόσμο της





Μια γυναίκα ήταν , πλασμένη από γη κι ουρανό
πίστευε πως μ΄ ένα χαμόγελο  όλα μπορεί
να τα μεταμορφώσει γύρω της
καλύτερα να γίνουν.

Φοβόταν εκείνους που δεν ήξεραν να ονειρεύονται
Εκείνη σε κόσμους ανύπαρκτους έμαθε να χάνεται
που οι άλλοι δεν έβλεπαν , ούτε μπορούσαν να μπουν
αν η ίδια  δεν τους άνοιγε την πόρτα. 

Έφτανε να  μείνει ακίνητη με το μάγουλο
ακουμπισμένο στην παλάμη και το βλέμμα θολό
για να ξεφύγει από ετούτη την πολιτεία που
την έσφιγγε σαν αγχόνη γύρω απ΄ τον λαιμό και τότε …
τότε μεταμορφωνόταν σε πλάσμα μαγικό,
όλα μπορούσε να τα κάνει, όλα να τα δει,
όλα να τα γευτεί, όλα να τα ζωγραφίσει
στον κόσμο τον δικό της δεν υπήρχαν όρια και φραγμοί.

Άλλοτε τον γέμιζε σύννεφα ,  τα διέταζε να ρίξουν
την βροχή τους στην γη να νοιώσει το νοτισμένο χώμα
κάτω από τα πόδια της κι ήθελε τις πέτρες να βλέπει
νοτισμένες να γυαλίζουν και τα λουλουδένια φύλλα
αρώματα να χύνουν στους ταξιδιάρηδες ανέμους
κι άλλοτε διέταζε τον ήλιο να βγει στον ουρανό της ,
να ρίξει τα χρυσάφια του σε κάθε γωνιά της γης ,
να σταθεί επάνω από τα ποτάμια και τις λίμνες της,
ν’ απλώσει την ζεστασιά του στα βουνά της
να δει να λιώνουν τα χιόνια στις κορφές και διαμάντια
να γυαλίζουν στα μάτια της  τα δάκρυα της χαράς

Άλλοτε πάλι διέταζε τα φεγγάρια της ζωής της να ‘ρθουν
γρήγορα να ρίξουν τα σκοτάδια να την κρύψουν
από τις φωνές που να ξυπνήσει της ζητούσαν
και το ταξίδι της στο όνειρο να σταματήσει  .

Μια γυναίκα ήταν που από τον χρόνο της αναχώρησε,
φτερά στους ώμους έβγαλε και πέταξε,  ανάμεσα στα χελιδόνια
που έφευγαν βιαστικά για τα ζεστά τα μέρη τον Σεπτέμβρη,
ανάμεσα στους χρυσαετούς που ζευγάρωναν
επάνω από τα σύννεφα, ανάμεσα  στους σπουργίτες 
που  τα παγωμένα βράδια κρύβονται κάτω απ΄ τα ακροκέραμα.  

Την γλώσσα των ζώων μιλούσε , την πορεία τους
μέσα στα δάση ακολουθούσε, αφουγκραζόταν
τις σιωπές και τους ψίθυρους, έπινε το νάμα των πηγών
και τα χνάρια της άφηνε στα βράχια των γκρεμών.

Μια γυναίκα ήταν που στο χέρι της κρατούσε
ένα φτερό και σαν στο μελάνι τ΄ ακουμπούσε
ιστορίες για  την αγάπη της έγραφε
επάνω σε χαρτί από καθαρό μετάξι ,
ώσπου  γέμισε ένα δωμάτιο με μετάξια,
ξεχείλισαν οι λέξεις, τα χρώματα, οι στίχοι 
και  κύλησαν έξω απ΄ τα ανοιχτά παράθυρα,
χείμαρροι   έγιναν και πότισαν την γη της,
ξεχείλισαν τα μάτια της γέμισαν χρώματα τον ουρανό της
κι ένα χαμόγελο έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπο της.

Μια γυναίκα ήταν που μπορούσε να ονειρεύεται.



                                                                                     Levina


16.3.13

Ώρα Νυχτερινή






ώρα νυχτερινή κι άξαφνα
εύφλεκτο υλικό μες στο σκοτάδι γίνομαι
σπίρτο ανάβεις’ στις απολήξεις σου καίγομαι
την αντανάκλασή μου ανεστραμμένη κοιτώ
στους καθρέφτες των νεκρών σου ματιών
των κυττάρων μου ωδή  στων λαγόνων σου
στις επαναλαμβανόμενες μονότονες κινήσεις
σαν μέσα μου γλιστράς ‘ παγωμένο ποτάμι
που την φωτιά μου κατευνάζει ΄  αδυνατώ
ν΄ ακολουθήσω ετούτο τον αρχέγονο ρυθμό
του θηλυκού με τ΄ αρσενικού την πάλη
αναζητώντας εν άγγιγμα διαφορετικό
θρόισμα ψιθύρων ανάσα σε καλοκαιρινό
χωράφι σπαρμένο στάχυα χρυσά
κι όχι εισβολή βαρβάρων στης γης μου το οχυρό ‘
καίγομαι ακόμα το ξημέρωμα σαν φτάνει
όταν τα ρούχα των θνητών κατάσαρκα φοράω
σαν  κρύβομαι πίσω από ανθρώπου μυρωδιά
ακροβατώντας πιασμένη σε μια χειρολαβή
προσμένω
πως σε κάποιο απ τα νυχτέρια μου’  ανέμου ανάσα
επάνω στην φλογισμένη σάρκα μου θ΄ απλώσεις


Levina


14.3.13

Τελική Αναμέτρηση






Αναμετρήθηκα με τα σκοτάδια σου
έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα
στα πιο βαθιά σου μυστικά να πορευτώ
δεν έκανα μαζί σου τα παζάρια μου
δεν άφησα διαμαρτυρίας βογκητό
Βασανισμένη σάρκα πύρωνα
στων αγγιγμάτων σου τα κάρβουνα
τα βράδια που της ψυχής σου ο αετός
τα σωθικά μου στον άνεμο σκορπούσε
τσιμπούσι ερινυών
Στα βράχια  σου μάτωσα  τα νύχια μου
αρπαγμένη απ’  τους γκρεμούς σου
Αφέθηκα
Με γκρέμισες
Κουφάρι απέμεινα
αγκαλιά με εναπομείναντα όνειρα
 να σκιαγραφώ σ΄ άνυδρα χώματα την ύπαρξή μου
Βρέχει τις νύχτες
κι οι δρόμοι μου ποτάμια αδιάβατα γίνονται
Κλείνουν τα πεσμένα φύλλα τις σχισμές της γης
κι ένα μικρό ασημογάλαζο φεγγάρι
καθρεφτίζεται επάνω σε εισιτήριο άνευ επιστροφής
από την γη των Λαιστρυγόνων ‘ εκεί
την μορφή σου αποτυπώνω καταπίνοντας
γλυκόφαγο καρπό την μοίρα μου
Λάθη ‘  πόσα λάθη χρεωμένα
σε ζωή κατακερματισμένη
Λάθη που σε μυρίων χεριών
τα δάχτυλα μετριούνται.
Τετέλεσται. 


Levina