12.3.13

Το γέλιο της Κόλασης




Ένα αφιέρωμα στην σατανική Δεσποινίδα  Σαντάλ Πριμ
ή μήπως να γίνει ένα αφιέρωμα στον Διάβολο που νομίζει πως θα νικήσει 
την αθώα κορασίδα με ψυχολογικά παιχνίδια ?

Όχι δεν θα αρχίσω τα αφιερώματα στον Coelho, αρκετό μελάνι έχει χυθεί με 
τα γνωμικά του περί φιλίας, έρωτα, αγάπης και ερεθίζομαι ως ταύρος στην αρένα 
με παντός είδους κανόνες , γνωμικά και ρητά.
Για μια ιστοριούλα όμως θα κάνω την υποχώρηση αν και είμαι σίγουρη πως θα την 
έχετε διαβάσει… δεν πειράζει , η επανάληψη έλεγε η αγαπητή Μητέρα μου είναι 
μήτηρ πάσης μαθήσεως ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων… μήτηρ πάντως είναι!

Ένας άντρας, τ΄ άλογο κι ο σκύλος του περπατούσαν σ ένα δάσος. Καθώς περνούσαν 
κάτω απ΄ ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την 
πορεία του με τα δυο του ζώα. Πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν 
οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση.

Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς κι ανέβαιναν σ΄ ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός 
κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μια πανέμορφη 
μαρμάρινη πύλη, που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. 
Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο κι είχε μαζί του 
τον εξής διάλογο :
 
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας.
- Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο Παράδεισος !
- Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε !
- Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε κι ο φύλακας του έδειξε  την πηγή.
- Και τ΄ άλογο κι ο σκύλος μου διψούν επίσης...
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.

  Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία μιας και διψούσε πολύ,
αλλά δεν ήθελε να πιει μόνον αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα
και συνέχισε την πορεία του.

Αφού περπάτησαν γι΄ αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον
κι οι τρεις έφτασαν σ΄ ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από
μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σ΄ ένα χωματόδρομο περικυκλωμένο
από δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας κι είχε το κεφάλι του 
σκεπασμένο μ΄ ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.

- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
 Ο άντρας έγνεψε σ΄ απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ τ΄ άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σ΄ εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.

 Ο άνθρωπος, τ΄ άλογο κι ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. 
Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.

- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; Ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν 
ο Παράδεισος!
- Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.
 Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα ΄πρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν τ΄ όνομά σας ! Αυτή η λάθος 
πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμιά περίπτωση ! αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα μας κάνουν 
μεγάλη χάρη, γιατί εκεί παραμένουν όλοι όσοι ειν΄ ικανοί να εγκαταλείψουν 
τους καλύτερούς τους φίλους.




Αυτό το γέλιο που ακούς για κοίταξέ το καλύτερα … μήπως είναι η νικητήρια κραυγή 
της κόλασης ?






_Απόσπασμα από το βιβλίο Ο Διάβολος και η δεσποινίδα Πριμ
Paulo Coelho_














11.3.13

Κάποιες Νύχτες







Τις νύχτες που οι βάρβαροι σκοτώνανε τ΄ αστέρια
χορεύοντας σε έναν κύκλο σκοτεινό εμείς
αναμοχλεύαμε  δικαιολογίες για της ζωής μας
την κάθε σκοτεινή σκιά, την κάθε λάθος λέξη
Νύχτες που παραμείναμε σε ένα ματωμένο παρελθόν
σκιαγμένοι από τους ήχους των βημάτων ‘ άγριοι
ήχοι μονότονοι επάνω στην άσφαλτο της πόλης
και φώτα έντονα γύρω μας ν΄ αλλοιώνουν τις μορφές μας
γκριμάτσα κλόουν να γίνεται το γέλιο μας
και φωνή απελπισίας οι λιγοστές λέξεις που
έβγαιναν  απ΄  τα σπλάχνα μας
Ξύπνα θέλω να σου πω σαν να περπατάς
σε βλέπω με μάτια κλειστά  μα με σταματούν
τα δάκρυα που ρυάκια χαράζουν στα μαγουλά σου
ξεπλένουν την μάσκα που φοράς , τα ρούχα σου
πολύχρωμα τα βάφουν και μετά να σ΄ αγκαλιάσω θέλω
να σου πω να μη φοβάσαι πια τίποτα κανένας
να σ΄ αγγίξει δεν μπορεί κι ας κρατάνε οι άλλοι
τα μαχαίρια εμείς είμαστε οι δυνατοί
κι αν την ζωή μας λάθος διαφεντεύουμε
όλα με το πρώτο αστέρι της αυγής τέλος θα πάρουν
Εσύ θα χαμογελάς αληθινά την ώρα που οι σκιές
πίσω από τις πολυκατοικίες θα ξεψυχάνε
κι εγώ σε έναν λόφο καταπράσινο θα ξαναγυρίζω
θα χαθώ
έχοντας το χρέος μου απενταντί  σου ξεπληρώσει
Για μια ακόμα νύχτα ζωντανό σε κράτησα.




                                                                                                      Levina





8.3.13

Κρυστάλλινη Κούκλα






Κοίταξε με απορία την καύτρα που του έκαιγε τα δάχτυλα,
ούτε που το είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα, καθόταν στη άκρη στο παρτέρι, να μην λιώσει
τα γεράνια που άνθιζαν δίπλα του και κοιτούσε αφηρημένος τα σύννεφα που μαζεύονταν ψηλά
στον ουρανό.
Νύχτωνε.
Ακόμα κανένα νέο, τόσες ώρες και δεν είχε βγει κανένας  να τον ειδοποιήσει και κάθε φορά που προσπαθούσε να ρωτήσει κάποιον δεν ήξεραν να του πουν.
Δάκρυα του ερχόταν στα μάτια αλλά τα πίεζε να ξανακατέβουν στον δρόμο που πήραν για να
ανέβουν, δεν το είχε σκοπό να κλάψει, ότι και αν ερχόταν στον δρόμο τους αυτός ήταν δυνατός,
τώρα θα ήταν δυνατός και για τους δυο τους.
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε πάλι μέσα, στην αίθουσα αναμονής, βαμμένη με την γκρίζα
λαδομπογιά και πορτοκαλιές λεπτομέρειες, τάχα πως αυτό ήταν μια χαρούμενη πινελιά μέσα στον θλιβερό χώρο. Ποιος στο καλό το σκέφτηκε να βάψει αυτόν τον τεράστιο χώρο με τα σιδερένια καθίσματα και τις γκρίζες περσίδες στα παράθυρα που κρατούσαν μακριά τον έξω κόσμο  με αυτά
τα θλιβερά χρώματα?
Περίμενε , που την βρήκε τόση υπομονή να περιμένει χωρίς να μιλάει τόσες ώρες, αυτός που με το παραμικρό τα νεύρα του χτυπούσαν κόκκινο?
Εκείνη ήταν μέσα, τόσο μακριά του και τόσο πολύ κοντά του, για Εκείνη περίμενε κι Εκείνη ούτε στον γάμο τους δεν τον είχε αφήσει να την περιμένει! Είχε φτάσει στην ώρα της και ας της έλεγαν
οι φίλες της να φέρουν ακόμα μια γύρα το τετράγωνο κορνάροντας για να αφήσουν τον γαμπρό στην αγωνία ! Εκείνη  έτρεξε κοντά του , γελαστή, ευτυχισμένη, τρελά ερωτευμένη, ανυπόμονη να γίνει ένα με αυτόν.
Και τώρα για πρώτη φορά τον άφηνε να περιμένει.
Ο γιατρός φορούσε ακόμα το κάλυμμα των μαλλιών και τα πλαστικά  προστατευτικά στα παπούτσια του, που έκαναν έναν περίεργο θόρυβο καθώς τον πλησίαζε με σοβαρό ύφος κι ο ιδρώτας είχε σχηματίσει μεγάλες κηλίδες στην σκούρα πράσινη στολή του.
Του μιλούσε , αργά, ήρεμα , έπρεπε να συγκεντρωθεί να καταλάβει, τι στο καλό του έλεγε? Δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο να ήταν εκείνη ζωντανή.
Ναι ήταν ζωντανή αλλά….
Έπρεπε να γίνει , ήταν απαραίτητο για την ζωή της, στις επόμενες ώρες θα συνερχόταν, θα τον είχε ανάγκη , να νοιώσει την αγάπη του, την αγκαλιά του, να της εξηγήσουν.
Ο όγκος δεν άφηνε περιθώρια, δεν ήταν προγραμματισμένο αυτό αλλά έπρεπε να γίνει. Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο και δεν υπήρχαν περιθώρια χρόνου για να επανέλθουν σύντομα με μια νέα εγχείρηση.
Χιλιάδες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια του, στιγμές…
Γελούσε, του έκλεινε πονηρά το μάτι, του έβγαζε την γλώσσα, έκλαιγε για μια χαζοταινία, του
έκλεβε τις τηγανιτές πατάτες, του έκανε έρωτα, τον αγκάλιαζε στην μέση του δρόμου, του πέταγε
το μαξιλάρι θυμωμένη, έτριζε τα δόντια της στον ύπνο της, οι πατούσες της ήταν κρύες τον χειμώνα.
Πως θα της το έλεγε?
Αγάπη μου σου αφαιρέσαμε κάτι…σου λείπει κάτι…έπρεπε να βγάλουμε αυτό για να ζήσεις…στο κόψαμε για να … πως στο καλό να το πει?
Θα ξανάβλεπε το χαμόγελό της? Θα ξαναχαμογελούσε μετά από αυτό?
Ζωή μου !

Ήταν τόσο χλωμή, το δέρμα της είχε μια αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου, τόσο εύθραυστη, τόσο διάφανη, έβλεπε τις μικρές φλέβες που κυκλοφορούσε το αίμα της κάτω από την διάφανη επιδερμίδα της.
Ίσα που ανάσαινε και τόσα σωληνάκια συνδεδεμένα στο μικροσκοπικό σώμα της. Είχε συνέλθει πια από την νάρκωση, όλη την νύχτα την πέρασε στο πλάι της να της κρατά το μικρό χέρι και να παρακολουθεί την κάθε της ανάσα, να βλέπει τα βλέφαρά της να πεταρίζουν από κάποιο όνειρο, κάποια στιγμή του φάνηκε πως είδε και ένα αμυδρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της που
χάθηκε πολύ γρήγορα, σαν να μην υπήρξε.
Όλη νύχτα με το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της, όλη νύχτα να τάζει την ζωή του για την ζωή της, σε έναν αόρατο Θεό να ικετεύει να την αφήσει εκείνη στην γη με όποιο αντάλλαγμα του ζητούσε,
ζωή , μάτια, χέρια, ψυχή…τα πάντα τα έδινε ότι είχε.
Το χέρι της πετάρισε μέσα στο δικό του, δυο τεράστια σκούρα μάτια με θολωμένο βλέμμα  τον κοίταξαν.
Το λευκό χέρι σηκώθηκε και άγγιξε απαλά το πρόσωπό του.
  - Είσαι αξύριστος, κουράστηκες αγάπη μου.
Κι αυτή η φωνή της τόσο σιγανή σαν ψίθυρος.
  - Ζωή  μου…
Κοιτάχτηκαν, εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε να μάθει. Το διάβασε στα μάτια του.
Το χέρι της  έψαξε πάνω από το σκέπασμα το κορμί, σταμάτησε στο στήθος, άγγιξε απαλά εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
Εκείνη κατάλαβε.
Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, δεν μπορούσε πια να τα σταματήσει, αυτό που είχε καταφέρει όταν ήταν μακριά της , δεν το κατάφερνε τώρα που έπρεπε.
Τον κοιτούσε.
-         Ζωή μου…κούκλα μου
-         Σπασμένη κούκλα πια αγάπη μου, τι να την κάνεις?
Πόσος πόνος  στο ψιθύρισμα της.
-         Θα την έχω πάντα κοντά μου ζωή μου, πάντα όσο ζω, αυτή την κούκλα που είναι από κρύσταλλο θα την έχω δίπλα μου και ας είναι σπασμένη, χάνει την αξία της για ένα τόσο δα σπασιματάκι?
Τον έκαιγαν τα δικά της δάκρυα που κυλούσαν στο μαξιλάρι της.
Της τα σκούπισε με την άκρη του μανικιού του.
-         Σπασιματάκι ?
-         Σπασιματάκι ζωή μου, όλες οι άλλες θα είναι ολόκληρες, μα η δική μου κουκλίτσα  θα είναι ξεχωριστή, θα είναι η μοναδική , θα την θαυμάζουν για την ομορφιά της και θα λένε…άρε τον τυχερό, τόσο σπάνια κούκλα που την κονόμησε ο μούργος?
Γέλιο ήταν αυτό που βγήκε από μέσα της?
Γέλιο ήταν , το είδε στα μάτια της.
-         Σταμάτα να με σκουπίζεις, λερώνεις το μανίκι σου.
Γέλιο και στον ψίθυρο.
-         Σταμάτα να κλαις κουκλίτσα μου γιατί θα σου σκουπίσω και την μυτούλα και τότε σίγουρα θα λερώσεις το μανίκι μου!!
Έγειρε το κεφάλι του πλάι στο δικό της  στο μαξιλάρι , τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, το χέρι του άραξε στο γνώριμο μέρος του, την απαλή κοιλιά της και απόμεινε εκεί δίπλα της να της ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί ,να της μιλά για μια καινούργια ζωή , να της δίνει τα όνειρα του.


                                                                                                                                      Levina



υγ. Αφιερωμένο στην γιορτή της Γυναίκας.






4.3.13

Νυχτερινός Ερωτικός






Για μια στιγμή ακροβάτησε του ηλιάτορα η άκρια
στην ζώνη του ορίζοντα κι ευθύς μετά
ανάμεσα στων αστεριών τον δρόμο εχάθη

Εκείνες τις ώρες το χέρι μου έσμιξε με το δικό σου χέρι
σε μια εποχή που οι μυγδαλιές στο μεσονύχτι ανθίζουν
μέσα σε μια μυσταγωγία αρωμάτων μεθυστική

Κανέλα και γαρύφαλλο στην φλόγα να χορεύουν
κι η μοίρα που κυβερνά την μοναξιά στ΄ ασήμι
το ξεχασμένο είδωλο νοσταλγικά της δείχνει
Μια διαβατάρικη ζωή που σαν χάρτινο αερόστατο πεθαίνει
μες σ΄ ένα θρύψαλο ουρανό ΄ μες στον αποσπερίτη εκεί
γαντζώνεται στα σύγνεφα , στ΄ άστρα φιλί γυρεύει

Κι απέμεινε η ψυχή γυμνή  στ΄ απέραντο του σκότους
και  τ΄ ακροδάχτυλα απελπισμένα σάρκα  γυρεύουν
για λίγο μόνο να πιαστούν προτού αναχαράξει

Μα εκεί κοντά στο χάραμα δίπλα στ΄ ακροθαλάσσι
Το σώμα μου βράχος γίνεται ‘ το σώμα σου το κύμα
κι αλισάχνη ο έρωτας πέρα από το γαλάζιο

                                                               Levina


2.3.13

Αισθήσεις




Πεινασμένες οι αισθήσεις
να εξουσιάσουν’ να εξουσιαστούν
σκλάβες ενός αφέντη δύστροπου’
την γύμνια τους παζαρεύουν για να ντύσουν
με ένδυμα λόγων υφασμένων στο μετάξι
κουρνιάζουν αναμένοντας στις σκιές
το νεύμα της παραδοχής
Και η πορεία της διαδρομής σου
έχει πλέον οριστικά  αλλάξει.


                                                                Levina


Painting : Mark Eliot Lovett








28.2.13

Σκονισμένα Ναι... Ξεχασμένα Όχι !


Αγαπημένα παλιά αντικείμενα

Μια ιδέα της  Ρένας για τα τόσο όμορφα παλιά αντικείμενα κάποιας άλλης εποχής που δεν έχουν χάσει την λάμψη τους κι η ιστορία τους θα τα ακολουθεί
για πολλά χρόνια ακόμα_





Η Mercedes που γουργουρίζει


Θυμάμαι την μάνα μου σκυμμένη επάνω από την ραπτομηχανή , δίπλα το απαραίτητο μαξιλαράκι με τις καρφίτσες , άσε που τις περισσότερες τις κρατούσε στο στόμα της και τότε έβρισκα κι εγώ ευκαιρία να την ρωτάω διάφορα κι αυτή να μουγκανίζει με νεύρα γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει μη καταπιεί τις καρφίτσες της.

Πόσο σικάτη αυτή η μηχανή κι ενώ  όλα μπορούσα να τα ακουμπήσω μέσα στο σπίτι,
την ραπτομηχανή της μαμάς μου  όμως ποτέ κι αυτή να στέκεται εκεί κρυμμένη μέσα
στο έπιπλό της με τα χρυσαφένια στολίδια ζωγραφισμένα στο μαύρο καμπουριασμένο της
κορμί και μου φαινόταν πως ήταν μια γάτα που παραφύλαγε να με κατασπαράξει αν την άγγιζα. Κάθε φορά που άνοιγε το πορτάκι την έβλεπα μέσα στην φωλιά της, τυλιγμένη
με ένα βελούδινο  κάλυμμα σε βαθύ μπορντωκόκκινο χρώμα για να μη την γρατζουνάνε
τα τοιχώματα και με αργές τρυφερές κινήσεις την ξετύλιγε και την σήκωνε απαλά για
να την στήσει στα ‘πόδια’ της ενώ με κοιτούσε με την υποψία στο βλέμμα και με ρωτούσε
– Μήπως πείραξες τίποτα ; Δεν το είχα κατεβασμένο το ποδαράκι ! – τι να της
απαντούσα ; Πως ναι την είχα αγγίξει λίγο με το δάχτυλο και τρόμαξα όταν αυτή μου
έτριξε τα δόντια της κι έβαλα την τρεχάλα για το άλλο δωμάτιο ; Τότε η μάνα μου με
αγριοκοίταζε σαν να μου έλεγε – κακομοίρα μου πρόσεχε το καλό που σου θέλω -, άνοιγε
το κουτί της ραπτικής, έπιανε την κλωστή , την τοποθετούσε στην σωστή θέση, σάλιωνε
την ακρούλα και την περνούσε από το μάτι της βελόνας και μετά έβαζε το τρυπωμένο
ύφασμα και η γάτα άρχιζε να γουργουρίζει ευχαριστημένη και να βγάζει γαζιά από το
στόμα της.



Όταν μεγάλωσα κι έφυγα από το πατρικό μου, απέκτησα την πρώτη μου ηλεκτρική ραπτομηχανή και μετά απέκτησα άλλο μοντέλο πολύ καλύτερο που το έχω ακόμα και τώρα. Όμως τίποτα μέσα μου δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει την αγάπη μου γι αυτή την μικρή κομψή ραπτομηχανή που τώρα είναι δικιά μου και την κάνω εγώ να γουργουρίζει κάτω από τα δικά μου χέρια.



Gans N'  Roses


Είναι ένα Ένφιλντ του 1944 με τον γεμιστήρα να εξέχει στο κάτω μέρος και χαρακτηριστικό διχαλωτό σκόπευτρο και κινητό ουραίο, με την ξιφολόγχη του που μοιάζει σαν σουβλί για να ψήσεις κοκορετσάκι (λέμε τώρα και καμιά βλακειούλα) και με απόσταση βολής άνω των 300 μέτρων.

Αυτό το όμορφο όπλο ήταν μέσα στην υγρασία κρυμμένο σε κάποιο ράφι της αποθήκης κι έπρεπε
να λυθεί, να καθαριστεί ξεχωριστά το κάθε μέρος, να γυαλοχαρτίσω ( δεν θέλω χαχαχουχα εγώ το έκανα) τα ξύλινα μέρη και μετά να περαστεί με λινέλαιο για να πάρει ζωή το χρώμα του ξύλου.

Κατά το μοντάρισμα υπήρξε ένα προβληματάκι … κάτι που δεν κουνιόταν τώρα φέρνει ανεξέλεγκτες γύρες γύρω από την βίδα του και μια βίδα περίσσεψε! Οπότε θα αποφανθεί ο ειδικός της οικίας αν το ξανάφτιαξα όπλο ή το έκανα … μουσακά !
Το περίεργο είναι πως σε κάθε φωτογραφία ένα τριαντάφυλλο έμπαινε σαν φόντο στο όπλο… την βρήκα σαν συμβολισμό αυτή την αντίθεση του όπλου που σκοτώνει αγκαλιά με το κόκκινο ρόδο  και κράτησα αυτές τις φωτογραφίες τελικά.




ΥΓ.
Και τέλος για να μη μπουν και πονηρές ιδεούλες στα μυαλουδάκια μας … το όπλο είναι δηλωμένο κι έχει αδειούλα και χαρτάκι με σφραγιδούλα από το ΑΤ της περιοχής !!


                                                                                                         Levina




27.2.13

Σύγκλιση Ονείρων


Μια θάλασσα σιωπές σπάει τα πρωινά μου
κύματα θρυψαλίζουνε τα θέλω της φωνής σου
ψίθυροι ανεμίζουνε ολόγυρα σαν χάρτινα πουλιά
κι ερωτηματικά ‘ τι κάνεις’  πως περνάς’
τι σκέφτηκες’ τι είδες ‘ κι αν πρόλαβες
στα μακρινά της φαντασίας σου ταξίδια
να πιαστείς απ΄τ΄ άνεμου τα ξέφτια
και μιας του ήλιου μικρής αναλαμπής
Μόνη σε θυμάμαι σε μια σκοτεινή αμμουδιά
στις άκριες των αφρών ν΄ αφήνεις το κορμί σου
στην σκιά  ενός μισοθαμμένου βράχου
στον μικρό κόλπο του νησιού ‘ κόρη του Νηρέα
δίχτυα και ξάρτια ανάκατα στις κόρες των ματιών σου 
κι εγώ Γαλήνη σ΄ ονομάτισα απ' τα κύματα που ημέρευαν
σαν έφταναν στις γάμπες των ποδιών σου
Κι αυτή η γκρίζα πόλη η μελαγχολική
που δένει την αγχόνη στον λαιμό μου
πνίγει τους δρόμους μου’ τα θέλω’ τα γιατί μου
ενός χεριού ακρωτηριασμένου η αρπαγή  
σ΄ ανεξιχνίαστο  ουρανό με ρίχνει

Εξομολογούμαι σε αυτόν για όσα πια με πνίγουν
Ανυπόφορη γίνεται  η σιωπή '   κατακερματισμένη
από ήχους θανάτου που καρτέρι στην ζωή μου στήνουν



                                                                                                      Levina