ξυπνήσει πια και δεν θα μπορούσε να ξανακοιμηθεί, στην ηλικία της
εξ άλλου δεν χρειαζόταν και πολύ ύπνο.
Ήτανε πια η πιο ηλικιωμένη ανάμεσα στις άλλες γυναίκες της φυλής
κι αν ήξερε να μετράει θα έβρισκε πως συμπλήρωνε κοντά σαρανταδύο χρόνια ζωής, όμως δεν γνώριζε από αριθμούς, ήταν ταμπού να προφέρουν τα μέλη της φυλής τα ονόματα που υπήρχαν για τους αριθμούς.
Αυτά τα έλεγαν μόνο οι άντρες σαμάνοι όταν εκτελούσαν τις τελετουργίες τους. Εκείνη ήταν μια απλή θεραπεύτρια, την είχε διδάξει η μητέρα της κι εκείνη είχε δώσει τις γνώσεις της στην κόρη της κι εκείνη πάλι όταν θα ερχόταν η ώρα θα τις έδινε στην δική της κόρη που ήταν μόνο έξη χρονών κι όμως γνώριζε ήδη να δένει ένα σπασμένο χέρι ή να ράβει μια πληγή με αποξηραμένα έντερα ζώων.
Η τελευταία ηλικιωμένη Μητέρα έφυγε λίγες ημέρες πιο πριν κι ήταν η μητέρα του Αρχηγού της φυλής. Είχε αφήσει πίσω τα σκεύη που χρησιμοποιούσε σε όλη της την ζωή, είχε πάρει μόνο το φυλακτό της που ήταν κρεμασμένο στον λαιμό της μέσα σε ένα σακουλάκι φτιαγμένο από το δέρμα λευκής αλεπούς του χιονιού για να οδηγήσει η δύναμή του το πνεύμα της σωστά στον δρόμο των πεθαμένων και να μη χαθεί να τριγυρνάει ανάμεσα στους ζωντανούς, είχε φορέσει την χοντρή κάπα της και χάθηκε ανάμεσα στην χιονοθύελλα που είχε εκείνες τις μέρες.
Κανένας δεν στράφηκε να την κοιτάξει γιατί ήταν ταμπού να κοιτάς μια Μητέρα που είχε περάσει ήδη στον κόσμο των πεθαμένων, μπορεί να σου έπαιρνε την ψυχή μαζί της για συντροφιά. Είχε χάσει από καιρό τα δόντια της και δεν μπορούσε να φάει , οι πόνοι στα κόκαλα της ήταν αφόρητοι κι όσο κι αν την πότιζαν με θεραπευτικά βότανα είχε φτάσει η ώρα να φύγει ανάμεσα από τους ζωντανούς.
Δυο μέρες αργότερα οι κυνηγοί βρήκαν την κάπα της και την προσπέρασαν δίχως να την αγγίξουν. Οι Λίγκες που υπήρχαν άφθονοι στην περιοχή τους θα είχαν κατασπαράξει το σώμα της ηλικιωμένης Μητέρας. Έτσι ήταν ο κύκλος της ζωής. Οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα ζώα για το κρέας και τις γούνες τους και όταν γερνούσαν πρόσφεραν το πνεύμα και το σώμα τους σε αυτά για να τα ευχαριστήσουν που τους κρατούσαν ζωντανούς για όσο το ήθελε η Μεγάλη Μητέρα Γη.
'' Πρέπει κι εγώ να φύγω '' σκέφτηκε η ηλικιωμένη Μητέρα με κάποια θλίψη. Είχε περάσει μια καλή ζωή πλάι στον σύντροφο που είχε διαλέξει γι αυτήν όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι η Μητέρα της κι εκείνος ήταν καλός κυνηγός, δεν άφησε ποτέ την ίδια και τα παιδιά της να πεινάσουν κι όταν έφτασε η ώρα να φύγει για το Μεγάλο Ταξίδι του στον κόσμο των πεθαμένων υπήρχε ο άντρας της κόρης της για να προσέχει την εστία τους .
Πάντα την πρόσεχαν γιατί ήταν μια καλή θεραπεύτρια και είχε ανώτερη θέση ανάμεσα στις άλλες εστίες της σπηλιάς. Ο άντρας της κόρης της , της έδινε πάντα τα πιο μαλακά κομμάτια από το κρέας που έφερνε και η κόρη της ήταν μια καλή και ήσυχη γυναίκα που σεβόταν την Μητέρα της, όμως τα χρόνια είχαν περάσει.
Δεν το είχε προγραμματίσει γι αυτό το πρωινό αλλά κάτι της έλεγε πως έπρεπε να βγει από την σπηλιά, να ακολουθήσει το πεπρωμένο της.
Άναψε με το κάρβουνο την εστία και φύσηξε τις φλόγες να φουντώσουν. Η κόρη της έκανε να σηκωθεί από τις δικές της γούνες να την βοηθήσει όμως η ηλικιωμένη της έκανε νόημα να καθίσει στην θέση της. Θα έφτιαχνε πρώτα ένα αφέψημα να πιει και αν ακόμα είχε μέσα της την επιθυμία της φυγής θα έφευγε.
Μόλις ζεστάθηκαν οι πέτρες του μαγειρέματος τις έριξε μέσα στο δερμάτινο δοχείο με το νερό κι εκείνες μετέδωσαν σε αυτό την ζεστασιά τους. Έβγαλε τα αποξηραμένα βότανα που είχε στο σακούλι της και έριξε μια πρέζα στο νερό. Αυτή η ανησυχία μέσα της όμως, δεν έλεγε να καταλαγιάσει, το αντίθετο , όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Σηκώθηκε και φόρεσε το παντελόνι και το πουκάμισο από επεξεργασμένο δέρμα Λύκου και στολισμένο με δόντια και κόκαλα από μικρά τρωκτικά που σε κάθε της κίνηση έκαναν έναν ρυθμικό θόρυβο.
Ήταν η τελετουργική στολή της και την φορούσε σπάνια.
Έχωσε τα αδύνατα πόδια της μέσα στις χοντρές μπότες από δέρμα
βονάσου και τυλίχτηκε στην γούνινη κάπα της. Τόση ώρα είχαν ξυπνήσει κι οι άλλοι από τις γύρω φωτιές και την παρακολουθούσαν αμίλητοι, διακριτικά γιατί ήταν άπρεπο να κοιτάς τι κάνουν οι άλλοι δίπλα σου .
Όταν άφησε το σακούλι με τα γιατρικά της δίπλα στο στρώμα της
κόρης της, κατάλαβαν επιτέλους τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Η ηλικιωμένη Μητέρα, Πρώτη Θεραπεύτρια της φυλής Θα πήγαινε
στον κόσμο των Πνευμάτων.
Κανένας δεν την αποχαιρέτησε, κανένας δεν την κοίταξε σαν στάθηκε για λίγο στην είσοδο της σπηλιάς κι ανασήκωσε το βαρύ τομάρι που κρατούσε έξω το χιόνι και τον παγωμένο αέρα.
Χωρίς να διστάσει δρασκέλησε την είσοδο και χάθηκε ανάμεσα στο
χιόνι που έπεφτε απαλά, αθόρυβα, αδιάκοπα εδώ και μέρες.
Περπατούσε με δυσκολία χωρίς να βλέπει προς τα πού βάδιζε και
περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα ακούσει κάποιο σαρκοβόρο να βρυχάται και να την οδηγεί στον κόσμο των πνευμάτων. Όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και κάποια στιγμή κουρασμένη από το περπάτημα κάθισε κάτω από ένα ψηλό δέντρο κι ακούμπησε αποκαμωμένη στον κορμό του. Δεν είχε σκοπό να ξανασηκωθεί από εκεί.
Μια αστραπή πέρασε εμπρός από τα μάτια της. Ένας πονοκέφαλος σαν αυτούς που πάθαινε συχνά όταν ήταν πιο μικρή και έβλεπε περίεργες εικόνες. Έτσι και τώρα είδε κάτι περίεργο, πως πίσω της άφησε τον κόσμο των πεθαμένων κι όχι των ζωντανών. Η σπηλιά της είχε γίνει ο κόσμος των πνευμάτων.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε.
'' Μάλλον έχω πεθάνει τώρα πια, σκέφτηκε, βλέπω όνειρα '' όμως δεν ήταν νεκρή, ένοιωθε το κρύο, μύριζε τον αέρα γύρω της, άκουγε τα θροΐσματα των κλαριών και το χιόνι είχε ξαφνικά σταματήσει να πέφτει.
Ο Θεός Ήλιος εμφανίστηκε ανάμεσα από τα σύννεφα κι η ηλικιωμένη Μητέρα κατάλαβε πως ήταν ζωντανή και θα παρέμενε ζωντανή.
Όλη της η ανησυχία είχε να κάνει με την φυλή της, με την σπηλιά!
'' Εκείνοι θα πεθάνουν! Όχι εγώ ''
Σηκώθηκε με κόπο και πήρε τον δρόμο του γυρισμού όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να προλάβει. Έπρεπε να τραβήξει από τον κόσμο των πεθαμένων την φυλή της. Βρήκε ένα ξύλο και στηρίχτηκε για να ανοίξει δρόμο στο χιόνι.
Μερικοί κυνηγοί που είχαν βγει έξω την είδαν να επιστρέφει και της
γύρισαν την πλάτη, ήταν ένα κακό πνεύμα χάθηκε στην γη και ήθελε
να τους πάρει την ψυχή, ήταν ταμπού να το κοιτάνε.
Η ηλικιωμένη Μητέρα τους αγνόησε , τους προσπέρασε και στάθηκε
στην είσοδο της σπηλιάς , ενώ όσοι την είδαν ,τρομαγμένοι μαζεύτηκαν μακριά της. Έβαλε όλη την δύναμη της φωνής της για να τους πει πως πρέπει γρήγορα να βγουν όλοι από τις εστίες τους να τρέξουν μακριά από την σπηλιά .
Κανένας δεν της έδινε σημασία, ήταν ταμπού να απευθύνεις τον λόγο σε μια πεθαμένη!
Ο Αρχηγός όμως σκέφτηκε πως αυτή είναι η Πρώτη Θεραπεύτρια,
μπορούσε λοιπόν να νικήσει τα πνεύματα και να γυρίσει από τον
κόσμο τους! Αλλιώς θα την είχαν ήδη κατασπαράξει τα σαρκοβόρα
της περιοχής τους. Διστακτικά πλησίασε προς το μέρος της και τότε
εκείνη φώναξε
'' Βιαστείτε '' και χτύπησε το ξύλο που κρατούσε στο χώμα της σπηλιάς..
Για ένα καπρίτσιο της τύχης ένα βουητό ακούστηκε να βγαίνει από τα σπλάχνα της γης και όλοι σχεδόν άρπαξαν ότι μπορούσαν στα χέρια τους και έτρεξαν να βγουν από την σπηλιά.
Ο Αρχηγός με άγριες κραυγές τους φώναζε να βιαστούν, αφού η δύναμη της Πρώτης Θεραπεύτριας ήταν τόση μεγάλη που έκανε την γη να μουγκρίζει.
Μερικοί γύρισαν και πήραν σκεύη, σκεπάσματα, η κόρη της γονάτισε και της πρόσφερε και πάλι το σακούλι με τα γιατρικά της και δυο κυνηγοί με τις οικογένειες τους αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους άλλους και παρέμειναν στην ζεστασιά της σπηλιάς.
Η ηλικιωμένη Μητέρα γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε αποφασιστικά από το πλάτωμα της σπηλιάς με τον Αρχηγό και τους
κυνηγούς να την ακολουθούν και πιο πίσω οι γυναίκες και τα παιδιά.
Θα ήταν κοντά σαράντα ψυχές όλοι μαζί.
Το βουητό ακούστηκε ξανά κι αυτή την φορά ήταν πολύ πιο δυνατό και τότε η γη άρχισε να χορεύει κάτω από τα πόδια τους.
Βράχια ξεκολλούσαν από το βουνό και κυλούσαν επάνω στο χιόνι όμως ήταν αρκετά μακριά πια για να τους κάνουν κακό και τότε με ένα δυνατό κρότο η σπηλιά που τους είχε φιλοξενήσει για τόσα πολλά χρόνια πού ούτε οι πιο παλιές γενιές δεν θυμόταν από πότε , κατέρρευσε παρασέρνοντας στον κόσμο των πεθαμένων εκείνους που είχαν αρνηθεί να φύγουν..
Η Πρώτη Θεραπεύτρια είχε σώσει τις ζωές των ανθρώπων της φυλής της.
Είχαν μείνει χωρίς καταφύγιο πια, έπρεπε να ψάξουν να βρουν άλλη
σπηλιά να στήσουν τις εστίες τους. Ο Αρχηγός έδωσε το σύνθημα να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση.
Ο κυνηγός άντρας της κόρης της γονάτισε, την πήρε στους ώμους του με σεβασμό και ξεκίνησαν για το μακρινό ταξίδι τους προς τα πιο ζεστά μέρη του Νότου.
Στον δρόμο θα κυνηγούσαν για να τραφούν και η ηλικιωμένη Μητέρα θα τους τραγουδούσε τους ύμνους που είχε μάθει από την δική της μητέρα και τα λόγια της θα μιλούσαν για την Πρώτη Μητέρα την γη που έσμιξε με τον Θεό Ήλιο και από την μήτρα της ξεπήδησαν τα ζώα και τα ποτάμια , τα φυτά και τα δέντρα και μετά γέννησε τον Πρώτο Άντρα και την Πρώτη Γυναίκα που έσμιξαν και πρόσφεραν στην Μητέρα Γη το γένος των ανθρώπων.
Levina