Τον περίμενε τον θάνατο, κάθε μέρα ερχόταν με την ίδια μορφή, είχε μάθει πια
να ζει μαζί του, να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, να του στρώνει το τραπέζι
και να κάθεται απέναντί του όσο εκείνος δοκίμαζε με μεγάλες μπουκιές
τα φαγητά της, βογκώντας και ρουθουνίζοντας από ευχαρίστηση.
Όσο εκείνη έλιωνε, τόσο εκείνος γέμιζε από την χαμένη ζωή της, λες και
η ζωή είναι σταλαγματιές που πέφτουν από τους πόρους του κορμιού
και τα γυμνά πέλματα του θανάτου περνούν επάνω τους και τις απορροφούν
σαν σφουγγάρι.
Παρατηρούσε το πρόσωπό του που είχε πια ένα ικτερικό χρώμα, τα σφιγμένα
σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, τα μεγάλα γαλάζια μάτια του που έμοιαζαν
άχρωμα καθώς κολυμπούσαν μέσα σε μια κίτρινη θάλασσα και αυτοί
οι σκούροι κύκλοι που σακούλιαζαν επάνω στα χλωμά του μάγουλα
σαν μαύρες σταγόνες που ετοιμαζόταν να πέσουν επάνω στο πιάτο του.
Κάποτε το είχε λατρέψει αυτό το πρόσωπο… όχι αυτό, εκείνο που λάτρευε
ήταν ένα γελαστό πρόσωπο, τα μάτια του την κοιτούσαν με λατρεία
ή μήπως όλα αυτά είναι της φαντασίας της.
Άραγε υπήρξε ποτέ εποχή που εκείνος την αγαπούσε?
'' Της το πες? '' την ρώτησε
'' Όχι ακόμα '' του απάντησε κι η φωνή της ήταν σιγότερη κι από ψίθυρο
'' Κανόνισε να της το πεις πως θα την πάρεις στο κομμωτήριο, για να μη το πω
εγώ με άλλο τρόπο, αρκετά σας τρέφω τόσα χρόνια εσένα και τις κόρες σου,
άχρηστες όλες σας, τέλος αυτά που ξέρατε. ''
Της είπε και χτύπησε δυνατά την γροθιά του στο τραπέζι κάνοντας τα πιάτα
να χορέψουν.
Ήθελε να του πει πως κι εκείνη δουλεύει τόσα χρόνια στο κομμωτήριο,
όλη μέρα ορθοστασία, ήθελε να του πει πως δεν ήταν μόνο δικές της κόρες,
ήταν και δικές του, όμως αυτός ποτέ δεν ήθελε κορίτσια, γιο ήθελε κι αυτή
δεν ήταν ικανή να του χαρίσει έναν γιο, να τον κάνει κι αυτόν λίγο ευτυχισμένο.
Μόνο κόρες γέννησε και μετά της είπαν οι γιατροί πως δεν θα κάνει άλλο παιδί .
Τότε άλλαξε εκείνος, άρχισε να χάνεται από το σπίτι, άρχισε να σηκώνει το
χέρι του επάνω της για το παραμικρό… γιατί δεν ήταν ζεστό το φαΐ του,
γιατί δεν είχε το πουκάμισο που ήθελε καθαρό, γιατί μίλησε στο τηλέφωνο,
γιατί έκλαψε το μωρό κι εκείνη χανόταν εμπρός στην ορμή του.
Που να έφευγε να πάει αφού δεν είχε κανέναν άλλο στην ζωή, γονείς,
αδέλφια, κανένα συγγενή κι εκείνος το ήξερε πως ήταν χωρίς συμπαραστάτη
κι όλο και περισσότερο ξεσπούσε επάνω της.
Και τώρα θέλει να βγάλει από το σχολείο την μεγάλη, να μην πάει στο Λύκειο,
να πιάσει δουλειά να βοηθά το σπίτι και πώς να το πει στο κορίτσι της που
είναι αριστούχο κι έχει μέλλον στα γράμματα?
Κατάπιε το σάλιο της μαζί με τον κόμπο που έκατσε στον λαιμό της κι έσκυψε
το κεφάλι. Εκείνος τέλειωσε το φαΐ του και χωρίς να της ρίξει μια ματιά
χάθηκε στην κρεβατοκάμαρα τους, άκουσε το κρεβάτι που έτριξε κάτω
από το σώμα του και σε λίγο ακουγόταν ο μονότονος ήχος της αναπνοής του
κι ένα ροχαλητό που έδειχνε πως είχε πια αποκοιμηθεί.
Μάζεψε το τραπέζι, έπλυνε τα πιάτα και αλαφροπατώντας πήγε να καθίσει
πίσω από την πόρτα να περιμένει τα κορίτσια από το σχολείο για να μη
χτυπήσουν το κουδούνι και τον ξυπνήσουν.
Μια εβδομάδα σπάραζε η μεγάλη που θα σταματούσε πια το σχολείο, έβριζε
θεούς και δαίμονες, έριχνε επάνω στην μάνα της το φταίξιμο που ήταν τόσο
αδύναμη να του εναντιωθεί, να σηκώσει κεφάλι, να τον καταγγείλει που
την έδερνε και τελευταία σήκωνε χέρι και στα κορίτσια, όχι τόσο στην μικρή
που είχε και τα ίδια γαλάζια μάτια με αυτόν, όσο στην μεγάλη που ήταν
ολόιδια η μάνα της.
Έτσι τις βρήκε ένα μεσημέρι που γύρισε νωρίτερα από την δουλειά του,
αγκαλιασμένες να κλαίνε και γυάλισε το μάτι του.
Άρχισε ο καυγάς και γρήγορα ξέφυγαν και τα λόγια και τα χέρια, έβγαλε
την ζώνη του κι άρχισε με λύσσα να βαρά την ξεροκέφαλη κόρη που
ούρλιαζε από τους πόνους ενώ η μάνα της προσπαθούσε να μπει μπροστά
να την προστατέψει.
Ξάφνου ένοιωσε ένα φρικτό πόνο στην κοιλιά , του έπεσε η ζώνη από τα χέρια
και δίπλωσε στα δυο . Τότε είδε το κουζινομάχαιρο που εξείχε από το σώμα του
και τα μαύρα μάτια της γυναίκας του να τον κοιτούν με όλο το μίσος που
ξεχείλιζε η καρδιά της γι αυτόν.
Λύγισε κι έγειρε στο πάτωμα, άκουγε μόνο φωνές γύρω του, το παιδί που
ούρλιαζε, η άλλη του κόρη που φώναζε – μπαμπά, μπαμπά- και μετά όλα
έσβησαν γύρω του.
Δυο μήνες μετά επέστρεψε σπίτι του, ήρθε η ίδια η γυναίκα του να τον
πάρει από το νοσοκομείο που οι γιατροί έδωσαν πραγματική μάχη για
να σωθεί η ζωή του. Είχε χάσει πολύ αίμα, είχε χτυπήσει ζωτικά όργανα
το μαχαίρι κι ακόμα κι εκείνη έδωσε αίμα για να σωθεί ο άντρας της.
Στην αρχή την συνέλαβαν, τρεις μέρες την κράτησαν και την ανέκριναν
κι εκείνη καθόταν χωρίς να μιλά και να τρώει περιμένοντας το τέλος , όμως
όταν εκείνος συνήλθε και μπόρεσε να ψελλίσει λίγα λόγια, ομολόγησε
πως εκείνος κρατούσε το μαχαίρι όταν γλίστρησε στην άκρη του χαλιού
και έγινε το κακό.
Δεν τολμούσε να πει πως αυτή η μύγα τον μαχαίρωσε , αυτόν που ήταν ένα
θεριό εμπρός της.
Δεν έχει σημασία αν τον πίστεψαν ή όχι, σημασία
είχε πως την άφησαν ελεύθερη να γυρίσει στο σπίτι και τα παιδιά της.
Κι εκείνη κάθε μέρα ετοίμαζε φαγητό και πήγαινε να τον δει στο νοσοκομείο.
Κάποια στιγμή που ήταν ολομόναχοι στον θάλαμο, αφού είχε συνέλθει πια
κι εκείνη ερχόταν κάθε μέρα και τον έβλεπε, μόλις τον είχε πλύνει και
του σκούπιζε το πρόσωπο, σκυμμένη καθώς ήταν πάνωθέ του ψιθύρισε …
'' Θα γυρίσεις σπίτι Μιχάλη, θα γίνεις καλός πατέρας για τα παιδιά μας, δεν
θα ξανασηκώσεις το χέρι σου σε καμία μας και η Δαφνούλα θα
τελειώσει το σχολείο, τ΄ ακούς ? Αλλιώς δεν θα σε αφήσω να
ξανακοιμηθείς ήσυχα στο μαξιλάρι σου, θα έχεις πάντα τον φόβο μου
γιατί θα σε σφάξω Μιχάλη, στ΄ ορκίζομαι κι ας γίνει ότι θέλει μετά. Εκτός
αν προλάβεις και με σφάξεις εσύ. '' Η φωνή της ήταν γεμάτη αποφασιστικότητα
και τα μάτια της του έλεγαν πως δεν αστειευόταν.
Στην αρχή ήταν απόμακρος, γύρισε στην δουλειά του και στο σπίτι έμοιαζε
σαν να κυκλοφορούσε το φάντασμά του, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, ούτε
ρωτούσε, ούτε διέταζε πια, μόνο ερχόταν, έτρωγε και κοιμόταν ή
καθόταν εμπρός στην τηλεόραση μέχρι να ξαναφύγει για την δουλειά του
το άλλο πρωί. Κάποια μέρα που εκείνη μάζευε με την μικρή το τραπέζι
γύρισε και της είπε
'' Πολύ καλή μαγείρισσα είσαι Βασιλική ''
και κάποια άλλη φορά πάλι που του έδωσε ένα ποτήρι νερό η μεγάλη
της είπε '' Ευχαριστώ '' Ποτέ δεν τους είχε μιλήσει έτσι .
Μια αφύσικη ησυχία απλώνονταν πάνω από το σπίτι τους, λες και θα
ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό η καταιγίδα κι όλες περίμεναν πότε θα
γινόταν αυτό.
Ένα απόγευμα εκεί που έβλεπε τηλεόραση φώναξε την μεγάλη που ήρθε
απρόθυμα να δει τι την θέλει.
'' Διαβάζεις, τι διαβάζεις ? '' την ρώτησε
'' Έκθεση γράφω πατέρα '' του απάντησε παραξενεμένη. Από πότε
εκείνος ενδιαφερόταν για τα μαθήματά της? Δεκατέσσερα χρόνια
δεν είχε ενδιαφερθεί γι αυτήν.
'' Τι θέμα? '' συνέχισε εκείνος και για πρώτη φορά μετά από καιρό την
κοίταξε κατάματα. Ρίγησε το κορίτσι κάτω από αυτό το γαλάζιο βλέμμα.
'' Δεν το έχω βρει ακόμα, ελεύθερο θέμα έχουμε .''
'' Θα στο πω εγώ το θέμα Δαφνούλα, γράψε για έναν πατέρα που δεν
κατάλαβε ποτέ του πως είχε οικογένεια. Άριστα θα πάρεις. ''
____ Levina