26.2.13

Ένα καλάθι Ψέματα




Στάθηκε ακίνητη με το ακουστικό στο χέρι, ένοιωθε πως ήδη είχε ξεπεράσει τα όρια,
όμως και πάλι… ήταν για την αδελφή της. Μαζί ήταν σε όλους αυτούς τους δύσκολους
μήνες, η μια στήριγμα της άλλης, δυο χαμόγελα, δυο δάκρυα, δυο χαρές χωρίς να
μοιράζονται στα δυο και ήταν τόση η μελαγχολία της μιας που η άλλη ότι και να της
ζητούσε εκείνη θα το έκανε.

Ήξερε πόσο τον αγαπούσε, όλους αυτούς τους μήνες την στήριζε στην αγάπη της, της
έδινε θάρρος, σαν λύκαινα γρύλιζε σε όποιον τους πλησίαζε για να τους βλέπει να
χαμογελούν ερωτευμένοι, ευτυχισμένοι, δοσμένοι ο ένας στον άλλο κι όταν κάποια στιγμή
ανακάλυψε πως της είπε το πρώτο ψέμα, το παρέβλεψε για να μη στενοχωρήσει την αδελφή της.

Κι ύστερα ήρθε το Καλοκαίρι , η ελπίδα πως θα τους έβλεπε μαζί, έβλεπε την αδελφή της
να τιτιβίζει με προσμονή πως επιτέλους θα πήγαινε κοντά στον αγαπημένο της, έτοιμο το
εισιτήριο, η βαλίτσα γεμάτη με όνειρα, η προσμονή και μετά η απότομη προσγείωση. Ένα
ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, ένας έρωτας που δεν εκπληρώθηκε και η απογοήτευση να
λυγίζει την μια τους και η άλλη με απόγνωση να μη βρίσκει λόγια να σβήσει τα δάκρυα.
Είχαν το δικαίωμα να μάθουν το γιατί. Αυτά τα ατελείωτα γιατί που σκοτεινιάζουν το
μυαλό και βυθίζουν την καρδιά στα πιο βαθιά καζάνια της κόλασης.

Αποφασιστικά αυτή την φορά πήρε τον αριθμό. Μια ερώτηση θα έκανε, της το είχε ζητήσει
η ίδια της η αδελφή, έπρεπε να βρει και να της δώσει μια απάντηση, να την λυτρώσει από
τα ερωτηματικά της.
Ακόμα και σε αυτό μπήκε η ίδια μπροστά, έτσι είναι οι αδελφές, η ίδια θα έδινε
απαντήσεις στα ερωτηματικά της αδελφής της, θα την έστηνε και πάλι στα πόδια της.
Μαζί τα συζητούσαν, μαζί τα αποφάσιζαν, μαζί έψαχναν, μόνο που η άλλη έβρισκε
προφάσεις για να κρύβεται πίσω από την πλάτη της αδελφής της κι αυτή την έκρυβε
πρόθυμα γιατί … ήταν η αδελφή της.

Την αρνήθηκε σε λιγότερο χρόνο από όσο ο μαθητής τον Δάσκαλό του.

Όταν εκείνος της την κατηγόρησε εκείνη την αρνήθηκε, όταν εκείνος έβγαλε τα λάθος
συμπεράσματά του εκείνη δεν είπε την αλήθεια, όταν εκείνος της απαγόρευσε να μιλά στην
αδελφή της εκείνη πάλι δεν είπε αλήθεια κι όταν φοβήθηκε πως θα τον χάσει , είπε ένα
ακόμα ψέμα …  στην αδελφή της.

Ένα μεγάλο καλάθι ψέματα γέμισε, το κρατούσε μαζί της σαν έφτασε στην άκρη της λίμνης,
το είχε δεμένο σαν βρόγχο στον λαιμό της.
Πόσα ψέματα !!

Τελετουργικά έλυσε το σκοινί , σήκωσε ψηλά το βαρύ καλάθι και το πέταξε με όλη της την
δύναμη στα νερά . Ένας παφλασμός ακούστηκε μόνο και το βαρύ φορτίο χάθηκε από τα μάτια της .
- Άμε στο καλό σου … μουρμούρισε.

Ο Χειμωνιάτικος ήλιος που βγήκε καθρεφτίστηκε αυτάρεσκα επάνω στα νερά, ακούμπησε
γύρω στα δέντρα, στα βουνά, την αγκάλιασε και την βοήθησε να βρει τον δρόμο να γυρίσει
σπίτι της , ελεύθερη.
Δεν υπήρξε ποτέ αδελφή, ούτε καν φίλη.


                                           Levina




24.2.13

Η Πρώτη Μητέρα

Γυναικείες Στάχτες
Ιστορία 3η



Τύλιξε σφιχτά το λιπόσαρκο κορμί της μέσα στις ζεστές γούνες, είχε
ξυπνήσει πια και δεν θα μπορούσε να ξανακοιμηθεί, στην ηλικία της
εξ άλλου δεν χρειαζόταν και πολύ ύπνο.
Ήτανε πια η πιο ηλικιωμένη ανάμεσα στις άλλες γυναίκες της φυλής
κι αν ήξερε να μετράει θα έβρισκε πως συμπλήρωνε κοντά σαρανταδύο χρόνια ζωής, όμως δεν γνώριζε από αριθμούς, ήταν ταμπού να προφέρουν τα μέλη της φυλής τα ονόματα που υπήρχαν για τους αριθμούς.
Αυτά τα έλεγαν μόνο οι άντρες σαμάνοι όταν εκτελούσαν τις τελετουργίες τους. Εκείνη ήταν μια απλή θεραπεύτρια, την είχε διδάξει η μητέρα της κι εκείνη είχε δώσει τις γνώσεις της στην κόρη της κι εκείνη πάλι όταν θα ερχόταν η ώρα θα τις έδινε στην δική της κόρη που ήταν μόνο έξη χρονών κι όμως γνώριζε ήδη να δένει ένα σπασμένο χέρι ή να ράβει μια πληγή με αποξηραμένα έντερα ζώων.
Η τελευταία ηλικιωμένη Μητέρα έφυγε λίγες ημέρες πιο πριν κι ήταν η μητέρα του Αρχηγού της φυλής. Είχε αφήσει πίσω τα σκεύη που χρησιμοποιούσε σε όλη της την ζωή, είχε πάρει μόνο το φυλακτό της που ήταν κρεμασμένο στον λαιμό της μέσα σε ένα σακουλάκι φτιαγμένο από το δέρμα λευκής αλεπούς του χιονιού για να οδηγήσει η δύναμή του το πνεύμα της σωστά στον δρόμο των πεθαμένων και να μη χαθεί να τριγυρνάει ανάμεσα στους ζωντανούς, είχε φορέσει την χοντρή κάπα της και χάθηκε ανάμεσα στην χιονοθύελλα που είχε εκείνες τις μέρες.
Κανένας δεν στράφηκε να την κοιτάξει γιατί ήταν ταμπού να κοιτάς μια Μητέρα που είχε περάσει ήδη στον κόσμο των πεθαμένων, μπορεί να σου έπαιρνε την ψυχή μαζί της για συντροφιά. Είχε χάσει από καιρό τα δόντια της και δεν μπορούσε να φάει , οι πόνοι στα κόκαλα της ήταν αφόρητοι κι όσο κι αν την πότιζαν με θεραπευτικά βότανα είχε φτάσει η ώρα να φύγει ανάμεσα από τους ζωντανούς.
Δυο μέρες αργότερα οι κυνηγοί βρήκαν την κάπα της και την προσπέρασαν δίχως να την αγγίξουν. Οι Λίγκες που υπήρχαν άφθονοι στην περιοχή τους θα είχαν κατασπαράξει το σώμα της ηλικιωμένης Μητέρας. Έτσι ήταν ο κύκλος της ζωής. Οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα ζώα για το κρέας και τις γούνες τους και όταν γερνούσαν πρόσφεραν το πνεύμα και το σώμα τους σε αυτά για να τα ευχαριστήσουν που τους κρατούσαν ζωντανούς για όσο το ήθελε η Μεγάλη Μητέρα Γη.
'' Πρέπει κι εγώ να φύγω '' σκέφτηκε η ηλικιωμένη Μητέρα με κάποια θλίψη. Είχε περάσει μια καλή ζωή πλάι στον σύντροφο που είχε διαλέξει γι αυτήν όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι η Μητέρα της κι εκείνος ήταν καλός κυνηγός, δεν άφησε ποτέ την ίδια και τα παιδιά της να πεινάσουν κι όταν έφτασε η ώρα να φύγει για το Μεγάλο Ταξίδι του στον κόσμο των πεθαμένων υπήρχε ο άντρας της κόρης της για να προσέχει την εστία τους .
Πάντα την πρόσεχαν γιατί ήταν μια καλή θεραπεύτρια και είχε ανώτερη θέση ανάμεσα στις άλλες εστίες της σπηλιάς. Ο άντρας της κόρης της , της έδινε πάντα τα πιο μαλακά κομμάτια από το κρέας που έφερνε και η κόρη της ήταν μια καλή και ήσυχη γυναίκα που σεβόταν την Μητέρα της, όμως τα χρόνια είχαν περάσει. 
Δεν το είχε προγραμματίσει γι αυτό το πρωινό αλλά κάτι της έλεγε πως έπρεπε να βγει από την σπηλιά, να ακολουθήσει το πεπρωμένο της.
Άναψε με το κάρβουνο την εστία και φύσηξε τις φλόγες να φουντώσουν. Η κόρη της έκανε να σηκωθεί από τις δικές της γούνες να την βοηθήσει όμως η ηλικιωμένη της έκανε νόημα να καθίσει στην θέση της. Θα έφτιαχνε πρώτα ένα αφέψημα να πιει και αν ακόμα είχε μέσα της την επιθυμία της φυγής θα έφευγε.
Μόλις ζεστάθηκαν οι πέτρες του μαγειρέματος τις έριξε μέσα στο δερμάτινο δοχείο με το νερό κι εκείνες μετέδωσαν σε αυτό την ζεστασιά τους. Έβγαλε τα αποξηραμένα βότανα που είχε στο σακούλι της και έριξε μια πρέζα στο νερό. Αυτή η ανησυχία μέσα της όμως, δεν έλεγε να καταλαγιάσει, το αντίθετο , όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Σηκώθηκε και φόρεσε το παντελόνι και το πουκάμισο από επεξεργασμένο δέρμα Λύκου και στολισμένο με δόντια και κόκαλα από μικρά τρωκτικά που σε κάθε της κίνηση έκαναν έναν ρυθμικό θόρυβο.
Ήταν η τελετουργική στολή της και την φορούσε σπάνια.
Έχωσε τα αδύνατα πόδια της μέσα στις χοντρές μπότες από δέρμα
βονάσου και τυλίχτηκε στην γούνινη κάπα της. Τόση ώρα είχαν ξυπνήσει κι οι άλλοι από τις γύρω φωτιές και την παρακολουθούσαν αμίλητοι, διακριτικά γιατί ήταν άπρεπο να κοιτάς τι κάνουν οι άλλοι δίπλα σου .
Όταν άφησε το σακούλι με τα γιατρικά της δίπλα στο στρώμα της
κόρης της, κατάλαβαν επιτέλους τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Η ηλικιωμένη Μητέρα, Πρώτη Θεραπεύτρια της φυλής Θα πήγαινε
στον κόσμο των Πνευμάτων.
Κανένας δεν την αποχαιρέτησε, κανένας δεν την κοίταξε σαν στάθηκε για λίγο στην είσοδο της σπηλιάς κι ανασήκωσε το βαρύ τομάρι που κρατούσε έξω το χιόνι και τον παγωμένο αέρα.
Χωρίς να διστάσει δρασκέλησε την είσοδο και χάθηκε ανάμεσα στο
χιόνι που έπεφτε απαλά, αθόρυβα, αδιάκοπα εδώ και μέρες.

Περπατούσε με δυσκολία χωρίς να βλέπει προς τα πού βάδιζε και
περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα ακούσει κάποιο σαρκοβόρο να βρυχάται και να την οδηγεί στον κόσμο των πνευμάτων. Όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και κάποια στιγμή κουρασμένη από το περπάτημα κάθισε κάτω από ένα ψηλό δέντρο κι ακούμπησε αποκαμωμένη στον κορμό του. Δεν είχε σκοπό να ξανασηκωθεί από εκεί.
Μια αστραπή πέρασε εμπρός από τα μάτια της. Ένας πονοκέφαλος σαν αυτούς που πάθαινε συχνά όταν ήταν πιο μικρή και έβλεπε περίεργες εικόνες. Έτσι και τώρα είδε κάτι περίεργο, πως πίσω της άφησε τον κόσμο των πεθαμένων κι όχι των ζωντανών. Η σπηλιά της είχε γίνει ο κόσμος των πνευμάτων.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε.
'' Μάλλον έχω πεθάνει τώρα πια, σκέφτηκε, βλέπω όνειρα '' όμως δεν ήταν νεκρή, ένοιωθε το κρύο, μύριζε τον αέρα γύρω της, άκουγε τα θροΐσματα των κλαριών και το χιόνι είχε ξαφνικά σταματήσει να πέφτει.
Ο Θεός Ήλιος εμφανίστηκε ανάμεσα από τα σύννεφα κι η ηλικιωμένη Μητέρα κατάλαβε πως ήταν ζωντανή και θα παρέμενε ζωντανή.
Όλη της η ανησυχία είχε να κάνει με την φυλή της, με την σπηλιά!
'' Εκείνοι θα πεθάνουν! Όχι εγώ ''
Σηκώθηκε με κόπο και πήρε τον δρόμο του γυρισμού όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να προλάβει. Έπρεπε να τραβήξει από τον κόσμο των πεθαμένων την φυλή της. Βρήκε ένα ξύλο και στηρίχτηκε για να ανοίξει δρόμο στο χιόνι.
Μερικοί κυνηγοί που είχαν βγει έξω την είδαν να επιστρέφει και της
γύρισαν την πλάτη, ήταν ένα κακό πνεύμα χάθηκε στην γη και ήθελε
να τους πάρει την ψυχή, ήταν ταμπού να το κοιτάνε.
Η ηλικιωμένη Μητέρα τους αγνόησε , τους προσπέρασε και στάθηκε
στην είσοδο της σπηλιάς , ενώ όσοι την είδαν ,τρομαγμένοι μαζεύτηκαν μακριά της. Έβαλε όλη την δύναμη της φωνής της για να τους πει πως πρέπει γρήγορα να βγουν όλοι από τις εστίες τους να τρέξουν μακριά από την σπηλιά .
Κανένας δεν της έδινε σημασία, ήταν ταμπού να απευθύνεις τον λόγο σε μια πεθαμένη!
Ο Αρχηγός όμως σκέφτηκε πως αυτή είναι η Πρώτη Θεραπεύτρια,
μπορούσε λοιπόν να νικήσει τα πνεύματα και να γυρίσει από τον
κόσμο τους! Αλλιώς θα την είχαν ήδη κατασπαράξει τα σαρκοβόρα
της περιοχής τους. Διστακτικά πλησίασε προς το μέρος της και τότε
εκείνη φώναξε
'' Βιαστείτε '' και χτύπησε το ξύλο που κρατούσε στο χώμα της σπηλιάς..
Για ένα καπρίτσιο της τύχης ένα βουητό ακούστηκε να βγαίνει από τα σπλάχνα της γης και όλοι σχεδόν άρπαξαν ότι μπορούσαν στα χέρια τους και έτρεξαν να βγουν από την σπηλιά.
Ο Αρχηγός με άγριες κραυγές τους φώναζε να βιαστούν, αφού η δύναμη της Πρώτης Θεραπεύτριας ήταν τόση μεγάλη που έκανε την γη να μουγκρίζει.
Μερικοί γύρισαν και πήραν σκεύη, σκεπάσματα, η κόρη της γονάτισε και της πρόσφερε και πάλι το σακούλι με τα γιατρικά της και δυο κυνηγοί με τις οικογένειες τους αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους άλλους και παρέμειναν στην ζεστασιά της σπηλιάς.
Η ηλικιωμένη Μητέρα γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε αποφασιστικά από το πλάτωμα της σπηλιάς με τον Αρχηγό και τους
κυνηγούς να την ακολουθούν και πιο πίσω οι γυναίκες και τα παιδιά.
Θα ήταν κοντά σαράντα ψυχές όλοι μαζί.
Το βουητό ακούστηκε ξανά κι αυτή την φορά ήταν πολύ πιο δυνατό και τότε η γη άρχισε να χορεύει κάτω από τα πόδια τους.
Βράχια ξεκολλούσαν από το βουνό και κυλούσαν επάνω στο χιόνι όμως ήταν αρκετά μακριά πια για να τους κάνουν κακό και τότε με ένα δυνατό κρότο η σπηλιά που τους είχε φιλοξενήσει για τόσα πολλά χρόνια πού ούτε οι πιο παλιές γενιές δεν θυμόταν από πότε , κατέρρευσε παρασέρνοντας στον κόσμο των πεθαμένων εκείνους που είχαν αρνηθεί να φύγουν..
Η Πρώτη Θεραπεύτρια είχε σώσει τις ζωές των ανθρώπων της φυλής της.
Είχαν μείνει χωρίς καταφύγιο πια, έπρεπε να ψάξουν να βρουν άλλη
σπηλιά να στήσουν τις εστίες τους. Ο Αρχηγός έδωσε το σύνθημα να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση.
Ο κυνηγός άντρας της κόρης της γονάτισε, την πήρε στους ώμους του με σεβασμό και ξεκίνησαν για το μακρινό ταξίδι τους προς τα πιο ζεστά μέρη του Νότου.
Στον δρόμο θα κυνηγούσαν για να τραφούν και η ηλικιωμένη Μητέρα θα τους τραγουδούσε τους ύμνους που είχε μάθει από την δική της μητέρα και τα λόγια της θα μιλούσαν για την Πρώτη Μητέρα την γη που έσμιξε με τον Θεό Ήλιο και από την μήτρα της ξεπήδησαν τα ζώα και τα ποτάμια , τα φυτά και τα δέντρα και μετά γέννησε τον Πρώτο Άντρα και την Πρώτη Γυναίκα που έσμιξαν και πρόσφεραν στην Μητέρα Γη το γένος των ανθρώπων.

                                                                                                            Levina




photo_DarylHannah-ClanoftheCaveBear


Je suis Μαλάκω


βασανίζομαι plus





το ανακάλυψε η  καλή μου μάγισσα με το γλυκό χαμόγελο

βρήκα πως μου ταιριάζει γάντι

σ΄  εσάς?

Ένα μεγάλο μπράβο στους δημιουργούς του video
και στο κορίτσι που τραγουδά
μια από τις πιο γλυκιές φωνές που έχω ακούσει!


Μας το Αφιερώνω
Καλημέρα Μας

Levina






22.2.13

Βροχερή Καλημέρα







Καλημέρα με ένα μπολ γεμάτο χρώματα … παγωτό φιστίκι, φράουλα, κρέμα, ζαχαρωτά και …
Βρέχει, πάλι βρέχει όλη την νύχτα κι εγώ να κοιμάμαι με ένα μάτι σαν τον σκύλο που
μυρίζεται τον κίνδυνο, μόνο που ο σκύλος θα πεταχτεί ορεξάτος γαβγίζοντας να κυνηγήσει
φαντάσματα, ενώ εγώ σέρνομαι από πόρτα σε παράθυρο και πάλι πίσω.
Την λατρεύω την βροχή και συνάμα … να προχθές που σταμάτησε η αντλία των ομβρίων και
πλημμύρισε η αποθήκη, μόλις τελειώσαμε να φέρνουμε τα βρεγμένα στο γκαράζ και να απλώνουμε ρούχα να στεγνώσουν  … μου δημιούργησε κρίση  πανικού.

Αυτό είναι το κακό … άσχετο αλλά ξέρεις τι είναι κρίση πανικού? Να στεγνώνει το στόμα σου,
να σταματά η καρδιά σου, να τρέμει το κορμί σου ανεξέλεγκτα έτοιμο να καταρρεύσει, να σου
είναι αδύνατο να κοιτάξεις έξω από το παράθυρο τις σταγόνες του νερού… Παλιό κατάλοιπο
αυτό από τον πανικό που παθαίνω αν βρεθώ ανάμεσα σε πολύ  και  άγνωστό μου κόσμο … Όχι αυτό δεν θα το αφήσω να γίνει χρόνιο, θα το πολεμήσω, δεν θα μου γίνει κάτι που αγαπώ εφιάλτης !

Άσχετο κι αυτό …κάποτε όταν με πονούσε, όταν με απογοήτευε κάτι απλά του γύριζα την
πλάτη κι έφευγα, κρατώντας το μέσα μου σαν το τσίμπημα της βελόνας … ακίνδυνο μα
οδυνηρό. Δεν γυρίζω πια την πλάτη σε κανέναν και σε τίποτα κι ας  με ξαφνιάζουν αυτά που
διαμάντια τα νόμιζα και μου βγήκαν ιμιτασιόν.

Θα έρθει και η Άνοιξη σε λίγο, τελειώνει κι αυτός ο Χειμώνας, οι αμυγδαλιές έχουν ήδη
ανθίσει, εχθές είδα και μια λευκή ίριδα στον κήπο, οι μωβ αργούν να βγουν… θέλω να βγει ο
ήλιος, θέλω να ζεσταθώ περπατώντας στους ήσυχους δρόμους … μπουμπουνίζει και ταράζεται
όλο το βουνό από το πρωί κι εγώ …

θέλω να αισθανθώ ξανά πολύχρωμη … βαρέθηκα να είμαι  γκρι .
Καλημέρα σας είπα ; 

                                                                                                                                              Levina





19.2.13

Ταγκό Θανάτου


Γυναικείες Στάχτες 
Ιστορία 1η.

Τον περίμενε τον θάνατο, κάθε μέρα ερχόταν με την ίδια μορφή, είχε μάθει πια
να ζει μαζί του, να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, να του στρώνει το τραπέζι
και να κάθεται απέναντί του όσο εκείνος δοκίμαζε με μεγάλες μπουκιές
τα φαγητά της, βογκώντας και ρουθουνίζοντας από ευχαρίστηση.

Όσο εκείνη έλιωνε, τόσο εκείνος γέμιζε από την χαμένη ζωή της, λες και
η ζωή είναι σταλαγματιές που πέφτουν από τους πόρους του κορμιού
και τα γυμνά πέλματα του θανάτου περνούν επάνω τους και τις απορροφούν
σαν σφουγγάρι.
Παρατηρούσε το πρόσωπό του που είχε πια ένα ικτερικό χρώμα, τα σφιγμένα
σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, τα μεγάλα γαλάζια μάτια του που έμοιαζαν
άχρωμα καθώς κολυμπούσαν μέσα σε μια κίτρινη θάλασσα και αυτοί
οι σκούροι κύκλοι που σακούλιαζαν επάνω στα χλωμά του μάγουλα
σαν μαύρες σταγόνες που ετοιμαζόταν να πέσουν επάνω στο πιάτο του.
Κάποτε το είχε λατρέψει αυτό το πρόσωπο… όχι αυτό, εκείνο που λάτρευε
ήταν ένα γελαστό πρόσωπο, τα μάτια του την κοιτούσαν με λατρεία
ή μήπως όλα αυτά είναι της φαντασίας της.
Άραγε υπήρξε ποτέ εποχή που εκείνος την αγαπούσε?

'' Της το πες? '' την ρώτησε
'' Όχι ακόμα '' του απάντησε κι η φωνή της ήταν σιγότερη κι από ψίθυρο
'' Κανόνισε να της το πεις πως θα την πάρεις στο κομμωτήριο, για να μη το πω
εγώ με άλλο τρόπο, αρκετά σας τρέφω τόσα χρόνια εσένα και τις κόρες σου,
άχρηστες όλες σας, τέλος αυτά που ξέρατε. ''
Της είπε και χτύπησε δυνατά την γροθιά του στο τραπέζι κάνοντας τα πιάτα
να χορέψουν.
Ήθελε να του πει πως κι εκείνη δουλεύει τόσα χρόνια στο κομμωτήριο,
όλη μέρα ορθοστασία, ήθελε να του πει πως δεν ήταν μόνο δικές της κόρες,
ήταν και δικές του, όμως αυτός ποτέ δεν ήθελε κορίτσια, γιο ήθελε κι αυτή
δεν ήταν ικανή να του χαρίσει έναν γιο, να τον κάνει κι αυτόν λίγο ευτυχισμένο.
Μόνο κόρες γέννησε και μετά της είπαν οι γιατροί πως δεν θα κάνει άλλο παιδί .
Τότε άλλαξε εκείνος, άρχισε να χάνεται από το σπίτι, άρχισε να σηκώνει το
χέρι του επάνω της για το παραμικρό… γιατί δεν ήταν ζεστό το φαΐ του,
γιατί δεν είχε το πουκάμισο που ήθελε καθαρό, γιατί μίλησε στο τηλέφωνο,
γιατί έκλαψε το μωρό κι εκείνη χανόταν εμπρός στην ορμή του.
Που να έφευγε να πάει αφού δεν είχε κανέναν άλλο στην ζωή, γονείς,
αδέλφια, κανένα συγγενή κι εκείνος το ήξερε πως ήταν χωρίς συμπαραστάτη
κι όλο και περισσότερο ξεσπούσε επάνω της.
Και τώρα θέλει να βγάλει από το σχολείο την μεγάλη, να μην πάει στο Λύκειο,
να πιάσει δουλειά να βοηθά το σπίτι και πώς να το πει στο κορίτσι της που
είναι αριστούχο κι έχει μέλλον στα γράμματα?
Κατάπιε το σάλιο της μαζί με τον κόμπο που έκατσε στον λαιμό της κι έσκυψε
το κεφάλι. Εκείνος τέλειωσε το φαΐ του και χωρίς να της ρίξει μια ματιά
χάθηκε στην κρεβατοκάμαρα τους, άκουσε το κρεβάτι που έτριξε κάτω
από το σώμα του και σε λίγο ακουγόταν ο μονότονος ήχος της αναπνοής του
κι ένα ροχαλητό που έδειχνε πως είχε πια αποκοιμηθεί.
Μάζεψε το τραπέζι, έπλυνε τα πιάτα και αλαφροπατώντας πήγε να καθίσει
πίσω από την πόρτα να περιμένει τα κορίτσια από το σχολείο για να μη
χτυπήσουν το κουδούνι και τον ξυπνήσουν.

Μια εβδομάδα σπάραζε η μεγάλη που θα σταματούσε πια το σχολείο, έβριζε
θεούς και δαίμονες, έριχνε επάνω στην μάνα της το φταίξιμο που ήταν τόσο
αδύναμη να του εναντιωθεί, να σηκώσει κεφάλι, να τον καταγγείλει που
την έδερνε και τελευταία σήκωνε χέρι και στα κορίτσια, όχι τόσο στην μικρή
που είχε και τα ίδια γαλάζια μάτια με αυτόν, όσο στην μεγάλη που ήταν
ολόιδια η μάνα της.
Έτσι τις βρήκε ένα μεσημέρι που γύρισε νωρίτερα από την δουλειά του,
αγκαλιασμένες να κλαίνε και γυάλισε το μάτι του.
Άρχισε ο καυγάς και γρήγορα ξέφυγαν και τα λόγια και τα χέρια, έβγαλε
την ζώνη του κι άρχισε με λύσσα να βαρά την ξεροκέφαλη κόρη που
ούρλιαζε από τους πόνους ενώ η μάνα της προσπαθούσε να μπει μπροστά
να την προστατέψει.
Ξάφνου ένοιωσε ένα φρικτό πόνο στην κοιλιά , του έπεσε η ζώνη από τα χέρια
και δίπλωσε στα δυο . Τότε είδε το κουζινομάχαιρο που εξείχε από το σώμα του
και τα μαύρα μάτια της γυναίκας του να τον κοιτούν με όλο το μίσος που
ξεχείλιζε η καρδιά της γι αυτόν.
Λύγισε κι έγειρε στο πάτωμα, άκουγε μόνο φωνές γύρω του, το παιδί που
ούρλιαζε, η άλλη του κόρη που φώναζε – μπαμπά, μπαμπά- και μετά όλα
έσβησαν γύρω του.

Δυο μήνες μετά επέστρεψε σπίτι του, ήρθε η ίδια η γυναίκα του να τον
πάρει από το νοσοκομείο που οι γιατροί έδωσαν πραγματική μάχη για
να σωθεί η ζωή του. Είχε χάσει πολύ αίμα, είχε χτυπήσει ζωτικά όργανα
το μαχαίρι κι ακόμα κι εκείνη έδωσε αίμα για να σωθεί ο άντρας της.
Στην αρχή την συνέλαβαν, τρεις μέρες την κράτησαν και την ανέκριναν
κι εκείνη καθόταν χωρίς να μιλά και να τρώει περιμένοντας το τέλος , όμως
όταν εκείνος συνήλθε και μπόρεσε να ψελλίσει λίγα λόγια, ομολόγησε
πως εκείνος κρατούσε το μαχαίρι όταν γλίστρησε στην άκρη του χαλιού
και έγινε το κακό.
Δεν τολμούσε να πει πως αυτή η μύγα τον μαχαίρωσε , αυτόν που ήταν ένα
θεριό εμπρός της.
Δεν έχει σημασία αν τον πίστεψαν ή όχι, σημασία
είχε πως την άφησαν ελεύθερη να γυρίσει στο σπίτι και τα παιδιά της.
Κι εκείνη κάθε μέρα ετοίμαζε φαγητό και πήγαινε να τον δει στο νοσοκομείο.
Κάποια στιγμή που ήταν ολομόναχοι στον θάλαμο, αφού είχε συνέλθει πια
κι εκείνη ερχόταν κάθε μέρα και τον έβλεπε, μόλις τον είχε πλύνει και
του σκούπιζε το πρόσωπο, σκυμμένη καθώς ήταν πάνωθέ του ψιθύρισε …

'' Θα γυρίσεις σπίτι Μιχάλη, θα γίνεις καλός πατέρας για τα παιδιά μας, δεν
θα ξανασηκώσεις το χέρι σου σε καμία μας και η Δαφνούλα θα
τελειώσει το σχολείο, τ΄ ακούς ? Αλλιώς δεν θα σε αφήσω να
ξανακοιμηθείς ήσυχα στο μαξιλάρι σου, θα έχεις πάντα τον φόβο μου
γιατί θα σε σφάξω Μιχάλη, στ΄ ορκίζομαι κι ας γίνει ότι θέλει μετά. Εκτός
αν προλάβεις και με σφάξεις εσύ. '' Η φωνή της ήταν γεμάτη αποφασιστικότητα
και τα μάτια της του έλεγαν πως δεν αστειευόταν.

Στην αρχή ήταν απόμακρος, γύρισε στην δουλειά του και στο σπίτι έμοιαζε
σαν να κυκλοφορούσε το φάντασμά του, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, ούτε
ρωτούσε, ούτε διέταζε πια, μόνο ερχόταν, έτρωγε και κοιμόταν ή
καθόταν εμπρός στην τηλεόραση μέχρι να ξαναφύγει για την δουλειά του
το άλλο πρωί. Κάποια μέρα που εκείνη μάζευε με την μικρή το τραπέζι
γύρισε και της είπε
'' Πολύ καλή μαγείρισσα είσαι Βασιλική ''
και κάποια άλλη φορά πάλι που του έδωσε ένα ποτήρι νερό η μεγάλη
της είπε '' Ευχαριστώ '' Ποτέ δεν τους είχε μιλήσει έτσι .

Μια αφύσικη ησυχία απλώνονταν πάνω από το σπίτι τους, λες και θα
ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό η καταιγίδα κι όλες περίμεναν πότε θα
γινόταν αυτό.
Ένα απόγευμα εκεί που έβλεπε τηλεόραση φώναξε την μεγάλη που ήρθε
απρόθυμα να δει τι την θέλει.
'' Διαβάζεις, τι διαβάζεις ? '' την ρώτησε
'' Έκθεση γράφω πατέρα '' του απάντησε παραξενεμένη. Από πότε
εκείνος ενδιαφερόταν για τα μαθήματά της? Δεκατέσσερα χρόνια
δεν είχε ενδιαφερθεί γι αυτήν.
'' Τι θέμα? '' συνέχισε εκείνος και για πρώτη φορά μετά από καιρό την
κοίταξε κατάματα. Ρίγησε το κορίτσι κάτω από αυτό το γαλάζιο βλέμμα.
'' Δεν το έχω βρει ακόμα, ελεύθερο θέμα έχουμε .''
'' Θα στο πω εγώ το θέμα Δαφνούλα, γράψε για έναν πατέρα που δεν
κατάλαβε ποτέ του πως είχε οικογένεια. Άριστα θα πάρεις. ''


____                                              Levina

15.2.13

Kαταπολεμήστε το Άγχος... Μάθημα 1ον


Σήμερα θα σας κάνω μαθήματα ξυλοτεχνικής … που λέει ο λόγος.
Πρόκειται για ανάρτηση με γερές αναρτήσεις, προφυλάξεις κατά την διεξαγωγή
του μαθήματος και γερά νεύρα.
Το συγκεκριμένο μάθημα βοηθά 1ον στην καταπολέμηση του άγχους ,
2ον  στην καταπολέμηση της κυτταρίτιδας,
3ον στην σύσφιξη των Δικέφαλων μυών (μπούτι δλδ),
των Τρικέφαλων (μπράτσα), των Κοιλιακών και
των Γλουτιαίων ( κοίτα πίσω σου…ναι αυτό που εξέχει είναι) .
Βέβαια καταπονεί την Θωρακοοσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης
αλλά βρε παιδί μου, εμπρός στα κάλλη τι είναι ο πόνος?
Αρχίζουμε με ….
Βάζουμε την μπαγκαζιέρα πίσω από το θωρηκτό και αμολάμε στα βουνά Ωλαρία Ωλαλά


Φοράμε τα γάντια για να μη σπάσει το νύχι και πλακώνουμε με το αλυσοπρίονο ότι
υπάρχει ένα γύρω και το φορτώνουμε στην μπαγκαζιέρα.




Ερχόμαστε στην οικία, ξεκοτσάρουμε την μπαγκαζιέρα και φέρνουμε τα λάφυρα
στην ράμπα … σε όλα αυτά βέβαια έχουμε και τον απαραίτητο βοηθό γιατί
πώς να το κάνουμε? Ως Γυναίκαι έχουμε μικρή ιπποδύναμη για να σύρουμε
και μισό τόνο μπαγκαζιέρα!
Και αφού μας φέρουν τα λάφυρα στο σπίτι και μας τα παρατάνε εμείς τι κάνουμε κορίτσια? Μα φυσικά ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΔΑΦΟΥΣ.
Οι παρακάτω σκηνές που θα δεις και θα σου κόψουν την ανάσα σε πληροφορώ
πως έχουν γυριστεί χωρίς την βοήθεια κασκαντέρ .


Βουτάμε μια στοίβα ξύλα και την πατικώνουμε στο έδαφος.
Ανάβουμε το αλυσοπρίονο … έλα δεν θέλω πως? Το πατάμε με το ποδαράκι στο έδαφος
( άσε αυτά που είδες στον «Δρόμο με τις Λεύκες» που ο Φρέντυ Κρούγκερ το ανάβει στον αέρα , εσύ θα το κάνεις με τις δικές μου οδηγίες)  πιάνουμε την άκρη από το σκοινί και τραβάμε
με δύναμη να σφίξει και ο ένας τρικέφαλος που λέγαμε, τον άλλον θα τον
δουλέψουμε αργότερα .
Παίρνει εμπρός αυτό το ρημάδι και τότε πατάμε με την γαλότσα με όλο μας το μίσος
τα ξύλα και λέμε…
- Άτιμε θα πεθάνεις!
Δεν έχει σημασία που δεν υπάρχει ο άτιμος εκεί, εσύ κατευνάζεις τα νεύρα σου σκίζοντας
ξύλα στα δυο!
Το όλο εγχείρημα έχει κι ένα βαθμό επικινδυνότητας όμως κι όταν οδηγείς το ίδιο
επικίνδυνα δεν είναι … για τους άλλους?
Εδώ να προσθέσουμε πως , μη φοβάσαι δεν σπάει το νύχι με τα ξύλα, φτάνει να μη το
βάλεις για να βιδώσεις το καπάκι του λαδιού όπως η υποφαινόμενη .
Τέλος όταν έχεις μπαϊλντίσει από την ψυχοθεραπεία του κατευνασμού νεύρων,
σου έχει πιαστεί κι ο ραχιαίος κι έχει βουλώσει και το αριστερό αυτί, κάνεις
μια έτσι και κλείνεις το διακοπτάκι . Τέλος με το αλυσοπρίονο.
Το επιστρέφεις στη θέση του κι ούτε γάτα , ούτε ζημιά.



Τώρα έχεις να στοιβάξεις την πραμάτεια σου στην θέση της, να σκουπίσεις και τα
πριονίδια που έκανες για να μη βρέξει και μπουκώσει το φρεάτιο, να πλύνεις
τα καζάντια σου και μετά μπορείς να πάρεις την θερμοφόρα και να πας
να ξεραθείς στο κρεβάτι σου.


Στο επόμενο μάθημα κορίτσια θα σας μάθω σκοποβολή με Γερμανικό Αεροβόλο
που παίρνει μολυβένια σκάγια, με Περίστροφο 38ρι και με..... Καραμπίνα με σκάγια
για Ιπποπόταμους. Μη φοβάστε και αυτό δεν έχει κανένα βαθμό επικινδυνότητας…
για εσάς τουλάχιστον!


                                                                                                                       Levina