19.2.13

Ταγκό Θανάτου


Γυναικείες Στάχτες 
Ιστορία 1η.

Τον περίμενε τον θάνατο, κάθε μέρα ερχόταν με την ίδια μορφή, είχε μάθει πια
να ζει μαζί του, να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, να του στρώνει το τραπέζι
και να κάθεται απέναντί του όσο εκείνος δοκίμαζε με μεγάλες μπουκιές
τα φαγητά της, βογκώντας και ρουθουνίζοντας από ευχαρίστηση.

Όσο εκείνη έλιωνε, τόσο εκείνος γέμιζε από την χαμένη ζωή της, λες και
η ζωή είναι σταλαγματιές που πέφτουν από τους πόρους του κορμιού
και τα γυμνά πέλματα του θανάτου περνούν επάνω τους και τις απορροφούν
σαν σφουγγάρι.
Παρατηρούσε το πρόσωπό του που είχε πια ένα ικτερικό χρώμα, τα σφιγμένα
σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, τα μεγάλα γαλάζια μάτια του που έμοιαζαν
άχρωμα καθώς κολυμπούσαν μέσα σε μια κίτρινη θάλασσα και αυτοί
οι σκούροι κύκλοι που σακούλιαζαν επάνω στα χλωμά του μάγουλα
σαν μαύρες σταγόνες που ετοιμαζόταν να πέσουν επάνω στο πιάτο του.
Κάποτε το είχε λατρέψει αυτό το πρόσωπο… όχι αυτό, εκείνο που λάτρευε
ήταν ένα γελαστό πρόσωπο, τα μάτια του την κοιτούσαν με λατρεία
ή μήπως όλα αυτά είναι της φαντασίας της.
Άραγε υπήρξε ποτέ εποχή που εκείνος την αγαπούσε?

'' Της το πες? '' την ρώτησε
'' Όχι ακόμα '' του απάντησε κι η φωνή της ήταν σιγότερη κι από ψίθυρο
'' Κανόνισε να της το πεις πως θα την πάρεις στο κομμωτήριο, για να μη το πω
εγώ με άλλο τρόπο, αρκετά σας τρέφω τόσα χρόνια εσένα και τις κόρες σου,
άχρηστες όλες σας, τέλος αυτά που ξέρατε. ''
Της είπε και χτύπησε δυνατά την γροθιά του στο τραπέζι κάνοντας τα πιάτα
να χορέψουν.
Ήθελε να του πει πως κι εκείνη δουλεύει τόσα χρόνια στο κομμωτήριο,
όλη μέρα ορθοστασία, ήθελε να του πει πως δεν ήταν μόνο δικές της κόρες,
ήταν και δικές του, όμως αυτός ποτέ δεν ήθελε κορίτσια, γιο ήθελε κι αυτή
δεν ήταν ικανή να του χαρίσει έναν γιο, να τον κάνει κι αυτόν λίγο ευτυχισμένο.
Μόνο κόρες γέννησε και μετά της είπαν οι γιατροί πως δεν θα κάνει άλλο παιδί .
Τότε άλλαξε εκείνος, άρχισε να χάνεται από το σπίτι, άρχισε να σηκώνει το
χέρι του επάνω της για το παραμικρό… γιατί δεν ήταν ζεστό το φαΐ του,
γιατί δεν είχε το πουκάμισο που ήθελε καθαρό, γιατί μίλησε στο τηλέφωνο,
γιατί έκλαψε το μωρό κι εκείνη χανόταν εμπρός στην ορμή του.
Που να έφευγε να πάει αφού δεν είχε κανέναν άλλο στην ζωή, γονείς,
αδέλφια, κανένα συγγενή κι εκείνος το ήξερε πως ήταν χωρίς συμπαραστάτη
κι όλο και περισσότερο ξεσπούσε επάνω της.
Και τώρα θέλει να βγάλει από το σχολείο την μεγάλη, να μην πάει στο Λύκειο,
να πιάσει δουλειά να βοηθά το σπίτι και πώς να το πει στο κορίτσι της που
είναι αριστούχο κι έχει μέλλον στα γράμματα?
Κατάπιε το σάλιο της μαζί με τον κόμπο που έκατσε στον λαιμό της κι έσκυψε
το κεφάλι. Εκείνος τέλειωσε το φαΐ του και χωρίς να της ρίξει μια ματιά
χάθηκε στην κρεβατοκάμαρα τους, άκουσε το κρεβάτι που έτριξε κάτω
από το σώμα του και σε λίγο ακουγόταν ο μονότονος ήχος της αναπνοής του
κι ένα ροχαλητό που έδειχνε πως είχε πια αποκοιμηθεί.
Μάζεψε το τραπέζι, έπλυνε τα πιάτα και αλαφροπατώντας πήγε να καθίσει
πίσω από την πόρτα να περιμένει τα κορίτσια από το σχολείο για να μη
χτυπήσουν το κουδούνι και τον ξυπνήσουν.

Μια εβδομάδα σπάραζε η μεγάλη που θα σταματούσε πια το σχολείο, έβριζε
θεούς και δαίμονες, έριχνε επάνω στην μάνα της το φταίξιμο που ήταν τόσο
αδύναμη να του εναντιωθεί, να σηκώσει κεφάλι, να τον καταγγείλει που
την έδερνε και τελευταία σήκωνε χέρι και στα κορίτσια, όχι τόσο στην μικρή
που είχε και τα ίδια γαλάζια μάτια με αυτόν, όσο στην μεγάλη που ήταν
ολόιδια η μάνα της.
Έτσι τις βρήκε ένα μεσημέρι που γύρισε νωρίτερα από την δουλειά του,
αγκαλιασμένες να κλαίνε και γυάλισε το μάτι του.
Άρχισε ο καυγάς και γρήγορα ξέφυγαν και τα λόγια και τα χέρια, έβγαλε
την ζώνη του κι άρχισε με λύσσα να βαρά την ξεροκέφαλη κόρη που
ούρλιαζε από τους πόνους ενώ η μάνα της προσπαθούσε να μπει μπροστά
να την προστατέψει.
Ξάφνου ένοιωσε ένα φρικτό πόνο στην κοιλιά , του έπεσε η ζώνη από τα χέρια
και δίπλωσε στα δυο . Τότε είδε το κουζινομάχαιρο που εξείχε από το σώμα του
και τα μαύρα μάτια της γυναίκας του να τον κοιτούν με όλο το μίσος που
ξεχείλιζε η καρδιά της γι αυτόν.
Λύγισε κι έγειρε στο πάτωμα, άκουγε μόνο φωνές γύρω του, το παιδί που
ούρλιαζε, η άλλη του κόρη που φώναζε – μπαμπά, μπαμπά- και μετά όλα
έσβησαν γύρω του.

Δυο μήνες μετά επέστρεψε σπίτι του, ήρθε η ίδια η γυναίκα του να τον
πάρει από το νοσοκομείο που οι γιατροί έδωσαν πραγματική μάχη για
να σωθεί η ζωή του. Είχε χάσει πολύ αίμα, είχε χτυπήσει ζωτικά όργανα
το μαχαίρι κι ακόμα κι εκείνη έδωσε αίμα για να σωθεί ο άντρας της.
Στην αρχή την συνέλαβαν, τρεις μέρες την κράτησαν και την ανέκριναν
κι εκείνη καθόταν χωρίς να μιλά και να τρώει περιμένοντας το τέλος , όμως
όταν εκείνος συνήλθε και μπόρεσε να ψελλίσει λίγα λόγια, ομολόγησε
πως εκείνος κρατούσε το μαχαίρι όταν γλίστρησε στην άκρη του χαλιού
και έγινε το κακό.
Δεν τολμούσε να πει πως αυτή η μύγα τον μαχαίρωσε , αυτόν που ήταν ένα
θεριό εμπρός της.
Δεν έχει σημασία αν τον πίστεψαν ή όχι, σημασία
είχε πως την άφησαν ελεύθερη να γυρίσει στο σπίτι και τα παιδιά της.
Κι εκείνη κάθε μέρα ετοίμαζε φαγητό και πήγαινε να τον δει στο νοσοκομείο.
Κάποια στιγμή που ήταν ολομόναχοι στον θάλαμο, αφού είχε συνέλθει πια
κι εκείνη ερχόταν κάθε μέρα και τον έβλεπε, μόλις τον είχε πλύνει και
του σκούπιζε το πρόσωπο, σκυμμένη καθώς ήταν πάνωθέ του ψιθύρισε …

'' Θα γυρίσεις σπίτι Μιχάλη, θα γίνεις καλός πατέρας για τα παιδιά μας, δεν
θα ξανασηκώσεις το χέρι σου σε καμία μας και η Δαφνούλα θα
τελειώσει το σχολείο, τ΄ ακούς ? Αλλιώς δεν θα σε αφήσω να
ξανακοιμηθείς ήσυχα στο μαξιλάρι σου, θα έχεις πάντα τον φόβο μου
γιατί θα σε σφάξω Μιχάλη, στ΄ ορκίζομαι κι ας γίνει ότι θέλει μετά. Εκτός
αν προλάβεις και με σφάξεις εσύ. '' Η φωνή της ήταν γεμάτη αποφασιστικότητα
και τα μάτια της του έλεγαν πως δεν αστειευόταν.

Στην αρχή ήταν απόμακρος, γύρισε στην δουλειά του και στο σπίτι έμοιαζε
σαν να κυκλοφορούσε το φάντασμά του, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, ούτε
ρωτούσε, ούτε διέταζε πια, μόνο ερχόταν, έτρωγε και κοιμόταν ή
καθόταν εμπρός στην τηλεόραση μέχρι να ξαναφύγει για την δουλειά του
το άλλο πρωί. Κάποια μέρα που εκείνη μάζευε με την μικρή το τραπέζι
γύρισε και της είπε
'' Πολύ καλή μαγείρισσα είσαι Βασιλική ''
και κάποια άλλη φορά πάλι που του έδωσε ένα ποτήρι νερό η μεγάλη
της είπε '' Ευχαριστώ '' Ποτέ δεν τους είχε μιλήσει έτσι .

Μια αφύσικη ησυχία απλώνονταν πάνω από το σπίτι τους, λες και θα
ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό η καταιγίδα κι όλες περίμεναν πότε θα
γινόταν αυτό.
Ένα απόγευμα εκεί που έβλεπε τηλεόραση φώναξε την μεγάλη που ήρθε
απρόθυμα να δει τι την θέλει.
'' Διαβάζεις, τι διαβάζεις ? '' την ρώτησε
'' Έκθεση γράφω πατέρα '' του απάντησε παραξενεμένη. Από πότε
εκείνος ενδιαφερόταν για τα μαθήματά της? Δεκατέσσερα χρόνια
δεν είχε ενδιαφερθεί γι αυτήν.
'' Τι θέμα? '' συνέχισε εκείνος και για πρώτη φορά μετά από καιρό την
κοίταξε κατάματα. Ρίγησε το κορίτσι κάτω από αυτό το γαλάζιο βλέμμα.
'' Δεν το έχω βρει ακόμα, ελεύθερο θέμα έχουμε .''
'' Θα στο πω εγώ το θέμα Δαφνούλα, γράψε για έναν πατέρα που δεν
κατάλαβε ποτέ του πως είχε οικογένεια. Άριστα θα πάρεις. ''


____                                              Levina

15.2.13

Kαταπολεμήστε το Άγχος... Μάθημα 1ον


Σήμερα θα σας κάνω μαθήματα ξυλοτεχνικής … που λέει ο λόγος.
Πρόκειται για ανάρτηση με γερές αναρτήσεις, προφυλάξεις κατά την διεξαγωγή
του μαθήματος και γερά νεύρα.
Το συγκεκριμένο μάθημα βοηθά 1ον στην καταπολέμηση του άγχους ,
2ον  στην καταπολέμηση της κυτταρίτιδας,
3ον στην σύσφιξη των Δικέφαλων μυών (μπούτι δλδ),
των Τρικέφαλων (μπράτσα), των Κοιλιακών και
των Γλουτιαίων ( κοίτα πίσω σου…ναι αυτό που εξέχει είναι) .
Βέβαια καταπονεί την Θωρακοοσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης
αλλά βρε παιδί μου, εμπρός στα κάλλη τι είναι ο πόνος?
Αρχίζουμε με ….
Βάζουμε την μπαγκαζιέρα πίσω από το θωρηκτό και αμολάμε στα βουνά Ωλαρία Ωλαλά


Φοράμε τα γάντια για να μη σπάσει το νύχι και πλακώνουμε με το αλυσοπρίονο ότι
υπάρχει ένα γύρω και το φορτώνουμε στην μπαγκαζιέρα.




Ερχόμαστε στην οικία, ξεκοτσάρουμε την μπαγκαζιέρα και φέρνουμε τα λάφυρα
στην ράμπα … σε όλα αυτά βέβαια έχουμε και τον απαραίτητο βοηθό γιατί
πώς να το κάνουμε? Ως Γυναίκαι έχουμε μικρή ιπποδύναμη για να σύρουμε
και μισό τόνο μπαγκαζιέρα!
Και αφού μας φέρουν τα λάφυρα στο σπίτι και μας τα παρατάνε εμείς τι κάνουμε κορίτσια? Μα φυσικά ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΔΑΦΟΥΣ.
Οι παρακάτω σκηνές που θα δεις και θα σου κόψουν την ανάσα σε πληροφορώ
πως έχουν γυριστεί χωρίς την βοήθεια κασκαντέρ .


Βουτάμε μια στοίβα ξύλα και την πατικώνουμε στο έδαφος.
Ανάβουμε το αλυσοπρίονο … έλα δεν θέλω πως? Το πατάμε με το ποδαράκι στο έδαφος
( άσε αυτά που είδες στον «Δρόμο με τις Λεύκες» που ο Φρέντυ Κρούγκερ το ανάβει στον αέρα , εσύ θα το κάνεις με τις δικές μου οδηγίες)  πιάνουμε την άκρη από το σκοινί και τραβάμε
με δύναμη να σφίξει και ο ένας τρικέφαλος που λέγαμε, τον άλλον θα τον
δουλέψουμε αργότερα .
Παίρνει εμπρός αυτό το ρημάδι και τότε πατάμε με την γαλότσα με όλο μας το μίσος
τα ξύλα και λέμε…
- Άτιμε θα πεθάνεις!
Δεν έχει σημασία που δεν υπάρχει ο άτιμος εκεί, εσύ κατευνάζεις τα νεύρα σου σκίζοντας
ξύλα στα δυο!
Το όλο εγχείρημα έχει κι ένα βαθμό επικινδυνότητας όμως κι όταν οδηγείς το ίδιο
επικίνδυνα δεν είναι … για τους άλλους?
Εδώ να προσθέσουμε πως , μη φοβάσαι δεν σπάει το νύχι με τα ξύλα, φτάνει να μη το
βάλεις για να βιδώσεις το καπάκι του λαδιού όπως η υποφαινόμενη .
Τέλος όταν έχεις μπαϊλντίσει από την ψυχοθεραπεία του κατευνασμού νεύρων,
σου έχει πιαστεί κι ο ραχιαίος κι έχει βουλώσει και το αριστερό αυτί, κάνεις
μια έτσι και κλείνεις το διακοπτάκι . Τέλος με το αλυσοπρίονο.
Το επιστρέφεις στη θέση του κι ούτε γάτα , ούτε ζημιά.



Τώρα έχεις να στοιβάξεις την πραμάτεια σου στην θέση της, να σκουπίσεις και τα
πριονίδια που έκανες για να μη βρέξει και μπουκώσει το φρεάτιο, να πλύνεις
τα καζάντια σου και μετά μπορείς να πάρεις την θερμοφόρα και να πας
να ξεραθείς στο κρεβάτι σου.


Στο επόμενο μάθημα κορίτσια θα σας μάθω σκοποβολή με Γερμανικό Αεροβόλο
που παίρνει μολυβένια σκάγια, με Περίστροφο 38ρι και με..... Καραμπίνα με σκάγια
για Ιπποπόταμους. Μη φοβάστε και αυτό δεν έχει κανένα βαθμό επικινδυνότητας…
για εσάς τουλάχιστον!


                                                                                                                       Levina

14.2.13

Πολύτιμό Μου








Eίσαι ένα ξεχωριστό πρόσωπο για μένα
έχεις τόση αξία όση έχει και για ένα παιδί το κόκκινο μπαλόνι του
όση αξία έχει για μια καρδερίνα η ελευθερία
κι ας είναι τόσο συνηθισμένο το πρόσωπό σου
τα μάτια σου ας μην έχουν κάποιο ιδιαίτερο σχήμα ή χρώμα
Eίσαι ένας Άντρας που στέκεται σαν μια μεγάλη πέτρα εμπρός μου
σε αυτή μπορώ να στηρίξω το βάρος μου σαν γέρνω κουρασμένη
αυτή με κρατά να μη κατρακυλίσω σε μονοπάτια που γλιστρούν
Eίσαι ένας Άντρας που μοιάζει με δέντρο χιλιόχρονο
σταθερά στην γη ριζωμένο , με στρεβλωμένα
από τον χρόνο κλωνάρια φυλλοβόλα     κι όμως
τα Καλοκαίρια μου κάτω από τον κορμό σου ξαπλώνω το κορμί μου
για να γλιτώνω την κάψα των μεσημεριών και χαζεύω τις σπασμένες
αχτίδες του ήλιου που προσπαθώντας να με φτάσουν χάνονται μέσα σου
Eίσαι ένας Άντρας απαλός σαν μωρουδιακή κουβέρτα που την τυλίγω
γύρω μου και χώνω ανάμεσα στις δίπλες της το πρόσωπό μου για να πάρω
βαθιές ανάσες που μυρίζουν μέλι και βρεγμένη γη και σπόρους σταριού
Eίσαι ένα ξεχωριστό πρόσωπο για μένα κι αν ποτέ δεν στο ΄χω πει
να ξέρεις
έχεις τόση αξία όση έχει η κάθε ανάσα που παίρνω στον καθαρό αέρα


                                                                                                          Levina






13.2.13

Όσο ζω μαθαίνω





Είμαι σουλτανοφάγα πώς να το κρύψωμεν άλλωστε?
Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που έχω κολλήσει σε τηλεοπτικά σήριαλ
 κι αυτό γιατί από μικρή δεν με εντυπωσίαζε το γεγονός να με βάζουν να περιμένω
έναν χρόνο για να δω το τέλος μιας ιστορίας.
Για να καταλάβετε, εγώ είτε φιλμ δω , είτε βιβλίο διαβάσω θέλω πρώτα το τέλος,
έτσι είναι το χούι μου.
Την πρώτη φορά ήμουν μικρή κι άμαθη και κόλλησα στο Τόλμη και Γοητεία μετά μανίας.
Για μήνες παρακολουθούσα τα βάσανα της Μπρουκ, πως την κυνηγούσε η πεθερά που
δεν την ήθελε, πως η Μπρουκ σκάρωνε συνομωσίες για να ξεφύγει, πως πήρε τον πεθερό
και έκανε παιδί για να εκδικηθεί την πεθερά …πως μπήκε κι άλλη γυναίκα που την ήθελε
η πεθερά και δεν την ήθελε η Μπρουκ… μέχρι που βαρέθηκα αυτό το αλισβερίσι ‘ ποιος
έχει σειρά να πηδήξουμε σήμερα’ και για να μην πηδάνε την νοημοσύνη μου το έκοψα
το σπορ.
Έμαθα όμως να κάνω αμερικανιές, να μιλάω με μισό στόμα και να λέω γουατ γιου σέι βρε?

Την δεύτερη φορά κόλλησα με την τυφλή Εσμελάλδα ! Μέχρι που ήθελα να σκοτώσω
τον μουντρούχο που πήγε να την βιάσει και την άφησε τυφλή ενώ εκείνη ήταν ερωτευμένη
με έναν άλλον πλούσιο και του έκατσε και την άφησε ολίγον έγκυο κι εγώ έπασχα μαζί της,
 περίμενα πως και πώς να αποκαλυφθεί η αλήθεια και η Εσμελάλδα να γίνει καλά , να
πάρει και το παιδί της που το είχε κάνει χωρίς να το ξέρει ο αγαπημένος της και να τρέχει
στα λιβάδια ξέγνοιαστη κι ευτυχισμένη.
Έδωσε επιτέλους και μετά από εκατόν πενήντα επεισόδια είχε αίσιο τέλος αυτό …
σιγά δηλαδή που δεν θα είχε!
Έμαθα όμως ισπανοβραζιλιάνικα, κορασόν είναι η καρδιά, μι ίχο είναι ο γιος μου
κι άλλα τέτοια ευτράπελα που τα πέταγα σαν σφαίρες γύρω μου.

Τρίτη φορά ήταν η Βέρα στο Δεξί και κάθε απόγευμα βρέξει χιονίσει , εγώ και το
βελονάκι μου αγκαλιά –γιατί μου είναι αδύνατον να μην κάνω κάτι με τα χέρια μου
και να κάθομαι ακίνητη, θα φάω τα νύχια μου -  να βλέπουμε τις περιπέτειες του
Στράτου και της Ρεγγίνας.
Αυτό κράτησε λίγο παραπάνω, οπότε πρόλαβα να πλέξω δυο άχρηστα πουλόβερ, ένα σκουφί,
τρία πεντάμετρα κασκόλ , μέχρι που τελείωσε κι αυτό με αίσιο φυσικά τέλος και
πολύ το χάρηκα που ο απαίσιος Κατρανίδης πήρε αυτό που του άξιζε και δεν
κατάφερε να τους σκοτώσει.
Έμαθα να κάνω κρόσσια, ανεβατό, κοφτό, πισογυριστό και να κόβω τα κασκόλ στην μέση.

Και να που τώρα κόλλησα στον Σουλτάνο και τις Σουλτάνες του !
Πολύ ωραίο σήριαλ, επιμορφωτικό … Οι Τούρκοι έγιναν κατακτητές του κόσμου
και δεν άνοιξε ρουθούνι, εσείς το ξέρατε αυτό? Έμπαιναν πολιτισμένα με σειρά,
τραγουδώντας – ω λαρία ω λαρά – στις πόλεις που κατακτούσαν και δεν τις γκρέμιζαν
εκ βάθρων, δεν έσφαζαν, δεν βίαζαν, δεν ανασκολόπιζαν τους άπιστους που είχαν
αντισταθεί!
Μόνο στην Λυρική σκηνή της Βιέννης δεν είδαμε τον Σουλτάνο να ακούει Μπαχ!
Και μετά γυρνούσαν στην πατρίδα κι έγραφαν ποιήματα στις σουλτάνες τους,
τους έπαιζαν βιολί … τόση ευγένεια λέμε , τόση ανθρωπιά και εκείνες ντυμένες ,
στολισμένες με την Άρτα και τα Γιάννενα μαζί, με μαλλί κομμωτηρίου να περιμένουν
πότε θα τις ευλογήσει ο Σουλτάνος και όλο δολοπλοκίες να είναι μεταξύ τους….
Μεταξύ μας αν ήμουν ο Σουλτάνος θα προτιμούσα να ήμουν καβάλα στον ψαρή
με ένα σάντουιτς τόνο σε καθημερινή βάση παρά να γυρίζω σε αυτή την
σφηκοφωλιά με διακόσιες γυναίκες ξαναμμένες για … εξουσία.
Όλες να είναι κορμάρες βρε παιδί μου … πως γίνεται αυτό? Να κάθεσαι όλη μέρα,
μέχρι και τα ποδάρια άλλη να στα πλένει, να τρως τα χίλια καλά, να πίνεις
τα σερμπέτια σου και να έχεις και κορμί σπαθί! Κάπως αλλιώς τις ήξερα εγώ τις σουλτάνες …
τροφαντές, αραγμένες στους οντάδες με το μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα, με τους
χαλβάδες και τα λουκούμια τους , με τους ευνούχους να ικανοποιούν και κανένα βίτσιο …
και την ιστορία κάπως αλλιώς την έχω μάθει , κάτι για σφαγές, κάτι για παιδομαζώματα, κάτι για δουλεμπόριο λευκής σάρκας, κάτι για  βασανισμούς, αποκεφαλισμούς κι άλλα σε -ισμούς , αλλά εδώ θα κολλήσουμε?
Μια χαρά προπαγάνδα περνάει η γείτονα χώρα με τα σήριαλ που μοιράζει δεξαριστερά
κι εμείς έχουμε μείνει στον Μάικ το Φασολάκι  που μόνο σε ενέσιμο δεν μας το έχουν δώσει, ούτε ο Ελύτης δεν έχει διαφημιστεί τόσο πια  και δεν υπάρχουν λεφτά για επενδύσεις
σε δικές μας σειρές.

Ξέρω θα έχετε φρίξει  μαζί μου
… εξ άλλου κανένας σας πια δεν βλέπει τηλεόραση, όλοι λένε πως
την έχουν κλειστή, πως την έχουν για να βάζουν το πετσετάκι της γιαγιάς επάνω,
πως θέλουν να την πετάξουν.

Οπότε μια χαρά σας ενημέρωσα για τα τηλεοπτικά τεκταινόμενα των τελευταίων
τριάντα χρόνων που είμαι απόλυτα σίγουρη πως δεν τα ξέρετε και δεν
τα έχετε παρακολουθήσει.
Εμένα θα ρωτάτε που βλέπω τηλεόραση από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί ,
να σας λύνω τις απορίες!

                                                                Levina



12.2.13

Έτσι... χωρίς πρόγραμμα


Λοιπόν  σήμερα  δεν έχω κάτι σημαντικό να γράψω, όχι πως δεν υπάρχουν κείμενα
ή στίχοι ή διάφορα να τα περάσω απλά στην ανάρτηση, δεν θέλω να το κάνω.



                                                             Καπανδρίτι - το ρέμα έγινε χείμαρρος και βγαίνει στην λίμνη του Μαραθώνα

Θέλω να γράψω για το πώς κάποια στιγμή μετά από δυο χρόνια που έχω
αυτό το μπλοκ εγκλωβίστηκα μέσα του, στην εικόνα που έπλασα και που την έβαλα
μέσα σε παρενθέσεις, αυτό ακριβώς που ήθελα να αποφύγω όταν δημιούργησα το
μπλοκ μου, να βγω από τις παρενθέσεις της ζωής και να γράφω και να λέω ότι θέλω
κι όμως να που βρέθηκα και πάλι εγκλωβισμένη να σκέφτομαι σε κάθε ανάρτηση
δυο και τρεις φορές αν είναι σωστό αυτό να το κάνω, αν είναι σωστό αυτό να το πω,
μήπως κάποιος νομίζει πως γράφω γι αυτόν, μήπως κάποιος παρεξηγήσει τα γραφόμενά μου .

                                                                                     ένα πλατανόφυλλο στην μοναχική του πορεία αρμενίζει προς την λίμνη

Εγκλωβίστηκα και εδώ και λίγους μήνες αυτές οι σκέψεις έγιναν θηλιά,
γι αυτό και αραίωσα τις αναρτήσεις μου.
Ήθελα να βγάζω τα καλά μου, τα άσχημά μου, στίχους που είναι αρλούμπες, κείμενα
που δεν λένε τίποτα, άλλα πάλι που έχουν γραφτεί επάνω σε συναισθηματική φόρτιση,
άλλα που είναι γραμμένα έτσι δίχως σκέψη, αλλά όλα δικά μου χωρίς ποτέ να ζητούν
να πάρουν το βραβείο τελειότητας.
Έτσι κι αλλιώς σκεφτόμουν πως δεν με ξέρει κανένας και να γελάσει κάποιος με όλο αυτό
θα γελάσει με την Levina όχι με εμένα ! Ώσπου συνειδητοποίησα πως δεν είμαι δυο
αλλά ένα, πως η Levina δεν είναι ο καραγκιόζης που τον στέλνουμε εμπρός να
διασκεδάσει την ομήγυρη κι εμείς που του γράψαμε τα λόγια παραμένουμε στα μετόπισθεν.
Δεν ξέρω πως τα είχα σκεφτεί έτσι και πως έπεσα σε μια παγίδα που δεν θα έπεφτα
στην πραγματική μου ζωή.

οι κοτούλες πήραν το καλαμπόκι τους κι εγώ πήρα απ΄ αυτές δυο αυγουλάκια

Αποφάσισα λοιπόν πως τα σφιχτά δεσμά δεν μου αρέσουν, με κόβουν και λιγάκι
και μου φέρνουν και φαγούρα, οπότε τέλος οι συσκέψεις εντός του μυαλού μου
που κοντεύει να κουρκουτιάσει  με τόσα που το γεμίζω και ότι βρέχει θα κατεβάζει.
Δεν γίνεται να δημιουργώ ένα μπλοκ προς εκτόνωση και να το κάνω κι αυτό γόρδιο δεσμό!
Έτσι λοιπόν ότι δείτε εδώ γραμμένο στο εξής, δεν έχει να κάνει με κανέναν από
την μπλοκογειτονιά μας, δεν ζητάει τα εύσημα, δεν έχω αυτοκτονικές τάσεις
αν διαβάσετε  τίποτα μαύρο κι άραχλο , αν μιλάει για έρωτα, για πουλιά,
σύννεφα και λουλούδια , απλά έτσι μου βγήκε. Η Levina δεν είναι κάτι ξεχωριστό,
έχει  τα ίδια ελαττώματα και προτερήματα που έχει όλος ο κόσμος σε μικρότερο
ή σε μεγαλύτερο βαθμό και ξέρει πολύ καλά ποια είναι ,τι θέλει και τι μπορεί να κάνει,
το κυριότερο … δεν τρέφει αυταπάτες και έχει τα πόδια της σταθερά καρφωμένα
στο χώμα του κήπου της, κάτι σαν την Μουριά ή την Κερασιά της.

Τα είπα και χαλάρωσα πια.


                                                                                                           Levina







10.2.13

Εγώ κι Αυτός







Δεν γράφω πια συνειδητά 
αφού στέγνωσε σαν την έρημο και το μυαλό 
και μόνα τους τα δάχτυλα αργοσέρνονται 
κρατώντας το μολύβι 
έτσι από συνήθειο είναι αυτό 
λες π΄ απέμεινε να θυμίζει 
πως κάποτε  με ανοιχτά τα μάτια ονειρευόμουν 
και σε μια παιδική αθωότητα πίστευα πως τάχα 
αυτή υπήρχε πίσω από το χαμόγελο π’ αντίκριζα στο βλέμμα σου
αυτό το βλέμμα που καθάριο το βάφτισα στα νερά της ύπαρξης μου
πως τους χρόνους τους επόμενους 
θα γέμιζε με νεύματα με λέξεις με σιωπές . 
Μα βιάστηκες τόσο να ξεμακρύνεις,
ομοαίματε εαυτέ μου  
σα να μη με γνώρισες ποτέ 
στο ίδιο ράφι με τις κούκλες που μισούσες να με βάλεις, 
έτσι κι εγώ να σκονίζομαι ακίνητη
να σε παρατηρώ να περιφέρεσαι μέσα σε ένα άδειο σπίτι , 
να μετράω τα ματωμένα των ποδιών σου χνάρια 
και τα αμέτρητα γιατί που 
στόλισες μ΄ αυτά τους τοίχους σου , 
να καταδύεσαι μέσα στις λίμνες των ψευδαισθήσεων
μόνη και μόνη και πάλι μόνη .  
Τα ίδια λάθη έκανες και 
το δικαίωμα να σε μαλώσω το αφαίρεσες  
καθώς  πίσω από τους πάγους κρύφτηκες και δεν κατάλαβες
πως ο εαυτός σου ήμουν, ο εαυτός μου είσαι και τώρα
χάνεσαι και χάνομαι , 
απομεσήμερο και δειλινό και νύχτωσε και    
δεν περιμένω άλλο ξημέρωμα 
κουράστηκα να μετράω ξημερώματα …


                                                                                                                Levina










9.2.13

Σαβίγια






Για ένα πράσινο χλωμό φεγγάρι θα έδινε και την ζωή του
Της το ΄ταξε σαν χάνονταν μες στο λευκό κορμί της
τις ώρες που τα ρόδα στενάζαν από μοναξιά
και στα νερά της Μερουάν εν ' άγριο γεράκι
το μοιρολόι του άφηνε να σεργιανάει στην νύχτα

Τα μάτια μισόκλειστα, με μαύρη σκιά κρύβει το βλέμμα
γύρω απ΄ τον λαιμό πετράδια στραφταλίζουνε
του ιδρού της οι σταλαγματιές κι αυτά τ΄ αγαπημένα χέρια
περιστεριού φτερούγες πάλλευκες ανοιγοκλείνανε με νάζι
σ΄ ένα χορό ατέλευτο το πύρωμα του έρωτα αγκαλιά κρατούνε

Μέσα στον Νότιο άνεμο σκορπούνε τα λιβάνια
Ανατολής αρώματα κι αυτός σπονδή να κάνει θέλει
στο μικρό του αφαλού κοχύλι ΄ το γύρισμα της ροδαυγής
επάνω του αγκιστρώθηκε κι η πρώτη ματιά του ήλιου
τον ήβρε να μεθοκοπά στα θρύψαλα των βράχων
μ΄ ένα στιλέτο αγκαλιά για την αγάπη να υποφέρει

Τα χνάρια των Βερβέρων στην διψασμένη άμμο μέτρησε
κάθε χνάρι μια κόκκινη σταλαγματιά δικό του αίμα
Λίγο πριχού την τελευταία ανάσα χάσει'
Μες το καταμεσήμερο
Σαβίγια βόγγηξε ο κάλυκας του ρόδου
Σαβίγια αναστέναξε ο Λίβας της ερήμου
Για μια Σαβίγια βούτηξε στα σκοτεινά του κάτω κόσμου


Levina