14.2.13

Πολύτιμό Μου








Eίσαι ένα ξεχωριστό πρόσωπο για μένα
έχεις τόση αξία όση έχει και για ένα παιδί το κόκκινο μπαλόνι του
όση αξία έχει για μια καρδερίνα η ελευθερία
κι ας είναι τόσο συνηθισμένο το πρόσωπό σου
τα μάτια σου ας μην έχουν κάποιο ιδιαίτερο σχήμα ή χρώμα
Eίσαι ένας Άντρας που στέκεται σαν μια μεγάλη πέτρα εμπρός μου
σε αυτή μπορώ να στηρίξω το βάρος μου σαν γέρνω κουρασμένη
αυτή με κρατά να μη κατρακυλίσω σε μονοπάτια που γλιστρούν
Eίσαι ένας Άντρας που μοιάζει με δέντρο χιλιόχρονο
σταθερά στην γη ριζωμένο , με στρεβλωμένα
από τον χρόνο κλωνάρια φυλλοβόλα     κι όμως
τα Καλοκαίρια μου κάτω από τον κορμό σου ξαπλώνω το κορμί μου
για να γλιτώνω την κάψα των μεσημεριών και χαζεύω τις σπασμένες
αχτίδες του ήλιου που προσπαθώντας να με φτάσουν χάνονται μέσα σου
Eίσαι ένας Άντρας απαλός σαν μωρουδιακή κουβέρτα που την τυλίγω
γύρω μου και χώνω ανάμεσα στις δίπλες της το πρόσωπό μου για να πάρω
βαθιές ανάσες που μυρίζουν μέλι και βρεγμένη γη και σπόρους σταριού
Eίσαι ένα ξεχωριστό πρόσωπο για μένα κι αν ποτέ δεν στο ΄χω πει
να ξέρεις
έχεις τόση αξία όση έχει η κάθε ανάσα που παίρνω στον καθαρό αέρα


                                                                                                          Levina






13.2.13

Όσο ζω μαθαίνω





Είμαι σουλτανοφάγα πώς να το κρύψωμεν άλλωστε?
Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που έχω κολλήσει σε τηλεοπτικά σήριαλ
 κι αυτό γιατί από μικρή δεν με εντυπωσίαζε το γεγονός να με βάζουν να περιμένω
έναν χρόνο για να δω το τέλος μιας ιστορίας.
Για να καταλάβετε, εγώ είτε φιλμ δω , είτε βιβλίο διαβάσω θέλω πρώτα το τέλος,
έτσι είναι το χούι μου.
Την πρώτη φορά ήμουν μικρή κι άμαθη και κόλλησα στο Τόλμη και Γοητεία μετά μανίας.
Για μήνες παρακολουθούσα τα βάσανα της Μπρουκ, πως την κυνηγούσε η πεθερά που
δεν την ήθελε, πως η Μπρουκ σκάρωνε συνομωσίες για να ξεφύγει, πως πήρε τον πεθερό
και έκανε παιδί για να εκδικηθεί την πεθερά …πως μπήκε κι άλλη γυναίκα που την ήθελε
η πεθερά και δεν την ήθελε η Μπρουκ… μέχρι που βαρέθηκα αυτό το αλισβερίσι ‘ ποιος
έχει σειρά να πηδήξουμε σήμερα’ και για να μην πηδάνε την νοημοσύνη μου το έκοψα
το σπορ.
Έμαθα όμως να κάνω αμερικανιές, να μιλάω με μισό στόμα και να λέω γουατ γιου σέι βρε?

Την δεύτερη φορά κόλλησα με την τυφλή Εσμελάλδα ! Μέχρι που ήθελα να σκοτώσω
τον μουντρούχο που πήγε να την βιάσει και την άφησε τυφλή ενώ εκείνη ήταν ερωτευμένη
με έναν άλλον πλούσιο και του έκατσε και την άφησε ολίγον έγκυο κι εγώ έπασχα μαζί της,
 περίμενα πως και πώς να αποκαλυφθεί η αλήθεια και η Εσμελάλδα να γίνει καλά , να
πάρει και το παιδί της που το είχε κάνει χωρίς να το ξέρει ο αγαπημένος της και να τρέχει
στα λιβάδια ξέγνοιαστη κι ευτυχισμένη.
Έδωσε επιτέλους και μετά από εκατόν πενήντα επεισόδια είχε αίσιο τέλος αυτό …
σιγά δηλαδή που δεν θα είχε!
Έμαθα όμως ισπανοβραζιλιάνικα, κορασόν είναι η καρδιά, μι ίχο είναι ο γιος μου
κι άλλα τέτοια ευτράπελα που τα πέταγα σαν σφαίρες γύρω μου.

Τρίτη φορά ήταν η Βέρα στο Δεξί και κάθε απόγευμα βρέξει χιονίσει , εγώ και το
βελονάκι μου αγκαλιά –γιατί μου είναι αδύνατον να μην κάνω κάτι με τα χέρια μου
και να κάθομαι ακίνητη, θα φάω τα νύχια μου -  να βλέπουμε τις περιπέτειες του
Στράτου και της Ρεγγίνας.
Αυτό κράτησε λίγο παραπάνω, οπότε πρόλαβα να πλέξω δυο άχρηστα πουλόβερ, ένα σκουφί,
τρία πεντάμετρα κασκόλ , μέχρι που τελείωσε κι αυτό με αίσιο φυσικά τέλος και
πολύ το χάρηκα που ο απαίσιος Κατρανίδης πήρε αυτό που του άξιζε και δεν
κατάφερε να τους σκοτώσει.
Έμαθα να κάνω κρόσσια, ανεβατό, κοφτό, πισογυριστό και να κόβω τα κασκόλ στην μέση.

Και να που τώρα κόλλησα στον Σουλτάνο και τις Σουλτάνες του !
Πολύ ωραίο σήριαλ, επιμορφωτικό … Οι Τούρκοι έγιναν κατακτητές του κόσμου
και δεν άνοιξε ρουθούνι, εσείς το ξέρατε αυτό? Έμπαιναν πολιτισμένα με σειρά,
τραγουδώντας – ω λαρία ω λαρά – στις πόλεις που κατακτούσαν και δεν τις γκρέμιζαν
εκ βάθρων, δεν έσφαζαν, δεν βίαζαν, δεν ανασκολόπιζαν τους άπιστους που είχαν
αντισταθεί!
Μόνο στην Λυρική σκηνή της Βιέννης δεν είδαμε τον Σουλτάνο να ακούει Μπαχ!
Και μετά γυρνούσαν στην πατρίδα κι έγραφαν ποιήματα στις σουλτάνες τους,
τους έπαιζαν βιολί … τόση ευγένεια λέμε , τόση ανθρωπιά και εκείνες ντυμένες ,
στολισμένες με την Άρτα και τα Γιάννενα μαζί, με μαλλί κομμωτηρίου να περιμένουν
πότε θα τις ευλογήσει ο Σουλτάνος και όλο δολοπλοκίες να είναι μεταξύ τους….
Μεταξύ μας αν ήμουν ο Σουλτάνος θα προτιμούσα να ήμουν καβάλα στον ψαρή
με ένα σάντουιτς τόνο σε καθημερινή βάση παρά να γυρίζω σε αυτή την
σφηκοφωλιά με διακόσιες γυναίκες ξαναμμένες για … εξουσία.
Όλες να είναι κορμάρες βρε παιδί μου … πως γίνεται αυτό? Να κάθεσαι όλη μέρα,
μέχρι και τα ποδάρια άλλη να στα πλένει, να τρως τα χίλια καλά, να πίνεις
τα σερμπέτια σου και να έχεις και κορμί σπαθί! Κάπως αλλιώς τις ήξερα εγώ τις σουλτάνες …
τροφαντές, αραγμένες στους οντάδες με το μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα, με τους
χαλβάδες και τα λουκούμια τους , με τους ευνούχους να ικανοποιούν και κανένα βίτσιο …
και την ιστορία κάπως αλλιώς την έχω μάθει , κάτι για σφαγές, κάτι για παιδομαζώματα, κάτι για δουλεμπόριο λευκής σάρκας, κάτι για  βασανισμούς, αποκεφαλισμούς κι άλλα σε -ισμούς , αλλά εδώ θα κολλήσουμε?
Μια χαρά προπαγάνδα περνάει η γείτονα χώρα με τα σήριαλ που μοιράζει δεξαριστερά
κι εμείς έχουμε μείνει στον Μάικ το Φασολάκι  που μόνο σε ενέσιμο δεν μας το έχουν δώσει, ούτε ο Ελύτης δεν έχει διαφημιστεί τόσο πια  και δεν υπάρχουν λεφτά για επενδύσεις
σε δικές μας σειρές.

Ξέρω θα έχετε φρίξει  μαζί μου
… εξ άλλου κανένας σας πια δεν βλέπει τηλεόραση, όλοι λένε πως
την έχουν κλειστή, πως την έχουν για να βάζουν το πετσετάκι της γιαγιάς επάνω,
πως θέλουν να την πετάξουν.

Οπότε μια χαρά σας ενημέρωσα για τα τηλεοπτικά τεκταινόμενα των τελευταίων
τριάντα χρόνων που είμαι απόλυτα σίγουρη πως δεν τα ξέρετε και δεν
τα έχετε παρακολουθήσει.
Εμένα θα ρωτάτε που βλέπω τηλεόραση από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί ,
να σας λύνω τις απορίες!

                                                                Levina



12.2.13

Έτσι... χωρίς πρόγραμμα


Λοιπόν  σήμερα  δεν έχω κάτι σημαντικό να γράψω, όχι πως δεν υπάρχουν κείμενα
ή στίχοι ή διάφορα να τα περάσω απλά στην ανάρτηση, δεν θέλω να το κάνω.



                                                             Καπανδρίτι - το ρέμα έγινε χείμαρρος και βγαίνει στην λίμνη του Μαραθώνα

Θέλω να γράψω για το πώς κάποια στιγμή μετά από δυο χρόνια που έχω
αυτό το μπλοκ εγκλωβίστηκα μέσα του, στην εικόνα που έπλασα και που την έβαλα
μέσα σε παρενθέσεις, αυτό ακριβώς που ήθελα να αποφύγω όταν δημιούργησα το
μπλοκ μου, να βγω από τις παρενθέσεις της ζωής και να γράφω και να λέω ότι θέλω
κι όμως να που βρέθηκα και πάλι εγκλωβισμένη να σκέφτομαι σε κάθε ανάρτηση
δυο και τρεις φορές αν είναι σωστό αυτό να το κάνω, αν είναι σωστό αυτό να το πω,
μήπως κάποιος νομίζει πως γράφω γι αυτόν, μήπως κάποιος παρεξηγήσει τα γραφόμενά μου .

                                                                                     ένα πλατανόφυλλο στην μοναχική του πορεία αρμενίζει προς την λίμνη

Εγκλωβίστηκα και εδώ και λίγους μήνες αυτές οι σκέψεις έγιναν θηλιά,
γι αυτό και αραίωσα τις αναρτήσεις μου.
Ήθελα να βγάζω τα καλά μου, τα άσχημά μου, στίχους που είναι αρλούμπες, κείμενα
που δεν λένε τίποτα, άλλα πάλι που έχουν γραφτεί επάνω σε συναισθηματική φόρτιση,
άλλα που είναι γραμμένα έτσι δίχως σκέψη, αλλά όλα δικά μου χωρίς ποτέ να ζητούν
να πάρουν το βραβείο τελειότητας.
Έτσι κι αλλιώς σκεφτόμουν πως δεν με ξέρει κανένας και να γελάσει κάποιος με όλο αυτό
θα γελάσει με την Levina όχι με εμένα ! Ώσπου συνειδητοποίησα πως δεν είμαι δυο
αλλά ένα, πως η Levina δεν είναι ο καραγκιόζης που τον στέλνουμε εμπρός να
διασκεδάσει την ομήγυρη κι εμείς που του γράψαμε τα λόγια παραμένουμε στα μετόπισθεν.
Δεν ξέρω πως τα είχα σκεφτεί έτσι και πως έπεσα σε μια παγίδα που δεν θα έπεφτα
στην πραγματική μου ζωή.

οι κοτούλες πήραν το καλαμπόκι τους κι εγώ πήρα απ΄ αυτές δυο αυγουλάκια

Αποφάσισα λοιπόν πως τα σφιχτά δεσμά δεν μου αρέσουν, με κόβουν και λιγάκι
και μου φέρνουν και φαγούρα, οπότε τέλος οι συσκέψεις εντός του μυαλού μου
που κοντεύει να κουρκουτιάσει  με τόσα που το γεμίζω και ότι βρέχει θα κατεβάζει.
Δεν γίνεται να δημιουργώ ένα μπλοκ προς εκτόνωση και να το κάνω κι αυτό γόρδιο δεσμό!
Έτσι λοιπόν ότι δείτε εδώ γραμμένο στο εξής, δεν έχει να κάνει με κανέναν από
την μπλοκογειτονιά μας, δεν ζητάει τα εύσημα, δεν έχω αυτοκτονικές τάσεις
αν διαβάσετε  τίποτα μαύρο κι άραχλο , αν μιλάει για έρωτα, για πουλιά,
σύννεφα και λουλούδια , απλά έτσι μου βγήκε. Η Levina δεν είναι κάτι ξεχωριστό,
έχει  τα ίδια ελαττώματα και προτερήματα που έχει όλος ο κόσμος σε μικρότερο
ή σε μεγαλύτερο βαθμό και ξέρει πολύ καλά ποια είναι ,τι θέλει και τι μπορεί να κάνει,
το κυριότερο … δεν τρέφει αυταπάτες και έχει τα πόδια της σταθερά καρφωμένα
στο χώμα του κήπου της, κάτι σαν την Μουριά ή την Κερασιά της.

Τα είπα και χαλάρωσα πια.


                                                                                                           Levina







10.2.13

Εγώ κι Αυτός







Δεν γράφω πια συνειδητά 
αφού στέγνωσε σαν την έρημο και το μυαλό 
και μόνα τους τα δάχτυλα αργοσέρνονται 
κρατώντας το μολύβι 
έτσι από συνήθειο είναι αυτό 
λες π΄ απέμεινε να θυμίζει 
πως κάποτε  με ανοιχτά τα μάτια ονειρευόμουν 
και σε μια παιδική αθωότητα πίστευα πως τάχα 
αυτή υπήρχε πίσω από το χαμόγελο π’ αντίκριζα στο βλέμμα σου
αυτό το βλέμμα που καθάριο το βάφτισα στα νερά της ύπαρξης μου
πως τους χρόνους τους επόμενους 
θα γέμιζε με νεύματα με λέξεις με σιωπές . 
Μα βιάστηκες τόσο να ξεμακρύνεις,
ομοαίματε εαυτέ μου  
σα να μη με γνώρισες ποτέ 
στο ίδιο ράφι με τις κούκλες που μισούσες να με βάλεις, 
έτσι κι εγώ να σκονίζομαι ακίνητη
να σε παρατηρώ να περιφέρεσαι μέσα σε ένα άδειο σπίτι , 
να μετράω τα ματωμένα των ποδιών σου χνάρια 
και τα αμέτρητα γιατί που 
στόλισες μ΄ αυτά τους τοίχους σου , 
να καταδύεσαι μέσα στις λίμνες των ψευδαισθήσεων
μόνη και μόνη και πάλι μόνη .  
Τα ίδια λάθη έκανες και 
το δικαίωμα να σε μαλώσω το αφαίρεσες  
καθώς  πίσω από τους πάγους κρύφτηκες και δεν κατάλαβες
πως ο εαυτός σου ήμουν, ο εαυτός μου είσαι και τώρα
χάνεσαι και χάνομαι , 
απομεσήμερο και δειλινό και νύχτωσε και    
δεν περιμένω άλλο ξημέρωμα 
κουράστηκα να μετράω ξημερώματα …


                                                                                                                Levina










9.2.13

Σαβίγια






Για ένα πράσινο χλωμό φεγγάρι θα έδινε και την ζωή του
Της το ΄ταξε σαν χάνονταν μες στο λευκό κορμί της
τις ώρες που τα ρόδα στενάζαν από μοναξιά
και στα νερά της Μερουάν εν ' άγριο γεράκι
το μοιρολόι του άφηνε να σεργιανάει στην νύχτα

Τα μάτια μισόκλειστα, με μαύρη σκιά κρύβει το βλέμμα
γύρω απ΄ τον λαιμό πετράδια στραφταλίζουνε
του ιδρού της οι σταλαγματιές κι αυτά τ΄ αγαπημένα χέρια
περιστεριού φτερούγες πάλλευκες ανοιγοκλείνανε με νάζι
σ΄ ένα χορό ατέλευτο το πύρωμα του έρωτα αγκαλιά κρατούνε

Μέσα στον Νότιο άνεμο σκορπούνε τα λιβάνια
Ανατολής αρώματα κι αυτός σπονδή να κάνει θέλει
στο μικρό του αφαλού κοχύλι ΄ το γύρισμα της ροδαυγής
επάνω του αγκιστρώθηκε κι η πρώτη ματιά του ήλιου
τον ήβρε να μεθοκοπά στα θρύψαλα των βράχων
μ΄ ένα στιλέτο αγκαλιά για την αγάπη να υποφέρει

Τα χνάρια των Βερβέρων στην διψασμένη άμμο μέτρησε
κάθε χνάρι μια κόκκινη σταλαγματιά δικό του αίμα
Λίγο πριχού την τελευταία ανάσα χάσει'
Μες το καταμεσήμερο
Σαβίγια βόγγηξε ο κάλυκας του ρόδου
Σαβίγια αναστέναξε ο Λίβας της ερήμου
Για μια Σαβίγια βούτηξε στα σκοτεινά του κάτω κόσμου


Levina

2.2.13

Tα Χρόνια της Αθωόητας






                                                                                                   Π. Μπρούσαλη, Πόρος περί το 1960


Tέλη της δεκαετίας του ’50 και μέναμε τότε στα χαμόσπιτα στην άκρια
της πόλης. Μπροστά στην θάλασσα ήταν τα σπίτια των καπεταναίων,
δίπατα με μεγάλες αυλές και παραπίσω χτίζανε άναρχα οι πιο φτωχοί,
ίσα να φτιάξουν μια κάμαρη και σαν κάνανε παιδιά πρόσθεταν κι άλλες
να στεγάσουν κι εκείνα τις δικές τους οικογένειες.
Έτσι μέναμε κι εμείς, ο παππούς με την γιαγιά στην μπροστινή κάμαρα,
δίπλα εμείς τέσσερα άτομα και παραδίπλα έμενε ο θείος Αντωνάκης με
την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους.
Ίσα που χωράγανε στην κάμαρη, στρωματσάδα κοιμόντουσαν κι η γκρίνια
της Αντώναινας δεν είχε τελειωμό για το λιγοστό φαί, για την κάμαρη που
δεν τους έφτανε, για τα παιδιά που της έσπερνε ο άντρας της !
Ασπρισμένες οι κάμαρες με τον ασβέστη και μπροστά η μικρή αυλή μας,
να βλέπει σ΄ ένα ψηλό μαντρότοιχο κι η μάνα μου να χει αραδιασμένους
τους ασβεστωμένους ντενεκέδες φυτεμένους με κόκκινα γεράνια και
γαζίες που μοσχοβολούσαν τις καλοκαιρινές νύχτες και φώναζε
η Αντώναινα πως έπιαναν τον χώρο και δεν είχαμε που να παίξουμε
εμείς τα παιδιά … τότε έβγαινε η γιαγιά με την μαγκούρα κι έπιανε
την nouse στ ΄ αρβανίτικα κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε!
Φυλακή την ένοιωθα την ζωή μου τότε μέσα στην μικρή αυλή, ήθελα
να βλέπω θάλασσα, σαν τον παππού που ‘βγαινε με την βάρκα
αξημέρωτα και γύριζε με το κοφίνι να σταλάζει αλμύρα γεμάτο
σπαρταριστά ψάρια. Έτσι κι εγώ που με έβρισκες που μ΄ έχανες στο
μουράγιο με το καλάμι που το ‘κρυβα πίσω απ ΄ το μπουχαρί, να ψαρεύω
και να πετάγομαι κάθε τόσο νομίζοντας πως άκουγα την φωνή της
μάνας μου '' Νικολήήήή που είσαι διάολεμένεεεε ''
μέχρι την θάλασσα ακουγόταν κι είχε ένα χέρι σαν βαριοπούλα .
Βάραγε με το παραμικρό που κάναμε εγώ κι η αδελφή μου και σαν
γύριζε το βράδυ ο πατέρας τον άρπαζε από την πόρτα και του λεγε
δίχως ανάσα τα κατορθώματά μας και για να γλυτώσει κι αυτός
από την γκρίνια μας άρπαζε σε δεύτερο γύρο ξύλο μέχρι που
πεταγόταν ο παππούς με τα σώβρακα έξω και μας έσωνε ….
Τον φοβόταν ο πατέρας τον παππού, δεν του έβγαινε επάνω, σε μια του
λέξη όλοι σταματούσαν τον σαματά και φεύγαν πέρα δώθε για να μη
οργιστεί πιότερο γιατί είχε μια δύναμη που και βόδι έριχνε κάτω.
Μα ήταν ένας αγαθός γίγαντας ο παππούς. Μας μάζευε τα βράδια κοντά
στο τζάκι, δίπλα σε ένα ραφάκι είχε πέντε έξη στραπατσαρισμένα βιβλία
με τσαλακωμένες σελίδες και μας διάβαζε με δυσκολία, συλλαβίζοντας
τις λέξεις, ιστορίες για Ιππότες και βασιλοπούλες, για νεράιδες και ξωτικά.
Το όνειρο του όμως ήταν να προκόψουμε, να ξεφύγουμε από την φτώχεια, μας μοίραζε και αξιώματα '' Δάσκαλος εσύ Θανασάκη, δικαιόρος ο Μελέτης, παπάς εσύ Νικολή ''
Δεν έγινα παπάς τελικά, σαν φόρεσα τα σπαθόλουρα και το γυαλιστερό ξίφος
με την χρυσή λαβή γύρισα να κάνω προσκύνημα στο σπίτι που μεγάλωσα.
Μισογκρεμισμένα βρήκα τα χαμόσπιτα, μα μέσα απ τα χαλάσματα σαν όνειρο
μου φάνηκε πως είδα τον παππού να με σταυρώνει καμαρώνοντας για μένα.

Levina



Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την κ. Νανά Τσούμα που μου έκανε την τιμή
να διαβάσει στην εκπομπή της "Κάτω από το Κιόσκι"  αυτό το κείμενο.
Εδώ θα ακούσετε ηχογραφημένη την εκπομπή της.

Όπως θέλω να ευχαριστήσω και την υπομονετική , γλυκιά Φλώρα
που το φιλοξένησε στο blog της στο " παιχνίδι των λέξεων " .






31.1.13

Διαγώνια Βήματα


Εστιάζουν οι συντεταγμένες των ματιών μου
Στο μονοπάτι που τα βράχια κατηφορίζουν
Στον λαιμό μου κρεμάω για στολίδια
Όλες τις καυτές των ήλιων μου αχτίδες
Το δέρμα μου πυρώνει και στο χέρι κρατώ
Δυο σβησμένα τσιγάρα για παρηγοριά και
Ανάμεσα στα χείλη μου ένα ακόμα το καπνίζω
Τον λερωμένο αέρα θέλω να βρωμίσω γι αυτό και
Τον καπνό μου ξεφυσώ στα φύλλα του δυόσμου
Όταν η μάνα μου στον κιμά θα τα βάλει
Τα μπιφτέκια της τσιγάρο θέλω μυρίζουν
Και όχι θανατίλα και το αίμα του σφαγμένου
Διαγώνια αγωνίζομαι να περπατήσω
Από τον ίσιο δρόμο που μου χαράξαν να ξεφύγω
Και πάνω στα κλαριά της συκομουριάς ένα κοράκι
Κρώζει και με σπρώχνει στο μονοπάτι πίσω
Ευθύς να ξαναγυρίσω το σωστό
Δεν ξέρω και πιάνο ή κιθάρα να παίξω μουσική
Με βία τα πλήκτρα και τις χορδές να κοπανάω
Κι η γειτονιά στοιβαγμένη στα παράθυρα να σκούζει
' Μαζεύτετον τον αλήτη σαν σκυλί που αλυχτάει '
Γι αυτό παραπατώντας τον δρόμο μου κατηφορίζω
Τις σόλες μου λιώνω σε μαραμένες μαργαρίτες
Και σαν χνάρια φρόνιμα μπροστά μου αντικρίζω
Τα φτύνω με το ταμπάκο που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
Κι ευθύς τα προσπερνάω.




                                                                                 Levina