12.2.13

Έτσι... χωρίς πρόγραμμα


Λοιπόν  σήμερα  δεν έχω κάτι σημαντικό να γράψω, όχι πως δεν υπάρχουν κείμενα
ή στίχοι ή διάφορα να τα περάσω απλά στην ανάρτηση, δεν θέλω να το κάνω.



                                                             Καπανδρίτι - το ρέμα έγινε χείμαρρος και βγαίνει στην λίμνη του Μαραθώνα

Θέλω να γράψω για το πώς κάποια στιγμή μετά από δυο χρόνια που έχω
αυτό το μπλοκ εγκλωβίστηκα μέσα του, στην εικόνα που έπλασα και που την έβαλα
μέσα σε παρενθέσεις, αυτό ακριβώς που ήθελα να αποφύγω όταν δημιούργησα το
μπλοκ μου, να βγω από τις παρενθέσεις της ζωής και να γράφω και να λέω ότι θέλω
κι όμως να που βρέθηκα και πάλι εγκλωβισμένη να σκέφτομαι σε κάθε ανάρτηση
δυο και τρεις φορές αν είναι σωστό αυτό να το κάνω, αν είναι σωστό αυτό να το πω,
μήπως κάποιος νομίζει πως γράφω γι αυτόν, μήπως κάποιος παρεξηγήσει τα γραφόμενά μου .

                                                                                     ένα πλατανόφυλλο στην μοναχική του πορεία αρμενίζει προς την λίμνη

Εγκλωβίστηκα και εδώ και λίγους μήνες αυτές οι σκέψεις έγιναν θηλιά,
γι αυτό και αραίωσα τις αναρτήσεις μου.
Ήθελα να βγάζω τα καλά μου, τα άσχημά μου, στίχους που είναι αρλούμπες, κείμενα
που δεν λένε τίποτα, άλλα πάλι που έχουν γραφτεί επάνω σε συναισθηματική φόρτιση,
άλλα που είναι γραμμένα έτσι δίχως σκέψη, αλλά όλα δικά μου χωρίς ποτέ να ζητούν
να πάρουν το βραβείο τελειότητας.
Έτσι κι αλλιώς σκεφτόμουν πως δεν με ξέρει κανένας και να γελάσει κάποιος με όλο αυτό
θα γελάσει με την Levina όχι με εμένα ! Ώσπου συνειδητοποίησα πως δεν είμαι δυο
αλλά ένα, πως η Levina δεν είναι ο καραγκιόζης που τον στέλνουμε εμπρός να
διασκεδάσει την ομήγυρη κι εμείς που του γράψαμε τα λόγια παραμένουμε στα μετόπισθεν.
Δεν ξέρω πως τα είχα σκεφτεί έτσι και πως έπεσα σε μια παγίδα που δεν θα έπεφτα
στην πραγματική μου ζωή.

οι κοτούλες πήραν το καλαμπόκι τους κι εγώ πήρα απ΄ αυτές δυο αυγουλάκια

Αποφάσισα λοιπόν πως τα σφιχτά δεσμά δεν μου αρέσουν, με κόβουν και λιγάκι
και μου φέρνουν και φαγούρα, οπότε τέλος οι συσκέψεις εντός του μυαλού μου
που κοντεύει να κουρκουτιάσει  με τόσα που το γεμίζω και ότι βρέχει θα κατεβάζει.
Δεν γίνεται να δημιουργώ ένα μπλοκ προς εκτόνωση και να το κάνω κι αυτό γόρδιο δεσμό!
Έτσι λοιπόν ότι δείτε εδώ γραμμένο στο εξής, δεν έχει να κάνει με κανέναν από
την μπλοκογειτονιά μας, δεν ζητάει τα εύσημα, δεν έχω αυτοκτονικές τάσεις
αν διαβάσετε  τίποτα μαύρο κι άραχλο , αν μιλάει για έρωτα, για πουλιά,
σύννεφα και λουλούδια , απλά έτσι μου βγήκε. Η Levina δεν είναι κάτι ξεχωριστό,
έχει  τα ίδια ελαττώματα και προτερήματα που έχει όλος ο κόσμος σε μικρότερο
ή σε μεγαλύτερο βαθμό και ξέρει πολύ καλά ποια είναι ,τι θέλει και τι μπορεί να κάνει,
το κυριότερο … δεν τρέφει αυταπάτες και έχει τα πόδια της σταθερά καρφωμένα
στο χώμα του κήπου της, κάτι σαν την Μουριά ή την Κερασιά της.

Τα είπα και χαλάρωσα πια.


                                                                                                           Levina







10.2.13

Εγώ κι Αυτός







Δεν γράφω πια συνειδητά 
αφού στέγνωσε σαν την έρημο και το μυαλό 
και μόνα τους τα δάχτυλα αργοσέρνονται 
κρατώντας το μολύβι 
έτσι από συνήθειο είναι αυτό 
λες π΄ απέμεινε να θυμίζει 
πως κάποτε  με ανοιχτά τα μάτια ονειρευόμουν 
και σε μια παιδική αθωότητα πίστευα πως τάχα 
αυτή υπήρχε πίσω από το χαμόγελο π’ αντίκριζα στο βλέμμα σου
αυτό το βλέμμα που καθάριο το βάφτισα στα νερά της ύπαρξης μου
πως τους χρόνους τους επόμενους 
θα γέμιζε με νεύματα με λέξεις με σιωπές . 
Μα βιάστηκες τόσο να ξεμακρύνεις,
ομοαίματε εαυτέ μου  
σα να μη με γνώρισες ποτέ 
στο ίδιο ράφι με τις κούκλες που μισούσες να με βάλεις, 
έτσι κι εγώ να σκονίζομαι ακίνητη
να σε παρατηρώ να περιφέρεσαι μέσα σε ένα άδειο σπίτι , 
να μετράω τα ματωμένα των ποδιών σου χνάρια 
και τα αμέτρητα γιατί που 
στόλισες μ΄ αυτά τους τοίχους σου , 
να καταδύεσαι μέσα στις λίμνες των ψευδαισθήσεων
μόνη και μόνη και πάλι μόνη .  
Τα ίδια λάθη έκανες και 
το δικαίωμα να σε μαλώσω το αφαίρεσες  
καθώς  πίσω από τους πάγους κρύφτηκες και δεν κατάλαβες
πως ο εαυτός σου ήμουν, ο εαυτός μου είσαι και τώρα
χάνεσαι και χάνομαι , 
απομεσήμερο και δειλινό και νύχτωσε και    
δεν περιμένω άλλο ξημέρωμα 
κουράστηκα να μετράω ξημερώματα …


                                                                                                                Levina










9.2.13

Σαβίγια






Για ένα πράσινο χλωμό φεγγάρι θα έδινε και την ζωή του
Της το ΄ταξε σαν χάνονταν μες στο λευκό κορμί της
τις ώρες που τα ρόδα στενάζαν από μοναξιά
και στα νερά της Μερουάν εν ' άγριο γεράκι
το μοιρολόι του άφηνε να σεργιανάει στην νύχτα

Τα μάτια μισόκλειστα, με μαύρη σκιά κρύβει το βλέμμα
γύρω απ΄ τον λαιμό πετράδια στραφταλίζουνε
του ιδρού της οι σταλαγματιές κι αυτά τ΄ αγαπημένα χέρια
περιστεριού φτερούγες πάλλευκες ανοιγοκλείνανε με νάζι
σ΄ ένα χορό ατέλευτο το πύρωμα του έρωτα αγκαλιά κρατούνε

Μέσα στον Νότιο άνεμο σκορπούνε τα λιβάνια
Ανατολής αρώματα κι αυτός σπονδή να κάνει θέλει
στο μικρό του αφαλού κοχύλι ΄ το γύρισμα της ροδαυγής
επάνω του αγκιστρώθηκε κι η πρώτη ματιά του ήλιου
τον ήβρε να μεθοκοπά στα θρύψαλα των βράχων
μ΄ ένα στιλέτο αγκαλιά για την αγάπη να υποφέρει

Τα χνάρια των Βερβέρων στην διψασμένη άμμο μέτρησε
κάθε χνάρι μια κόκκινη σταλαγματιά δικό του αίμα
Λίγο πριχού την τελευταία ανάσα χάσει'
Μες το καταμεσήμερο
Σαβίγια βόγγηξε ο κάλυκας του ρόδου
Σαβίγια αναστέναξε ο Λίβας της ερήμου
Για μια Σαβίγια βούτηξε στα σκοτεινά του κάτω κόσμου


Levina

2.2.13

Tα Χρόνια της Αθωόητας






                                                                                                   Π. Μπρούσαλη, Πόρος περί το 1960


Tέλη της δεκαετίας του ’50 και μέναμε τότε στα χαμόσπιτα στην άκρια
της πόλης. Μπροστά στην θάλασσα ήταν τα σπίτια των καπεταναίων,
δίπατα με μεγάλες αυλές και παραπίσω χτίζανε άναρχα οι πιο φτωχοί,
ίσα να φτιάξουν μια κάμαρη και σαν κάνανε παιδιά πρόσθεταν κι άλλες
να στεγάσουν κι εκείνα τις δικές τους οικογένειες.
Έτσι μέναμε κι εμείς, ο παππούς με την γιαγιά στην μπροστινή κάμαρα,
δίπλα εμείς τέσσερα άτομα και παραδίπλα έμενε ο θείος Αντωνάκης με
την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους.
Ίσα που χωράγανε στην κάμαρη, στρωματσάδα κοιμόντουσαν κι η γκρίνια
της Αντώναινας δεν είχε τελειωμό για το λιγοστό φαί, για την κάμαρη που
δεν τους έφτανε, για τα παιδιά που της έσπερνε ο άντρας της !
Ασπρισμένες οι κάμαρες με τον ασβέστη και μπροστά η μικρή αυλή μας,
να βλέπει σ΄ ένα ψηλό μαντρότοιχο κι η μάνα μου να χει αραδιασμένους
τους ασβεστωμένους ντενεκέδες φυτεμένους με κόκκινα γεράνια και
γαζίες που μοσχοβολούσαν τις καλοκαιρινές νύχτες και φώναζε
η Αντώναινα πως έπιαναν τον χώρο και δεν είχαμε που να παίξουμε
εμείς τα παιδιά … τότε έβγαινε η γιαγιά με την μαγκούρα κι έπιανε
την nouse στ ΄ αρβανίτικα κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε!
Φυλακή την ένοιωθα την ζωή μου τότε μέσα στην μικρή αυλή, ήθελα
να βλέπω θάλασσα, σαν τον παππού που ‘βγαινε με την βάρκα
αξημέρωτα και γύριζε με το κοφίνι να σταλάζει αλμύρα γεμάτο
σπαρταριστά ψάρια. Έτσι κι εγώ που με έβρισκες που μ΄ έχανες στο
μουράγιο με το καλάμι που το ‘κρυβα πίσω απ ΄ το μπουχαρί, να ψαρεύω
και να πετάγομαι κάθε τόσο νομίζοντας πως άκουγα την φωνή της
μάνας μου '' Νικολήήήή που είσαι διάολεμένεεεε ''
μέχρι την θάλασσα ακουγόταν κι είχε ένα χέρι σαν βαριοπούλα .
Βάραγε με το παραμικρό που κάναμε εγώ κι η αδελφή μου και σαν
γύριζε το βράδυ ο πατέρας τον άρπαζε από την πόρτα και του λεγε
δίχως ανάσα τα κατορθώματά μας και για να γλυτώσει κι αυτός
από την γκρίνια μας άρπαζε σε δεύτερο γύρο ξύλο μέχρι που
πεταγόταν ο παππούς με τα σώβρακα έξω και μας έσωνε ….
Τον φοβόταν ο πατέρας τον παππού, δεν του έβγαινε επάνω, σε μια του
λέξη όλοι σταματούσαν τον σαματά και φεύγαν πέρα δώθε για να μη
οργιστεί πιότερο γιατί είχε μια δύναμη που και βόδι έριχνε κάτω.
Μα ήταν ένας αγαθός γίγαντας ο παππούς. Μας μάζευε τα βράδια κοντά
στο τζάκι, δίπλα σε ένα ραφάκι είχε πέντε έξη στραπατσαρισμένα βιβλία
με τσαλακωμένες σελίδες και μας διάβαζε με δυσκολία, συλλαβίζοντας
τις λέξεις, ιστορίες για Ιππότες και βασιλοπούλες, για νεράιδες και ξωτικά.
Το όνειρο του όμως ήταν να προκόψουμε, να ξεφύγουμε από την φτώχεια, μας μοίραζε και αξιώματα '' Δάσκαλος εσύ Θανασάκη, δικαιόρος ο Μελέτης, παπάς εσύ Νικολή ''
Δεν έγινα παπάς τελικά, σαν φόρεσα τα σπαθόλουρα και το γυαλιστερό ξίφος
με την χρυσή λαβή γύρισα να κάνω προσκύνημα στο σπίτι που μεγάλωσα.
Μισογκρεμισμένα βρήκα τα χαμόσπιτα, μα μέσα απ τα χαλάσματα σαν όνειρο
μου φάνηκε πως είδα τον παππού να με σταυρώνει καμαρώνοντας για μένα.

Levina



Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την κ. Νανά Τσούμα που μου έκανε την τιμή
να διαβάσει στην εκπομπή της "Κάτω από το Κιόσκι"  αυτό το κείμενο.
Εδώ θα ακούσετε ηχογραφημένη την εκπομπή της.

Όπως θέλω να ευχαριστήσω και την υπομονετική , γλυκιά Φλώρα
που το φιλοξένησε στο blog της στο " παιχνίδι των λέξεων " .






31.1.13

Διαγώνια Βήματα


Εστιάζουν οι συντεταγμένες των ματιών μου
Στο μονοπάτι που τα βράχια κατηφορίζουν
Στον λαιμό μου κρεμάω για στολίδια
Όλες τις καυτές των ήλιων μου αχτίδες
Το δέρμα μου πυρώνει και στο χέρι κρατώ
Δυο σβησμένα τσιγάρα για παρηγοριά και
Ανάμεσα στα χείλη μου ένα ακόμα το καπνίζω
Τον λερωμένο αέρα θέλω να βρωμίσω γι αυτό και
Τον καπνό μου ξεφυσώ στα φύλλα του δυόσμου
Όταν η μάνα μου στον κιμά θα τα βάλει
Τα μπιφτέκια της τσιγάρο θέλω μυρίζουν
Και όχι θανατίλα και το αίμα του σφαγμένου
Διαγώνια αγωνίζομαι να περπατήσω
Από τον ίσιο δρόμο που μου χαράξαν να ξεφύγω
Και πάνω στα κλαριά της συκομουριάς ένα κοράκι
Κρώζει και με σπρώχνει στο μονοπάτι πίσω
Ευθύς να ξαναγυρίσω το σωστό
Δεν ξέρω και πιάνο ή κιθάρα να παίξω μουσική
Με βία τα πλήκτρα και τις χορδές να κοπανάω
Κι η γειτονιά στοιβαγμένη στα παράθυρα να σκούζει
' Μαζεύτετον τον αλήτη σαν σκυλί που αλυχτάει '
Γι αυτό παραπατώντας τον δρόμο μου κατηφορίζω
Τις σόλες μου λιώνω σε μαραμένες μαργαρίτες
Και σαν χνάρια φρόνιμα μπροστά μου αντικρίζω
Τα φτύνω με το ταμπάκο που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
Κι ευθύς τα προσπερνάω.




                                                                                 Levina







28.1.13

Eντός των Τειχών μου






Μιαν  άναστρη βραδιά θα σ΄ αγαπήσω
εντός μου σε κελί  θανάτου θα σε φυλακίσω
στων χρόνων το διηνεκές θα παραμένεις
στα σκοτεινά του κορμιού μου βάθη
πληγή μου
να σφαδάζεις ανάμεσα στη ζωφόρο
της αγαθής μου μήτρας  και της καρδιάς
να ροκανίζεις τις φλέβες της ζωής
ηδονικά τα μάτια μου να κλείνω
κρατώντας εκτός του ήλιου το θεϊκό φως
θα σε κρεμάω στους μαστούς μου περήφανα
μετάλλιο μαχών ερωτικών
απέρχομαι σε χρόνους μοναξιάς
κοιμώμενη με της ύπαρξής σου την ομίχλη
που θα μου επιτρέπει κάποιες πνιγερές βραδιές
να σ΄ αγαπώ


                                                                     Levina






25.1.13

Τα δάκρυα του Ελέφαντα




Κάθομαι στην πολυθρόνα και με παγωμένα από το κρύο δάχτυλα πατάω τα πλήκτρα 
και βλέπω μικρά βίντεο στο youtube. 
Στην αγκαλιά μου κοιμάται κουλουριασμένη μια από τις γάτες μου κι εγώ παρακολουθώ 
διάφορα σοκαριστικά  βιντεάκια  σχετικά με τα ζώα και πόση κακοποίηση υφίστανται 
από εμάς τα άλλα ζώα που λεγόμαστε άνθρωποι.
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα όταν πέφτω επάνω σε ένα που δείχνει μια ομάδα ανθρώπων 
σε κάποια επαρχία της Ινδίας που έχουν πιάσει έναν ελέφαντα προκειμένου να τον 
εξημερώσουν για να τον βάλουν να δουλεύει αλυσοδεμένος μαζί με τους άλλους 
και να κουβαλά κορμούς δέντρων.
Έχουν περικυκλώσει το δύσμοιρο ζωντανό, το έχουν δεμένο με χοντρά σχοινιά και με 
μακριά κοντάρια το χτυπούν αλύπητα, ενώ στο πόδι του έχουν ήδη περάσει έναν 
τεράστιο χαλκά με μια μακριά αλυσίδα που είναι δεμένη σε κάποιο δέντρο.
Το ζώο παραδομένο  πλέον στον πόνο και στην μοίρα του ξαπλώνει κάτω από τα 
συνεχόμενα χτυπήματα και τότε το πλάνο δείχνει πως του κόβουν με πριόνι κοντούς 
τους χαυλιόδοντες γιατί προφανώς μπορεί  να  σκοτώσει  άνθρωπο με αυτούς.

Τότε ο φακός ζουμάρει στο μάτι του ελέφαντα και μένω εκστασιασμένη να παρατηρώ 
ένα ξαφνιασμένο θλιμμένο βλέμμα και  ανάμεσα από τις σαν συρματόβουρτσα τεράστιες βλεφαρίδες του να κυλούν  δάκρυα  που  χάνονταν  ανάμεσα στις δίπλες του δέρματος.

Αυτά τα δάκρυα με συγκλόνισαν περισσότερο από όσα είχα δει μέχρι τότε, 
αυτά τα δάκρυα απόγνωσης και παράδοσης,  δάκρυα  αποδοχής μιας  δύστυχης μοίρας 
δίχως αύριο, δίχως ελευθερίας, δάκρυα ταπείνωσης ενός γίγαντα που του έπαιρναν 
την δύναμη του.

Απέμεινα με κλειστή πια την οθόνη, δεν είχε νόημα να δω παραπέρα, το βλέπω κάθε μέρα πια, 
το βιώνω , το βιώνουμε όλοι μας.
Σαν τον ελέφαντα  σε εκείνη την μακρινή γωνιά της γης νοιώθω κι εγώ,  
με  ξάφνιασαν όταν  με βούτηξαν εκεί που η ζωή μου προχωρούσε,  
με χτύπησαν αλύπητα  με  κάθε δύναμη που διέθεταν,  
με  έδεσαν  σε μια χαροκαμένη γη και σαν να μην έφτανε αυτό προσπαθούν 
να οδηγήσουν την σκέψη μου στα δικά τους μονοπάτια,  να σκεφτώ αυτά 
που γράφουν, αυτά που λένε πως πρέπει να σκεφτώ γιατί αυτά είναι τα «σωστά», 
να ακολουθήσω τον δικό τους δρόμο τον σωστό γιατί  όλος ο Λαός  κάνει θυσίες …. 
Μόνο που Εκείνοι ξεχάσαν πως δεν κάνουν θυσίες ,
άρα δεν ανήκουν στον Λαό!
Αναρωτήθηκε ο Υπουργός προχθές « Ποιος  από τον Λαό τολμά να αμφισβητήσει  
τις αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης  ?» και ξέχασε πως μόλις ένα μήνα πριν 
ο συνάδελφός του Υπουργός αμφισβήτησε την απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης  
που έβγαλε  παράνομη την είσπραξη του χαρατσιού από την ΔΕΗ και με εντολή του  
συνεχίζεται  αυτή η παρανομία … όμως αυτοί είναι υπεράνω Λαού , 
άρα δεν ανήκουν στον Λαό.


Σαν τον ελέφαντα αλυσοδεμένη είμαι κι εγώ, κουλουριασμένη σε μιαν άκρια,  
μόνο που δεν ποτίζω με δάκρυα την γη μου,  
απλά περιμένω το ποτάμι που θα περάσει δίπλα μου,  να γίνω κι εγώ κομμάτι του 
να ξεχυθώ και να παρασύρω στο διάβα μου ότι δεν ανήκει στον Λαό,
γιατί εγώ είμαι ο Λαός.



                                                                     Levina