Τελική
Λύση
(Γυναικείες
στάχτες)
Βγήκε απότομα από τον λήθαργό της , προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που την ξύπνησε όμως το μυαλό της ήταν θολωμένο από το πολυήμερο βασανιστικό ταξίδι.
Η ηρεμία την ξύπνησε, το τραίνο είχε σταματήσει , δεν ακουγόταν πια ο μονότονος ήχος από τις ράγες , ούτε κανένας μιλούσε πια.
Όσοι μπορούσαν ακόμα να σταθούν στα πόδια τους είχαν
στριμωχτεί στο μικρό καγκελόφραχτο παραθυράκι και προσπαθούσαν να δουν έξω, οι υπόλοιποι κείτονταν εξασθενημένοι επάνω στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες και μόνο κανένα βογκητό έδειχνε πως ζούσαν ακόμα.
Κοίταξε δίπλα της την νεαρή μητέρα που είχαν ξεκινήσει μαζί
το ταξίδι τους, τα μάτια της ήταν αφύσικα ανοιχτά και το δέρμα της είχε πάρει μια πρασινωπή απόχρωση. Στα χέρια της κρατούσε ακόμα το μωρό της που σάλευε εξασθενημένο κι αυτό, όμως ακόμα ζωντανό στην αγκαλιά της πεθαμένης.
Το ήξερε από την αρχή πως τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό
το ταξίδι, όπως τους στρίμωξαν σαν τα ζώα στο ξύλινο βαγόνι
που μόνο για μεταφορά εμπορευμάτων ήταν και να που έφτασαν πια στον προορισμό τους.
Ήταν πολύ γριά για να αντέξει, έτσι είχε σκεφτεί στην αρχή,
όμως τελικά άντεξε με ένα κομμάτι ψωμί που είχε κρύψει στην
τσέπη της και πίνοντας το βρώμικο νερό της βροχής που έπεφτε από τις χαραμάδες της ξύλινης οροφής, κατάμαυρο από την καπνιά της ατμομηχανής.
Τώρα όμως φοβόταν περισσότερο από το ταξίδι, σίγουρα θα την σκότωναν, τι να την έκαναν μια εξηντάχρονη αδύναμη γριά όπως ήταν αυτή?
Ίσως αν κατάφερνε να τους ξεγελάσει να γλίτωνε, σκέφτηκε κι άρχισε να ψάχνει γύρω της όποια τσάντα έβρισκε δίχως κανένας να της δίνει σημασία.
Βρήκε ένα κραγιόν κι έβαψε κατακόκκινα τα χείλια της, έβαλε λίγο κόκκινο και στα μάγουλά της και το έτριψε με τα δάχτυλα, έκοψε μια σκλήθρα και την βούτηξε στην κάπνα που είχε γεμίσει όλο το βαγόνι και το πέρασε πάνω από τα βλέφαρά της.
Ίσως έτσι να έδειχνε κάπως νεότερη … σίγουρα έδειχνε νεότερη!
Πήρε καπνιά με τις χούφτες της κι έτριψε τα μαλλιά της, κάποτε τα είχε περιποιημένα αλλά τώρα πια ούτε ήξερε πως θα ήταν!
Η πόρτα του βαγονιού άνοιξε και ένα χλωμό φως από έναν ήλιο που τον σκοτείνιαζε το χιόνι μπήκε ορμητικά μαζί με τον καθαρό παγωμένο αέρα .
Φωνές κι ουρλιαχτά ακούστηκαν, μαζί με αλυχτίσματα σκύλων
και κάποιος τους διέταζε να βιαστούν να βγουν από το τραίνο.
Βούτηξε από την νεκρή μητέρα το μωρό, φόρεσε ένα φωτεινό
χαμόγελο στο πρόσωπο της που πίστευε πως θα έκανε πιο
νεανική την εμφάνισή της και ακολούθησε εκείνους που έσερναν τα πόδια τους για να κατέβουν την ξύλινη ράμπα.
Από όλα τα βαγόνια ξεχύνονταν οι ίδιοι ταλαιπωρημένοι,
εξουθενωμένοι άνθρωποι, κρατώντας στα χέρια τους μπόγους,
βαλίτσες, μικρά παιδιά που έκλαιγαν πεινασμένα και διψασμένα, μια βοή και μια μπόχα που έβγαινε από τα βαγόνια απλώνονταν ψηλά στον ουρανό και γινόταν ένα με το χιόνι που έπεφτε αθόρυβα.
Κάποιος την κοίταξε περίεργα, όμως η ίδια δεν έδινε σημασία ,
χαμογελούσε κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της το μωρό που νιώθοντας την ζεστασιά του κορμιού της είχε αποκοιμηθεί ήσυχο.
Οι στρατιώτες τους χώριζαν σε ομάδες, αλλού οι γυναίκες, αλλού οι άντρες, τους ηλικιωμένους τους έσερναν προς άλλη κατεύθυνση κι αυτή την έστειλαν μαζί με τις μητέρες τελικά αν και ένας στρατιώτης της είπε κάποια στιγμή « γέλασέ μας κοπελίτσα» ήταν σίγουρη πως την ειρωνευόταν και όμως του γέλασε. Εκείνος σκούντησε τον διπλανό του και λύθηκαν οι δυο τους στα γέλια.
Ήταν κι αυτά τα σκυλιά που αλυχτούσαν και προσπαθούσαν να σπάσουν τις αλυσίδες που τα είχαν δεμένα και τα κρατούσαν ψηλόσωμοι βλοσυροί άντρες που στα μάτια τους διάβαζες το μίσος γι αυτά τα βρωμερά όντα που κατέβαιναν από τα βαγόνια.
Τα φοβόταν τα σκυλιά, αλλά αυτά τα τεράστια πλάσματα που
έδειχναν τα δόντια τους και φοβέριζαν της είχαν προκαλέσει
πραγματικό τρόμο, ίσως περισσότερο φοβόταν αυτά τα δόντια
από οτιδήποτε άλλο.
Μια γκρίζα σκόνη έπεφτε από τον ουρανό, γινόταν ένα με το χιόνι που έλιωνε επάνω στα μαλλιά, στους ώμους τους και κυλούσε σε ρυάκια από πάνω τους …
Τι στο καλό ήταν αυτό?
Από μια τεράστια καμινάδα μέσα στο στρατόπεδο έβγαινε πυκνός καπνός κι αυτή η γλυκερή μυρωδιά, προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό αλλά δεν έμοιαζε με τίποτα από ότι είχε μυρίσει στην ζωή της .
Πρόλαβε να δει τις σκιές με τις ριγέ φόρμες να ανεβαίνουν
στα βαγόνια και να πετάνε έξω από τις πόρτες ότι είχε απομείνει μέσα , ρούχα, βαλίτσες, τσάντες, πτώματα… κάποια από αυτά σάλευαν ακόμα.
Δίπλα της οι άλλες γυναίκες έκλαιγαν, άλλες φώναζαν τα ονόματα των δικών τους που είχαν μόλις χωριστεί περιμένοντας να πάρουν κάποια απάντηση ενώ κρατούσαν σφιχτά από το χέρι τα παιδιά τους κι όλες προχωρούσαν με βαριά βήματα επάνω στο λασπωμένο χιόνι φοβισμένες κάτω από τα άγρια βλέμματα και τις φωνές των στρατιωτών
που ούρλιαζαν διαταγές φτύνοντας με σιχασιά τις λέξεις από το στόμα τους.
Μόνο εκείνη έμοιαζε να προχωρά απόμακρη, σαν να μη την άγγιζε τίποτα πια, δεν είχε κανέναν να αποχαιρετήσει, τον άντρα της τον είχε χάσει λίγους μήνες μετά την έναρξη του πολέμου και ο γιος της είχε φύγει πολύ νωρίτερα στην Γαλλία στο χωριό της γυναίκας του.
Όσο κι αν προσπαθούσε να τους πείσει να πάνε μαζί του,
ο άντρας της ούτε να το ακούσει δεν ήθελε … πίστευε πως δεν
θα τους πείραζε κανείς, δεν ήταν ούτε εβραίοι , ούτε τσιγγάνοι
κι όμως με την εισβολή τους έσπασαν το βιβλιοπωλείο τους,
έκαψαν τα βιβλία στην φωτιά σαν επαναστατικά, τότε έπαθε
και την καρδιακή προσβολή ο άντρας της κι αυτή την συνέλαβαν και την τραβολογούσαν από φυλακή σε φυλακή μέχρι που την έχωσαν στο τραίνο μαζί με δεκάδες άλλους, με άγνωστο προορισμό.
Μπήκαν από μια κατηφορική στοά στο ισόγειο ενός κτηρίου και τους οδήγησαν σε μια τεράστια κάμαρα γεμάτη ταμπέλες που έγραφαν σε όλες τις γλώσσες πως έπρεπε να βγάλουν τα
ρούχα τους για να κάνουν μπάνιο και να απολυμανθούν από το ταξίδι.
Διστακτικά άρχισαν να γδύνονται κλαίγοντας, ήταν τόσο ταπεινωτικό να μένουν ολόγυμνες, εκτεθειμένες στο άγρυπνο βλέμμα των στρατιωτών που τις παρακολουθούσαν ανέκφραστα.
Η πρώτη ομάδα ξεκίνησε προς τον θάλαμο της αίθουσας των ντους που ήταν στο βάθος ενός μισοσκότεινου διαδρόμου βαμμένου με σκούρο γκρίζο χρώμα και στρωμένου με πέτρινες πλάκες.
Μπήκαν στριμωγμένες στο τεράστιο χαμηλοτάβανο δωμάτιο που στο ταβάνι φαινόταν οι σωληνώσεις για το νερό.
Ένοιωθε να ασφυκτιά, τόσα κορμιά στριμωγμένα πως θα καθαρίζονταν?
Η σιδερένια πόρτα έκλεισε ερμητικά πίσω τους και όλες ταυτόχρονα
κοίταξαν προς το ταβάνι περιμένοντας το νερό να πέσει να τελειώνουν και με αυτό.
Περισσότερο ένοιωσε παρά είδε τον λευκό καπνό που άρχισε να βγαίνει αντί για νερό μέσα από τις τρύπες στους σωλήνες.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά κατάλαβε το λάθος της .
Μια σπίθα φωτιάς απλώθηκε στα σωθικά της κι έφτασε μέχρι τα πνευμόνια της κόβοντάς της την ανάσα .
Άπλωσε τα χέρια της να πιαστεί από κάπου ζαλισμένη κρατώντας ακόμα το μωρό που έκανε νευρικές κινήσεις στην αγκαλιά της ,
αλλά έπιανε μόνο κορμιά που σφάδαζαν και το παιδί έπεσε από τα χέρια της την ώρα που νύχια απλώθηκαν στο κορμί της
σε ένα απελπισμένο παροξυσμό να πιαστούν από κάπου όπως
ήθελε να πιαστεί κι αυτή.
Η γλώσσα της πρήστηκε και την ένοιωσε να γεμίζει το στόμα της που ασυναίσθητα άνοιξε σε μια προσπάθεια να πάρει αέρα. Η φωτιά διέλυσε τα πνευμόνια της, τρύπωσε στο νευρικό της σύστημα , δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της, έβλεπε γύρω της ακόμα, ανθρώπινα κορμιά να κομματιάζονται, να χτυπιούνται στους τοίχους, στα πατώματα, να ποδοπατούν τα παιδιά, να γεμίζουν με τις ακαθαρσίες τους, ο χώρος γέμισε με άναρθρες κραυγές απόγνωσης και λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της , την ώρα που θόλωνε το βλέμμα της κατάλαβε πως είχε φτάσει πια το τέλος της.
Πρόλαβε μόνο να σκεφτεί τον γιο της.
Ας είναι καλά τουλάχιστον αυτός.
Ένας απίστευτος πόνος άρπαξε τα πλευρά της, την πλάτη της,
ένας βράχος πατούσε το στήθος της, μόνο πόνος υπήρχε μέχρι
που η καρδιά της έφτασε στα όριά της και έδωσε τον τελευταίο της χτύπο.
Είκοσι λεπτά αργότερα άνοιξαν οι πίσω πόρτες του δωματίου,
μεγάλες σαν γκαραζόπορτες.
Φαντάσματα με ριγέ στολές μπήκαν στον χώρο και με τα φτυάρια άρχισαν να σπρώχνουν τα σώματα προς την έξοδο όσο πιο γρήγορα γινόταν, γιατί περίμενε πίσω η επόμενη ομάδα κρατουμένων για την ‘απολύμανσή της ‘ .
Levina