1.11.12

Κάθε τέλος ... μια αρχή ( μέρος γ' )


Περίληψη προηγουμένων_
Mια νέα γυναίκα που ζει μόνη με την κόρη της έχοντας την βοήθεια της μητέρας της, με αρκετές άστοχες κινήσεις στην ζωή της έχει βρεθεί σε αδιέξοδο μέχρι που έρχεται ο διορισμός της να διδάξει
στο σχολείο ενός ορεινού χωριού της Κρήτης. Παρακολουθούμε την ημέρα της αναχώρησης για τον τόπο του διορισμού της και την βλέπουμε να έχει όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειες που θα είχε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο.


 

Λίγους μήνες μετά

Κάθομαι στο προαύλιο του Σχολείου , πίσω από πράσινη κουρτίνα που έχουμε στήσει για παραβάν και πρώτη φορά νοιώθω να έχω τόσο άγχος, ούτε στον οδοντίατρο δεν έτρεμαν τόσο πολύ τα γόνατα μου καθώς είμαι περιστοιχισμένη από έντεκα πιτσιρίκια που χοροπηδάνε γύρω μου περιμένοντας  οδηγίες .
Αναρωτιέμαι πως θα τα καταφέρω να τα βγάλω πέρα μέχρι το τέλος δίχως να καταρρεύσω από το άγχος εκεί στην μέση της αυλής και να γελάει μαζί μου όλο το χωριό που έχει έρθει
να παρακολουθήσει τις γυμναστικές μας επιδείξεις .
Όχι ψέματα, το ξέρω πως κανείς δεν θα γελάει μαζί μου, θα τρέξουν όλοι να βοηθήσουν και θα τσαλακωθούν οι στολές των παιδιών, θα γίνει ένας πανικός, θα χαλάσουν οι γυμναστικές επιδείξεις εξ αιτίας μου!

Μα τι βλακείες σκέφτομαι τέτοια ώρα? Σύνελθε Άννα!
Παίρνω βαθιά ανάσα και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στην αυλή που η Δευτέρα Τάξη της
Λένας κάνει το δικό της πρόγραμμα με ασκήσεις εδάφους.
Τα παιδιά παίζουν με κορδέλες και στεφάνια κάνοντας πολύπλοκους σχηματισμούς κι ανάμεσα τους είναι κι η Νανούκα μου ντυμένη με το φούξια κορμάκι της , αυστηρά προσηλωμένη στο πρόγραμμα της δεν σηκώνει καν τα μάτια για να δει την γιαγιά Μαρία που την καμαρώνει από τις πρώτες θέσεις παρέα με την Τζώρτζια που βγάζει συνεχώς φωτογραφίες με την ολοκαίνουργια κάμερα που αγόρασε αποκλειστικά γι αυτή την ξεχωριστή ημέρα. Βλέπω γελαστά πρόσωπα, φλας να ανάβουν αποθανατίζοντας την κάθε στιγμή
των παιδιών, τα βίντεο να έχουν πάρει φωτιά κι εγώ με τα Τριτάκια μου περιμένουμε την σειρά μας με αγωνία .

Θυμάμαι...
Πόσο διστακτικά έφτασα σε αυτό το μικρό χωριό, πόσο φοβισμένη κατέβηκα από το λεωφορείο κρατώντας σφιχτά το χέρι της Νανούκας και πως μας κοιτούσαν όλοι στον καινούργιο τόπο που φτάσαμε, τόσο περίεργα , ώστε ένιωθα τα μάτια τους να κολλάνε επάνω στο παλτό μου, να χώνονται μέσα στο δέρμα μου ,να ψάχνουν τις σκέψεις μου.
Για λίγο καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα στο πρακτορείο που ήταν και το καφενείο του χωριού κι όταν ρώτησα πως θα βρω το Δημοτικό Σχολείο, αμέσως μαθεύτηκε πως «η καινούργια κυρά Δασκάλα ήρθε» και τα βλέμματα γλύκαναν, ερχόταν να μας χαιρετήσουν, να μας κεράσουν, να μας καλωσορίσουν.

Αφήσαμε εκεί στο καφενείο τις βαλίτσες μας μέχρι να βρω άκρη με το σχολείο, να παρουσιαστώ στον Διευθυντή για να πάρω οδηγίες κι εκείνη την ημέρα γνώρισα και την Λένα την δασκάλα που είχε αναλάβει την Δευτέρα τάξη που θα πήγαινε η Νανούκα.
Εκείνη είχε ήδη δυο χρόνια στο χωριό, ήταν βετεράνος μπροστά στα μάτια μου και δεν ήξερα αν έπρεπε να απελπιστώ εντελώς όταν άρχισε να κουνάει με αποδοκιμασία το κεφάλι της όταν έμαθε πως δεν είχαμε κλείσει κάποιο δωμάτιο για να μείνουμε
« Θα μπορούσαμε να μείνουμε σε κάποιο ξενοδοχείο» ήταν η δική μου άποψη που έφερε παροξυσμό γέλιου στην καινούργια μου φίλη …
« Μα που νομίζεις πως ήρθατε; >> με ρώτησε ανάμεσα στα γέλια της ... το κοντινότερο μέρος που διέθετε ξενοδοχείο απείχε αρκετά χιλιόμετρα!

Όπως ήταν φυσικό για μια ακόμα φορά τα είχα κάνει χάλια καθώς είχα πλάσει την εικόνα στο μυαλό μου πως θα βολευόμασταν άνετα για λίγο σε κάποιο μικρό και φθηνό ξενοδοχείο μέχρι να βρούμε ένα σπιτάκι να νοικιάσουμε, μόνο που ούτε ξενοδοχείο υπήρχε, ούτε περίσσευαν σπίτια για νοίκιασμα αφού οι άλλοι δάσκαλοι είχαν προνοήσει
να νοικιάσουν ότι διαθέσιμη στέγη υπήρχε στο χωριό.

« Θα σε πάω στην κυρά Μαρία γι απόψε κι από αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε με την περίπτωση σου!» βρήκε την λύση η Λένα κι άρχισα να γελάω ανακουφισμένη καθώς ένα βάρος έφυγε από πάνω μου.
« Μη χαίρεσαι, δεν ξέρεις τι δράκαινα είναι, ο θεός να σε φυλάει αλλά μένει μόνη της σε ένα τεράστιο σπίτι κι όλο και κάποιο δωμάτιο θα έχει να σε βάλει. Εκεί έμενα κι εγώ
πέρσι αλλά ήταν πολύ παράξενη και δεν άντεξα»

Το γέλιο μου κόπηκε αλλά όταν έχεις πάρει master στην παραξενιά από μια Τζώρτζια η δράκαινα της Λένας θα με φόβιζε?

Το σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού, ένα πέτρινο δίπατο με μια τεράστια αυλή μπροστά .
Από την είσοδο της αυλής μέχρι το σπίτι ήταν παραταγμένοι σαν στρατιωτάκια ντενεκέδες λαδιού , βαμμένοι κατάλευκοι κατάφορτοι με Φθινοπωρινά λουλούδια .
Και τότε την είδα να στέκεται στο κατώφλι και να μας παρατηρεί, δράκαινα όχι αστεία! Ψηλή , μαυροφορεμένη με γκρίζα μαλλιά πιασμένα σε έναν αυστηρό κότσο πίσω στον σβέρκο της, πρόσωπο βλοσυρό , μάτια κατάμαυρα που πέταγαν φωτιές καθώς μας παρατηρούσε να πλησιάζουμε στο σπίτι της και στόμα σφιγμένο πεισματικά που αρνιόταν να χαμογελάσει .
Θα είχα κάνει μεταβολή να φύγω τρέχοντας αλλά να φοβηθώ μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν γελοίο γι αυτό προχώρησα με θάρρος, καλά αστεία λέμε τώρα, δεν είχα καθόλου θάρρος, έτρεμα ολόκληρη, αλλά ήθελα να παραστήσω την γενναία στην Νανούκα που
έχει πιάσει σφιχτά το χέρι μου και κοιτά με τρόμο τον δράκο που μας περίμενε .

Δεν κατάλαβα τι ήταν εκείνο που την έκανε να χαμογελάσει, μήπως το τρομαγμένο ύφος μου ή μήπως η Νανούκα που κρυβόταν στις δίπλες του παλτού μου και φαινόταν μόνο η κορφή του κεφαλιού της και το ένα μάτι που κοιτούσε κρυφά?
Μπορεί να χαμογέλασε με το ξεφτισμένο κουνέλι που κρεμόταν σαν πτώμα στην αγκαλιά της κόρης μου!! 
Πάντως χαμογέλασε κι ένα χέρι με σκληρούς κάλους έσφιξε
το δικό μου και μας καλωσόρισε στο σπιτικό της.
Αντί για καφέ μας έστρωσε τραπέζι κι άρχισε να κουβαλά ένα σωρό πιάτα λες και μας περίμενε κι εμείς ξεθεωμένες από το ταξίδι και την ταλαιπωρία της ημέρας δεν σκεφτήκαμε καν να φέρουμε  αντίρρηση κι εκείνη μπούκωνε την κόρη μου που έτρωγε λες κι είχα να την ταΐσω δέκα μέρες!
Η Λένα αφού μας παρέδωσε στην ''δράκαινα'' έφυγε , πήγε στο χωριό να στείλει τα πράγματα μας σαν να ήταν πια βέβαιο πως δεν θα φεύγαμε πια από αυτό το σπίτι αν και δεν είχαμε συζητήσει ούτε για ενοίκιο, ούτε για το που θα κοιμόμασταν .

Η κυρά Μαρία μας έδωσε όλο το ισόγειο να μένουμε με την Νανούκα, δυο κάμαρες που στην κάθε μια θα μπορούσα να στριμώξω όλο το διαμέρισμα που μέναμε στην Αθήνα, με ένα μπάνιο τεράστιο «κοίτα μαμά , ολόκληρη μπανιέρα έχει εδώ!»
και κουζίνα που όσο έμεινα εκεί δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω ποτέ, αφού εκείνη ανέλαβε και την διατροφή μας γιατί όπως έλεγε κουνώντας το κεφάλι «εσείς οι Αθηναίες
δεν ξέρετε να μαγειρεύετε και το παιδί πρέπει να τρώει καλά κι εσύ πετσί και κόκαλο είσαι!». Όσο για ενοίκιο , έμεινα άφωνη όταν μου ζήτησε σχεδόν τα μισά από όσα πλήρωνα στο προηγούμενο σπίτι.
Ήταν πολύ καλύτερα από όσο μπορούσα να το φανταστώ και πως θα μπορούσε να φτάσει ποτέ η φαντασία μου τόσο μακριά, σε μια άγνωστη γυναίκα που μας σκέπασε με τις φτερούγες της και μας φρόντιζε σαν να είμαστε η κόρη και η εγγονή της!
Επιτέλους ζούσα, ανάσαινα, χαμογελούσα ... έκανα μια καινούργια αρχή!

Εκείνο το ίδιο βράδυ που φτάσαμε, όταν έβαλα την Λιλίκα για ύπνο, στο καινούργιο της κρεβάτι που μοσχοβολούσε σαν να είχε απλώσει κάποιος επάνω στα κατάλευκα σεντόνια όλα τα λουλούδια της γης, αγκάλιασε σφιχτά τον Σοκολάτα και με νυσταγμένο ύφος μου ψιθύρισε
«μη φύγουμε μαμά από εδώ μου αρέσει η γιαγιά Μαρία»

Ούτε κατάλαβα πότε προβιβάστηκε η δράκαινα κυρά Μαρία σε γιαγιά Μαρία!
Μάλλον τις ώρες που την κρατούσε τρυφερά αγκαλιά και την μπούκωνε ξεροτήγανα και τραγανές πατάτες ή όταν της έδωσε μια χειροποίητη πλεγμένη παιδική κουβερτούλα
για να τυλίξει τον Σοκολάτα της?

Αργότερα καθόμαστε μόνες μας με την γιαγιά Μαρία πλάι στην ξυλόσομπα μασουλώντας φρέσκα καρύδια και πίνοντας σπιτικό κρασί .
Το ξημέρωμα μας βρίσκει ακόμα να συζητάμε και το περίμενα πως κάποια στιγμή θα έφτανε η ώρα της ερώτησης «ο άντρας σου θα ΄ρθει?» και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα της ζωής μου και να της πω χωρίς περικοπές από πού ερχόμουν και ποια ήμουν . Δεν της έκρυψα τίποτα, δεν ήθελα να ξεκινήσω την φιλία μας με αυτήν την ντόμπρα Κρητικιά με φθηνές δικαιολογίες και παραλείψεις.
Θα άφηνα εκείνη να διαλέξει αν ήθελε να με κρατήσει με το παιδί μου κοντά της ή να μας πει να φύγουμε.
Εκείνη όμως κούνησε αδιάφορα τους ώμους «τα λάθη για τους ανθρώπους είναι» σα να μη της είχε κάνει τίποτα εντύπωση από όσα άκουσε κι από τότε δεν μας άφησε από τα χέρια της. Έτσι απέκτησα μια δεύτερη Τζώρτζια να μας προσέχει κι η Νανούκα απέκτησε μια ακόμα γιαγιά, που την ακολουθούσε σαν σκυλάκι όπου πήγαινε εκείνη.
Μαζί της η ζωή ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα από όσο μαζί μου,γιατί η γιαγιά Μαρία «έπλεξε και παλτό στον Σοκολάτα μαμά και ξέρει να κάνει τις πιο ωραίες τηγανιτές πατάτες ,μου λέει ξένα τραγούδια (οι Κρητικοί ιδιωματισμοί φάνταζαν ξένες γλώσσες για την κόρη μου) και με πάει και βόλτες στα ζωάκια να παίζω» τα ζωάκια ήταν οι κότες που είχε η γιαγιά Μαρία στην πίσω αυλή , κατσίκες και πρόβατα που έβοσκαν παντού
γύρω από το χωριό και που η κορούλα μου δεν είχε δει ποτέ της μέχρι τότε παρά μόνο σαν ζωγραφιές στα παραμύθια.

«Είστε καλά κυρία Άννα, είναι έτοιμα τα παιδιά?» συνέρχομαι από το ονειροπόλημα μου και βλέπω τον κ. Διευθυντή να με κοιτά ανήσυχος.
«Μάλιστα , μια χαρά όλα, μην ανησυχείτε καθόλου» Ρίχνω μια κρυφή ματιά στην αυλή νομίζοντας πως έχει φτάσει η σειρά μας και δεν το έχω καταλάβει , όμως το πρόγραμμα της Δευτέρας Τάξης θέλει ακόμα δέκα λεπτά για να τελειώσει.
Η Λένα δίνει τα παραγγέλματα και βλέπω όλο το άγχος που ζωγραφίζεται στα μάτια της για τα παιδιά της. Άραγε κι εγώ το ίδιο βλέμμα έχω?
Μάλλον γιατί βλέπω την γιαγιά Μαρία να με κοιτά επίμονα και να μου γνέφει καθησυχαστικά . Της στέλνω ένα φιλί για να μην ανησυχεί και γυρίζω ν’ ασχοληθώ με τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Ξέρω πως κι εκείνη σήμερα έχει πολύ αγωνία, όχι μόνο για το αν θα τα πάει καλά η Νανούκα μας ή πως θα τα βγάλω πέρα στις πρώτες μου γυμναστικές επιδείξεις , περιμένει τον γιο της, μετά από τρία χρόνια που έχει να τον δει και είναι τόση η
χαρά της που όλη την χθεσινή μέρα την περάσαμε στην κουζίνα να ετοιμάζουμε τα φαγητά της σημερινής γιορτής. Γιατί αυτή η μέρα είναι για όλες μας γιορτή.

Για την γιαγιά Μαρία, για την Τζώρτζια, για την Νανούκα μας, για εμένα, ακόμα και για εκείνον τον γιο που έφυγε θυμωμένος με την μητέρα του πριν χρόνια και τώρα πια επιστρέφει.

………………………………….
Γιαγιά Μαρία

« Τόσα χρόνια σε ένα άδειο σπίτι, στερημένο από γέλια, από γιορτές, τραπεζώματα. Έφυγε αδικοχαμένη η Φωτεινή μου κι έμεινε η σκιά της να βαραίνει τις ζωές μας, να σέρνεται πάνω στους τοίχους, να αρπάζεται απ΄ τους φράκτες, να μη θέλει να μας αποχωριστεί και την άκουγε ο κύρης της, την έβλεπε τα βράδια να τριγυρίζει κάτω στην αυλή και να τον καλεί κοντά της κι αυτός δεν το άντεξε, κάποια βραδιά την ακολούθησε κι από τότε σαν τον πήρε μαζί της ηρέμησε η ψυχή της και χάθηκαν κι οι δυο αφήνοντας μας ολομόναχους κι αυτό το παιδί να μη θέλει να κάτσει κοντά μου.
«Στοίχειωσε το σπίτι μάνα» να μολογά και να θέλει να φύγει μακριά να βρει σε άλλο μέρος την τύχη του. Πώς να το σταματήσω, να του κόψω τον δρόμο και έτσι του ‘δωσα την ευχή μου κι απόμεινα μονάχη στις άδειες κάμαρες. Μόνο τα γράμματα του είχα για συντροφιά μα πώς να γεμίσει η καρδιά με λέξεις σκαλισμένες στο χαρτί?
Χρόνια πέρασαν, αραίωσαν και τα γράμματα, μόνο στο τηλέφωνο ν΄ ακούω την φωνή του και πώς να καταλάβω αν είναι καλά μέσα από τις γραμμές?
Σαν ήρθε κάποτε να με δει ήθελε να με πάρει μαζί του , εκεί
που είχε ριζώσει εκείνος, στην πόλη … μου μίλαγε για την ζωή του, για το σπίτι του, για τις σπουδές που έκανε και πως είχε προκόψει σε όλα του, πως τίποτα δεν θα μου έλειπε μα και εδώ που ήμουν πάλι τίποτα δεν μου έλειπε, μόνο εκείνος ήταν μακριά μα και πώς να πισωγυρίσει πια στο χωριό ! Δεν τον χώραγε πια ο τόπος, μικρός του έμοιαζε .
Διαφορετικές οι ζωές μας και θύμωσε σαν του το είπα.
Θυμωμένος έφυγε μαζί μου « δεν θα μπορώ να βρω ησυχία, την έννοια σου θα έχω που θα σαι μονάχη εδώ» δεν κατάλαβε πως σαν αυτός δεν είχε θέση στο χωριό μας έτσι κι εγώ δεν είχα θέση στην πόλη του.
Μήνες έκανε να μου τηλεφωνήσει , με έβαλε τιμωρία που δεν είχα την θέληση να τον ακολουθήσω …

Ήρθε αυτό το κορίτσι και γέμισε φωνές και γέλια πάλι το σπίτι
κι ας το είχα πάρει απόφαση να μη ξαναδώσω δωμάτιο σε κανέναν ξενομερίτη παρά μόνο σε ανάγκη. Δεν τις μπορώ τις ερωτήσεις κι οι ξένοι θέλουν όλα να τα μαθαίνουν.
Μα σαν τις είδα να ‘ρχονται, εκείνη τόσο αδύνατη σαν το κλαρί
της μουριάς με φοβισμένο βλέμμα , να κρατά το κοριτσάκι της
από το χέρι, κατάξανθο σαν την Φωτεινή μου στα παιδικά τα της, με έναν βρώμικο πάνινο κούκλο αγκαλιά ράγισε η καρδιά μου, πώς να τις αφήσω να φύγουν? Φτερούγισε η ψυχή μου με το παιδί σαν κάθισε στην ποδιά μου, όλα θα της τα ‘δινα αν μου τα ζήταγε φτάνει να την κρατούσα κοντά μου, τόσο χάρηκα κι όταν η δασκαλίτσα άρχισε να μιλά χωρίς περιστροφές να μου λέει για την ζωή της ένοιωσα πως ένα χέρι έψαχνε να την ακουμπήσει, να της δώσει κουράγιο, προστασία ήθελε κι ας μη το παραδεχόταν.
Τζάμπα θα τις κρατούσα στο σπίτι , ότι ήθελε να το χει, μα ήταν περήφανη και θα ήταν προσβολή να της το πω ,γι αυτό παίρνω τα λεφτά που μου δίνει , μα δεν έχω αγγίξει ούτε δεκάρα από αυτά, άνοιξα βιβλιάριο για το κοριτσάκι της κι όταν φτάσει η ώρα θα το μάθει και θα μου θυμώσει. Θα το συζητήσουμε πρώτα με την μάνα της, εκείνη θα καταλάβει και μετά θα δούμε πως θα της το πούμε.
Πόση χαρά είδα πια και τώρα που γυρίζει το παιδί μου,
Παναγιά μου τι περισσότερο να θελήσω?»_


Έτοιμοι? Ρωτάω και βλέπω γύρω μου τα ξαναμμένα προσωπάκια , τα ματάκια που γυαλίζουν από προσμονή . Περιμένουν το δικό μου σύνθημα…
« Εμπρός καμάρια μου» φωνάζω και βγαίνω μαζί τους στην αυλή … τα αγόρια μου είναι τα σκυλάκια και τα κορίτσια οι γατούλες και να οι τούμπες στα στρώματα και τα κυνηγητά ανάμεσα από τα στεφάνια … ένα μήνα ράβαμε στο σαλόνι της γιαγιάς Μαρίας τις στολές των παιδιών, ερχόταν από το πρωί
οι μανάδες , πέντε ραπτομηχανές δούλευαν μέχρι αργά τα απογεύματα για να ετοιμαστούν όλα για την γιορτή αυτή.
Για μισή ώρα έτρεχα μαζί τους πάνω κάτω, τους δίνω τα παραγγέλματα, τους
θυμίζω τις σειρές κι όταν κάναμε το εντυπωσιακό μας φινάλε με το διπλό άλμα της Γιωργίας επάνω από τις πλάτες των αγοριών και άκουσα το ζεστό χειροκρότημα επιτέλους όλα τελείωσαν κι αναστέναξα ανακουφισμένη , καταϊδρωμένη
ευτυχισμένη !

Η γιορτή μας τελειώνει με τους παραδοσιακούς χορούς.
Ανάμεσα στα παιδιά και η Νανούκα ντυμένη Κρητικοπούλα με την φορεσιά που της έδωσε η γιαγιά Μαρία.
Την έβγαλε κλαίγοντας από το σεντούκι που έχει στην κάμαρα της και την φόρεσε στην κόρη μου «της Φωτεινής μου ήταν μα τώρα σου ανήκει καρδιά μου» κι η Νανούκα πέταξε στην άκρη τον Σοκολάτα της και καμάρωνε στους καθρέφτες φορώντας την όμορφη στολή με τα κεντήματα και τα φλουριά που χτυπούσαν σε κάθε της βήμα, χωρίς να την αποχωρίζεται για μέρες περιμένοντας ανυπόμονα την γιορτή να χορέψει ανάμεσα στα άλλα παιδιά .
Η γιαγιά Μαρία παρέα με την Τζώρτζια καμαρώνουν κλαίγοντας για τους δικούς της λόγους η κάθε μια και συνάμα γελάνε με τα σκέρτσα των παιδιών και χτυπάνε παλαμάκια στον ρυθμό της μουσικής κι εγώ πάω να καθίσω ανάμεσά τους και τις αγκαλιάζω .
Είναι οι μαμάδες μου.

«Ο Κωσταντής , ο Κωσταντής ήρθε» φωνάζει η γιαγιά Μαρία και μας δείχνει έναν νέο γελαστό άντρα που στέκεται παράμερα , ανάμεσα στον κόσμο και κουνάει το χέρι του χαιρετώντας προς το μέρος μας.

Επιτέλους, εμφανίστηκε ο άνθρωπος για τον οποίον ξέρω τα πάντα αφού η μάνα του δεν σταματά να μιλά γι αυτόν !
Η ματιά του μας αγκαλιάζει όπως καθόμαστε όλες μαζί και τελικά καρφώνεται επάνω μου.

Για λίγο μένουμε ξαφνιασμένοι να κοιταζόμαστε, σαν να σταμάτησε η μουσική, σαν να σταμάτησε η καρδιά μου, σαν να θόλωσε η αυλή,σαν να χάθηκαν όλα ένα γύρω και μόνο
το χέρι της γιαγιάς Μαρίας που με σκουντάει στα πλευρά με συνεφέρει.
«Είδες λεβέντη γιο που έχω?» με ρωτά και διακρίνω μια πονηρή λάμψη στα μάτια της.
Θέλω να γελάσω δυνατά, με πνίγει αυτό το γέλιο που είχα ξεχάσει πως είναι.
Θα έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το Καλοκαίρι σκέφτομαι ...
η ζωή είναι τόσο όμορφη … ξανασκέφτομαι πως θέλω να φιλήσω όλο τον κόσμο !
Και ....

Νομίζω πως ξέρω από ποιόν θα αρχίσω … τα φιλιά !

___                                                  ΤΕΛΟΣ


                                           Levina



29.10.12

Κάθε τέλος ... μια αρχή (β.μέρος)


Περίληψη _
Mια νέα γυναίκα που ζει μόνη με την κόρη της έχοντας την βοήθεια της μητέρας της, με αρκετές άστοχες κινήσεις στην ζωή της έχει βρεθεί σε αδιέξοδο μέχρι που έρχεται ο διορισμός της να διδάξει στο σχολείο ενός ορεινού χωριού της Κρήτης. Παρακολουθούμε την ημέρα της αναχώρησης για τον τόπο του διορισμού της και την βλέπουμε να έχει όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειες που θα είχε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο.





2.

Τα δώρα που έφεραν για την κόρη μου , ένα ζεστό  ρόζ μπουφάν με επένδυση από γούνα και ένα ακριβό μπέζ ολόμαλλο παλτό για μένα με αφήνουν άφωνη και με δάκρυα στα μάτια.
… «Δεν μπορείς χρυσή μου να εμφανιστείς στην νέα σου θέση με αυτό το απαράδεχτο ρούχο!»… Μου λέει η κ. Δημάκη χήρα Συνταγματάρχου και η αρχηγός της τετράδας των φίλων.
Θα ήθελα να υπερασπιστώ την χοντρή τσόχινη μπλε ζακέτα μου που την πήρα πριν κάτι χρόνια στις εκπτώσεις σε μισή τιμή αλλά δεν συγκρίνεται με το παλτό που μου έφεραν τα κορίτσια και ξέρω κατά βάθος ότι η κ. Συνταγματάρχου έχει δίκιο. 
Η επόμενη όμως κίνηση τους είναι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό που θέλουν να μου δώσουν, δώρο από όλες στον σύλλογο και που αρνούμαι σθεναρά και με δάκρυα στα μάτια να το πάρω.
… «Δεν είναι μόνο για σένα χρυσή μου, ένα μικρό δωράκι είναι για τα πρώτα σας έξοδα με το μωρό μας και φυσικά θα το δεχτείς!!» Ένα δώρο που αντιπροσωπεύει τους μισθούς μου πέντε τουλάχιστον μηνών, μαζεμένο από όλες αυτές τις γυναίκες που καμία τους δεν είναι ιδιαίτερα ευκατάστατη, αυτό δεν είναι δώρο, είναι κάτι παραπάνω και μπήγω τα κλάματα ρουφώντας με έναν απαίσιο θόρυβο την μύτη μου που τρέχει.
Η κ. Συνταγματάρχου αφήνει τον φάκελο με τα χρήματα στο σερβάν και με κλείνει στην τεράστια αγκαλιά της.
… «Είμαστε σίγουρες πως αυτά τα χρήματα θα πάνε για καλό σκοπό χρυσή μου, τα παιδιά των φίλων μας είναι και δικά μας παιδιά, εμείς εξ άλλου δεν τα έχουμε ανάγκη όσο εσύ που θα φύγεις».
Ξέρω ότι μου λέει ψέματα για να με παρηγορήσει, φυσικά και τα έχουν ανάγκη, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω καθώς μας έχουν πιάσει όλες τα κλάματα από συγκίνηση.
Πολύ αργότερα, γυρίζω σπίτι μου αγκαλιά με τα δώρα μας και σφίγγοντας την τσάντα μου με τα πολύτιμα χρήματα.
Νοιώθω λίγο πιο δυνατή τώρα πια, πιο αισιόδοξη, νοιώθω ότι δεν είμαστε μόνες μας εγώ και η Νανούκα, ποτέ βέβαια δεν ήμασταν, αλλά τώρα ξέρω ότι δίπλα στην Τζώρτζια στέκονται πραγματικές φίλες έτοιμες να μας συμπαρασταθούν σε κάθε δυσκολία μας.

Σε λίγες ώρες θα βρισκόμαστε στο καράβι που θα μας μεταφέρει στον καινούργιο μας προορισμό και πρέπει να τσεκάρω για ακόμα μια φορά τα πράγματα που θα πάρουμε μαζί μας, δυο μεγάλες βαλίτσες, ένα ακόμα μεγαλύτερο σακ-βουαγιάζ, δυο ακόμα κούτες που έχω κανονίσει να τις πάρει μεταφορική και να μου τις στείλει όταν πρώτα δω που θα έχω τακτοποιηθεί.
Τα λιγοστά μου έπιπλα τα αφήνω πίσω, δεν αξίζει να πληρώσω για να τα πάρω και είμαι σίγουρη πως η σπιτονοικοκυρά θα νοικιάσει το σπίτι πιο ακριβά ΄΄επιπλωμένο΄΄ με την παλιά μας κρεβατοκάμαρα, το μικρό τραπέζι με τις τρεις καρέκλες και μερικά ακόμα μικροέπιπλα αγορασμένα κατά καιρούς σε τιμές ευκαιρίας από τα στοκατζίδηκα της οδού Πατησίων.
Η Τζώρτζια έχει περάσει από το σχολείο να πάρει την Νανούκα και μαζί φέρνουν και πακέτα με έτοιμο φαγητό!!
Καθόμαστε οι τρεις μας στο τραπέζι και αφού δεν έχω πια μαχαιροπήρουνα τρώμε με τα χέρια και πίνουμε μπύρα σε πλαστικά ποτηράκια, σκασμένες στα γέλια καθώς θυμόμαστε ένα σωρό παλιές ιστορίες με την μητέρα μου , προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να διώξουμε την θλίψη του αποχωρισμού και τα καταφέρνουμε αρκετά καλά αφού πλέον δακρύζουμε από τα γέλια.
Νοιώθω πολύ ευχαριστημένη καθώς βλέπω χαλαρή την μητέρα μου να θυμάται παλιές ιστορίες με τον πατέρα μου και να γελά με την καρδιά της.
….. «Θυμάσαι τότε που είχες αποφασίσει να γίνεις χορτοφάγος και ο καημένος ο πατέρας σου έτρωγε για τρεις μήνες από δυο μερίδες φαγητό για να μη σε ανακαλύψω??» Με ρωτά και μας πιάνει νέος παροξυσμός γέλιου.
Φυσικά και το θυμάμαι! Ήμουν τότε 14 χρονών και είχαμε ανακαλύψει με τις συμμαθήτριές μου ότι δεν ήταν καθόλου sik να τρως κρέας από φρικτά βασανισμένα ζωάκια .
Φυσικά δεν τόλμησα να το πω στην Τζώρτζια που θα γινόταν έξαλλη με κάτι τέτοιο να αποτελείται η διατροφή μου από μαρούλια, λάχανα και αγγούρια και με δάκρυα στα μάτια για τα καημένα ζωάκια κλάφτηκα στον πατέρα μου.
Πως τα κατάφερε και για τρεις μήνες η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι τι γινόταν στο τραπέζι δεν ξέρω, όταν όμως εκείνος πήρε είκοσι κιλά και εγώ έχασα δεκαπέντε η Τζώρτζια μας έκανε τσακωτούς και φυσικά έγινε ο κακός χαμός, έπεσαν και τα απαραίτητα τηλεφωνήματα μεταξύ των έξαλλων μαμάδων μας και εκεί έληξε η οικολογική μας συνείδηση.
Όταν η μητέρα μου σηκώνεται να φύγει αγκαλιαζόμαστε σφιχτά οι τρεις μας.
…. «Γιατί δεν με αφήνεις να έρθω στο λιμάνι?» Με ρωτά και της το αρνούμαι για μια ακόμα φορά. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρηθεί τόσο και δεν θα αλλάξει και τίποτα.
Φτάνει ο αποχαιρετισμός μας εδώ, θέλω να νοιώθω πως θα γυρίσει σπίτι της και της υπόσχομαι να την πάρω πρωί πρωί τηλέφωνο αύριο να την ενημερώσω για το ταξίδι μας.
Με φιλά με τόση λαχτάρα που κάνει την καρδιά μου κομμάτια, δεν με έχει συνηθίσει σε τόσες γλύκες και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.

Λίγες ώρες αργότερα είμαστε στο καράβι με την Νανούκα μου.
Το κοριτσάκι μου έχει κατενθουσιαστεί με το δώρο της , το ζεστό ροζ μπουφάν που της πηγαίνει αφάνταστα! Τα μελένια μάτια της γυαλίζουν από ευχαρίστηση καθώς σφίγγει
τον Σοκολάτα που αν ήταν αληθινός αρκούδας θα είχε πάει από πνιγμό με τόσο σφιχτές αγκαλιές που έχει βιώσει.
Το ταξίδι μας θα κρατήσει όλη την νύχτα, αρκετές ώρες για να αφήσω το κοριτσάκι μου να κοιμάται επάνω στα καθίσματα, έτσι έχω πάρει εισιτήρια που περιλαμβάνουν καμπίνα
για τις δυο μας.
Αφού κάνουμε μια περιήγηση στο πλοίο και την απαραίτητη ξενάγηση στον Σοκολάτα ξαπλώνουμε στις κουκέτες μας όπως είμαστε, με τα ρούχα μας, ήμουν πολύ κουρασμένη
για να ανοίξω βαλίτσες και να φορέσουμε πυτζάμες.
Η κατενθουσιασμένη κόρη μου ακόμα πιο κουρασμένη από μένα κοιμάται σαν αγγελούδι
σε λίγα μόνο λεπτά και μένω μόνη μου πάλι με τις σκέψεις μου στο μισοσκόταδο της καμπίνας.
Πόσο θα ήθελα να είχα την δική της ανέμελη ηλικία και το αθώο μυαλό της, να κοιμόμουν και εγώ δίχως να με βασανίζουν οι αμφιβολίες και η αβεβαιότητα του αύριο!
Όσο και να θέλω να σκέφτομαι αισιόδοξα δεν μπορώ να πω πως έχω εμπιστοσύνη στην κρίση μου και στις αποφάσεις μου που τόσο με έχουν μέχρι τώρα ταλαιπωρήσει.
Είχα περάσει όμως και πιο δύσκολα, γιατί να με τρομάζει το ενδεχόμενο άγνωστοι άνθρωποι, σε ένα άγνωστο μέρος που θα ζούσα μόνο ένα ή δυο χρόνια να με κατηγορήσουν για οτιδήποτε? Και ποιος δεν έχει κάνει λάθη στην ζωή του?
Βέβαια εγώ μόνο λάθη έκανα μέχρι τώρα, αλλά αυτό φαίνεται είναι το δικό μου ταλέντο!
Οι λάθος επιλογές.
Κάποτε θεωρούσα πως το πιο δύσκολο θα ήταν να φτάσει η ώρα που η κόρη μου θα με ρωτούσε για τον πατέρα της και αυτό το έτρεμα από την ώρα που άρχισε να καταλαβαίνει
και ήταν τόσο έξυπνο και παρατηρητικό παιδί που δεν θα αργούσε αυτή η στιγμή.
Την πρώτη φορά που με ρώτησε ήμαστε σε μια παιδική χαρά και της έκανε εντύπωση ότι γύρω μας εκτός από μαμάδες υπήρχαν και μπαμπάδες που έπαιζαν με τα παιδιά τους.
Η Νανούκα ήταν σχεδόν τεσσάρων και η λέξη μπαμπάς της ήταν άγνωστη. Πρώτα με ρώτησε τι σημαίνει αυτή η λέξη και της απάντησα κάτι αόριστο που δεν την ικανοποίησε.
Η επόμενη ερώτηση ήταν και πιο δύσκολη.
…. «Εσύ μαμά γιατί δεν έχεις άντρα να παίζει μαζί μου?» Την θεώρησα πολύ μικρή για να της δώσω μια σωστή απάντηση, είχε μπλοκάρει και το μυαλό μου και έτσι της απάντησα ότι κάποτε είχα αλλά ….έχασε τον δρόμο του.
Μάλλον αυτό θα ήταν απάντηση για αδέσποτο σκύλο και όχι για έναν ανύπαρκτο πατέρα.
Ωστόσο η κόρη μου με κοίταξε με απορία σαν να μου έλεγε ότι αυτά ήταν ανοησίες και δεν σχολίασε παραπάνω την απάντησή μου.
Την επόμενη φορά που με ρώτησε ήταν πριν δυο χρόνια και δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι εκτός από τις μητέρες που πηγαινοέφερναν τα παιδιά τους στο σχολείο
ήταν και αρκετοί μπαμπάδες και τότε εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω από τις ερωτήσεις της και προσπάθησα να της εξηγήσω πως είχε και αυτή έναν μπαμπά που έφυγε κάποια στιγμή από κοντά μας ( δεν διευκρίνισα πως αυτό έγινε την επόμενη που έμαθε για την εγκυμοσύνη μου και επέστρεψε μόνο μετά από τον δικό μου σκληρό εκβιασμό για να αναγνωρίσει την κόρη του) για να συνεχίσει την ζωή του όπως εκείνος ήθελε και εμείς πλέον είμαστε οι δυο μας για να συνεχίσουμε την δική μας.
… «Μαμά δεν θα ξαναγυρίσει ο μπαμπάς?»
… «Όχι γλυκεία μου, δεν θα ξαναγυρίσει» καλύτερα να της έκοβα αυτή την ελπίδα που άρχισε να χαράζει στο μυαλουδάκι της.
…. «Το ξέρει που μένουμε όμως, έτσι δεν είναι?»
Φυσικά και το ξέρει ήθελα να της πω, αφού εκείνος έμενε ακόμα στο ίδιο σπίτι που έμενε όταν γνωριστήκαμε με την γυναίκα και τα παιδιά του που τότε αγνοούσα την ύπαρξη τους
και ξέρει που είμαστε, όπως ξέρει πως υπάρχεις και προτιμά να το αγνοεί.
…. «Νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από το να συζητάμε αυτό το θέμα γλυκιά μου, αν θέλεις να πάμε μια βόλτα μέχρι την πλατεία?»
Το έξυπνο κοριτσάκι μου κατάλαβε πως άλλαζα θέμα, με κοίταξε με αυστηρό ύφος, αυτό που έπαιρνε ορισμένες φορές και μου θύμιζε έντονα την επικριτική Τζώρτζια και βούτηξε το μπουφάν της και τον Σοκολάτα.
…. «Άντε πάμε, να δούμε τι θα καταλάβεις όταν έρθει ο δικός μου ο μπαμπάς και εμείς θα λείπουμε!».
Τελικά είχε ριζώσει στο μυαλουδάκι της η ιδέα ότι εκείνος θα ερχόταν κάποια στιγμή να την πάρει από το σχολείο, να την πάει στις κούνιες ή να παίξει μαζί της. Το καταλάβαινα από
τις σκόρπιες κουβεντούλες της που πάντα απέφευγα να απαντήσω ή να δώσω συνέχεια και περίμενα να ξεχαστεί με τον καιρό. Και πραγματικά είχαν περάσει μήνες που δεν είχε αναφερθεί το θέμα ΄΄πατέρας΄΄ , κάτι που μπορεί να βόλευε εμένα αλλά ήξερα πως κατά βάθος η ίδια δεν το είχε ξεχάσει και κάποια στιγμή θα βρισκόμουν πραγματικά αντιμέτωπη με πιο σκληρές ερωτήσεις της. Μα και τι να έκανα?
Να βρω έναν άνθρωπο που με είχε εξαπατήσει κρύβοντάς μου τον γάμο του?
Που αναγνώρισε την κόρη του όταν του είπα πως αλλιώς θα τον τραβολογούσα στα δικαστήρια , ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα τέτοιο σκοπό, ούτε την οικονομική άνεση να το κάνω, που του είχα υποσχεθεί να μη τον ενοχλήσω ποτέ ξανά και για κανένα λόγο όσο σοβαρός και να ήταν αυτός. Πώς να πήγαινα να του πω ότι η κόρη του απορεί για την ύπαρξή του? Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα λογοδοτούσα για την απόφασή μου να την φέρω έστω και μόνη μου στον κόσμο, εκείνος άραγε το είχε σκεφτεί αυτό ποτέ?
Όταν θα μεγάλωνε αρκετά η Νανούκα μου και θα μπορούσα να της εξηγήσω είχα σκοπό να της μιλήσω για όλα, όμως μέχρι να γίνει αυτό ήμουν αποφασισμένη να μην την αφήσω να πληγωθεί από καμία καταναγκαστική παρουσία πατέρα στην ζωή της.
Νομίζω πως αυτός ήταν και ο λόγος που ποτέ δεν τα κατάφερα να κάνω μια σχέση της προκοπής, όχι ότι δεν το προσπάθησα, όταν όμως έφτανα σε κάτι σοβαρότερο ένοιωθα να πνίγομαι, φοβόμουν για το αύριο, δεν ήθελα να βάλω κανέναν στο σπίτι μας και να δώσω ελπίδα στον εαυτό μου και στο μωρό μου ότι βρήκε κάποιον που αξίζει να αγαπήσει, ότι αξίζω εγώ να με αγαπήσουν. Και μετά?
Αν ερχόταν μια ακόμα απογοήτευση, αν δεν πήγαινε καλά? Πάλι μόνες.
Ανόητες σκέψεις ίσως, αλλά με βάση ένα ένοχο παρελθόν δεν ήταν τελικά και τόσο ανόητες.
Την βλέπω να κοιμάται στην απέναντι κουκέτα , ένας μικρός άγγελος, ο δικός μου άγγελος και δεν μπορώ να κοιμηθώ, καθώς το μυαλό μου έχει γίνει ένα κουβάρι.

Ντύνομαι και ανεβαίνω στο κατάστρωμα να με χτυπήσει καθαρός αέρας.
Βαθιά στον ορίζοντα βλέπω την νύχτα να αλλάζει χρώμα, ο ουρανός παίρνει μια γλυκιά μπλε απόχρωση και γρήγορα αρχίζει να φωτίζει μέχρι που βλέπω τον δίσκο του ήλιου να ξεπροβάλει μέσα από την θάλασσα πίσω μας.
Μπροστά αχνοφαίνεται η σκιά της στεριάς που πλησιάζει γρήγορα, σε λίγο φτάνουμε.
Η πρωινή δροσιά με κάνει να ανατριχιάζω, θέλω ένα ζεστό καφέ, αλλά θα πάω να πάρω την Νανούκα μου να φάμε μαζί πρωινό, θέλω να αρχίσω μαζί της αυτή την μέρα.
Το μυαλό μου καθαρίζει σιγά σιγά, είμαι εδώ πια, σε λίγη ώρα θα πατήσω σε ένα καινούργιο τόπο, θα αρχίσω την καινούργια μου ζωή, θα είμαι μια δασκάλα με το κοριτσάκι της, μια εικοσιεφτάχρονη γυναίκα που το μόνο που θέλει στην ζωή της είναι να μπορέσει να ζήσει, να αφήσει πίσω της κάθε τι που την πλήγωσε, κάθε λάθος που έκανε και να ανοίξει τα φτερά της να πετάξει ψηλά.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα που φτάνει μέχρι τα βάθη του κορμιού μου και με αναζωογονεί, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ένα ζευγάρι να στέκεται παραδίπλα στα ρέλια και να κοιτά
την ανατολή. Φαίνονται τόσο ερωτευμένοι και καθώς περνώ δίπλα τους η γυναίκα γυρνά και μου χαμογελά. Τους καλημερίζω και είναι σαν να καλημερίζω την ίδια την ζωή, την ελπίδα και κατεβαίνω να σηκώσω το μωρό μου.
Ξυπνάω την Νανούκα και ανεβαίνουμε μαζί στο μπαρ του πλοίου, καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι δυο μας με τον Σοκολάτα φυσικά και παραγγέλνουμε ένα πλούσιο πρωινό.
….. «Αθηνά μου σ αγαπώ» της λέω και είναι η πρώτη φορά που την φωνάζω με το κανονικό της όνομα. Με κοιτά σοβαρά, ελαφρώς παραξενεμένη και ένα χαρούμενο χαμόγελο απλώνεται στο προσωπάκι της.
…. «Αννούλα μου και εγώ σε αγαπώ, πάντα θα σε αγαπώ» μου απαντά σοβαρά καθώς χώνει τα δοντάκια της σε ένα τεράστιο κρουασάν και βλέπω πως άλλαξαν πολύ γρήγορα οι ρόλοι μας, εγώ έγινα η Αννούλα της!
Μου φάνηκε πως είδα ένα ειρωνικό χαμόγελο στον Σοκολάτα.
Μα είναι δυνατόν?
Όχι θα μου φάνηκε….. ή μήπως όχι?


Συνεχίζεται .....

25.10.12

Κάθε τέλος .... μια αρχή


Είναι η τελευταία νύχτα που περνάμε στο θλιβερό διαμερισματάκι μας της οδού Ιθάκης.
Ενάμιση δωμάτιο, αν το μισό που είναι το χολ πιάνεται και αυτό στα δωμάτια, μπάνιο ενάμιση επί ενάμιση με μισή μπανιέρα και μια υποτυπώδης κουζίνα που δεν έπαιρνε ούτε ένα ψυγείο κανονικού μεγέθους………. και αυτό μισό ήταν.
Όλη μου η ζωή γεμάτη από μισά πράγματα, μισές σχέσεις, μισή αγάπη, μισό διαμέρισμα, μισές σκέψεις, τίποτα ολοκληρωμένο, τίποτα γεμάτο.
Με μια μόνη εξαίρεση, την Νανούκα μου , το μόνο σωστό που κατάφερα να δημιουργήσω στα εικοσιεφτά χρόνια της γεμάτης ανολοκλήρωτες κι απερίσκεπτες πράξεις ζωής μου .
Η Νανούκα που κοιμάται στην μοναδική μας κρεβατοκάμαρα με τον Σοκολάτα στην αγκαλιά της, τον γούνινο καφετί αρκούδο της με τα πορτοκαλιά υάλινα μάτια που μόνο με εγχείριση μπορείς να της τον αποσπάσεις.
Κάθομαι ολομόναχη στο σκοτεινό χολάκι ενώ η επιγραφή νέον από την Κάβα στην απέναντι γωνία, ρίχνει πολύχρωμες κορδέλες από το τζάμι της κουζίνας στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού μας.
Έξη ολόκληρα χρόνια περάσαμε με την Νανούκα σε αυτό το διαμέρισμα μια πολυκατοικίας του ’50 με ξεχαρβαλωμένα υδραυλικά και ηλεκτρικά και ανύπαρκτο σύστημα θέρμανσης
στα περισσότερα διαμερίσματα όπως το δικό μας, ένα σοβαρό όμως πλεονέκτημα για το μειωμένο ενοίκιο που πλήρωνα , έστω και αν τον χειμώνα κουκουλωνόμασταν αγκαλιασμένες στο μοναδικό μας κρεβάτι για να ζεσταθούμε αφού ακόμα και μια φορητή σόμπα που διέθετα δεν κατάφερνε να δώσει λίγη ζεστασιά σε αυτό το παγωμένο βορινό διαμέρισμα που ο ήλιος δεν το είχε δει ποτέ.
Κανονικά θα έπρεπε να λυπάμαι που αύριο θα φύγουμε από εδώ, δεν θα μου λείψει τίποτα από αυτό το σπίτι, ούτε το δωμάτιό μας με τους γεμάτους υγρασία τοίχους, το μπάνιο με τα μουσταρδί είδη υγιεινής και τα σκούρα μπλε πλακάκια, περίσσευμα ποιος ξέρει ποιου εργολάβου όλα αυτά που τα ξεφορτώθηκε στα διαμερίσματα αυτής
της πολυκατοικίας, όπως στην κουζίνα που έχει πέντε λογιών διαφορετικά πλακάκια στους τοίχους, τάχα μου για σχέδιο.
Και όμως την φοβάμαι αυτή την αλλαγή, φοβάμαι που θα φύγουμε από αυτό που έμαθα τόσα χρόνια να ζω και θα πάρω την Νανούκα μου να τραβήξουμε ένα καινούργιο δρόμο προς το άγνωστο.

Η αμφιβολία έχει αρχίσει να με τυραννά, άραγε έκανα καλά που δέχτηκα αυτή την θέση?
Όχι ότι και καμιά άλλη επιλογή, αλλά να πάμε στην άλλη άκρη του κόσμου όπως μου φαίνεται τώρα, σε ένα χωριό της Κρήτης για να αναλάβω την θέση πρωτοδιοριζόμενης δασκάλας στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου ....τώρα πια με φοβίζει αυτή η προοπτική.
Είναι αργά βέβαια να κάνω πίσω, αλλά ξαφνικά σκέφτομαι τόσα που δεν είχα σκεφτεί, όπως ότι θα είμαι μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων, πως θα με δεχτούν, πως θα αντιμετωπίσει η Νανούκα αυτή την αλλαγή και πως θα αντιμετωπίσουν εκείνοι την Νανούκα μου, τι θα πρέπει να πω για τον ανύπαρκτο πατέρα της που πέρα από ένα
επώνυμο δεν έχει τίποτα άλλο από αυτόν?
Πως θα στήσουμε την ζωή μας από την αρχή σε ένα μέρος που δεν ξέρω?
Αν δεν της αρέσει εκεί?
Αν δεν μας αρέσει?
Αν αντιμετωπίσουμε δυσκολίες και χρειαστεί να φύγουμε?
Πως θα ξαναγυρίσω νικημένη για μια ακόμα φορά στην Τζώρτζια?
Τόσα πολλά ''αν'' μαζεύτηκαν στο μυαλό μου και θέλω να γίνω μια τόση δα σταλίτσα, να κρυφτώ κάπου … σε ένα σκοτεινό ντουλάπι μέχρι να περάσει η νύχτα να μη σκέφτομαι, να κλείσω το μυαλό μου με έναν διακόπτη, να φωνάξω στην Τζώρτζια να έρθει να με σώσει, να με αγκαλιάσει όπως τότε που ήμουν μικρούλα και με προστάτευε
από τον κακό τον λύκο που φοβόμουν στα παραμύθια.
Το ξέρω ότι σκέφτομαι ανόητα, το νοιώθω ότι για μια ακόμα φορά το μυαλό μου δουλεύει χαζά και πάω να ξαπλώσω δίπλα στην Νανούκα που σφίγγει ακόμα περισσότερο τον Σοκολάτα στην μικρή αγκαλιά της μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο.
Το κόκκινο λαμπάκι νυκτός που είναι αναμμένο δίπλα στο κρεβάτι μας κάνει το προσωπάκι της ρόδινο και ρίχνει χαλκόχρωμες ανταύγειες στα χρυσαφένια μαλλάκια της.
Την τραβάω απαλά στην αγκαλιά μου και αυτήν και τον Σοκολάτα της που μάλλον θέλει πάλι πλύσιμο αφού μου μυρίζει έντονα κάτι μεταξύ στιφάδου που δεν έχω φτιάξει ποτέ και χωματερής που εκείνος δεν έχει πάει ποτέ και μένω ξάγρυπνη, βυθισμένη στις φοβίες και στις μαύρες σκέψεις μου μέχρι που ξημερώνει.

Ξημέρωσε και σηκώνομαι από το κρεβάτι νοιώθοντας τόσο κουρασμένη από την αγρύπνια που σέρνω το κορμί μου στην κουζίνα για να φτιάξω ένα δυνατό καφέ να συνέλθω.
Δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο για πρωινό, μόνο μια γωνίτσα μπαγιάτικου ψωμιού που την μοιράζομαι με την κόρη μου που έχει στο μεταξύ κι αυτή σηκωθεί και χοροπηδά χαρούμενη καθώς ντύνεται για να την πάω στο σχολείο της.
Είναι η τελευταία φορά που πηγαίνει σε αυτό το σχολείο, αλλά δεν δείχνει να την πειράζει που θα χάσει τους φίλους που απέκτησε εκεί καθώς περιμένει με τόσο ενθουσιασμό το ταξίδι μας, το νέο της σχολείο, την αλλαγή που της ακούγεται σαν μαγική λέξη και
η χαρά και αισιοδοξία της μεταδίδεται τελικά και σε μένα.
Η αγαπημένη μου κόρη είναι ένας κλασικός τοξότης, η αισιοδοξία και η αγάπη για ταξίδια κυριαρχούν σε οτιδήποτε άλλο.
Έτσι και αλλιώς μια νέα μέρα ξημέρωσε και αφού είναι αργά για να κάνουμε πίσω, ας κάνουμε το πρώτο μας βήμα μπροστά.
……..« Μαμά μη ξεχάσεις τον Σοκολάτα, πρόσεξε»

Την διαβεβαιώνω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ξεχάσω αλλά τα μελένια μάτια της με κοιτούν με καχυποψία.
……. «Την άλλη φορά τον είχες ξεχάσει!!»
Μου υπενθυμίζει με στόμφο αυτή την μοναδική μελανή σελίδα στην σχέση μας που συνέβη πριν τρία χρόνια. Μα πως στο καλό ένα επτάχρονο κοριτσάκι θυμάται κάτι που συνέβη πριν από τρία χρόνια?
Μας είχε δώσει η Τζώρτζια δυο εισιτήρια που κέρδισε από τις «Κυρίες του Συλλόγου της Δαντέλας» για ένα διήμερο στην Πορταριά και πήγαμε τότε με την Νανούκα.
Όταν φύγαμε από το ξενοδοχείο Κυριακή πρωί για την επιστροφή μας στην Αθήνα η κόρη μου κοιμόταν και μέσα στην φούρια της αναχώρησης άφησα πίσω τον καημένο τον Σοκολάτα.
Στα μισά της διαδρομής ξύπνησε η Νανούκα και τον αναζήτησε και τότε με φρίκη ανακάλυψα πως τον είχα ξεχάσει στο σαλονάκι του ξενοδοχείου.
Τίποτα δεν μπορούσε να την πείσει ότι δεν το έκανα επίτηδες για να τον ξεφορτωθώ, τίποτα δεν την καθησύχαζε , ούτε πως θα τηλεφωνούσα στον ξενοδόχο να μας τον στείλει με το επόμενο λεωφορείο.
Κατεβήκαμε στα Καμένα Βούρλα, πήραμε άλλο λεωφορείο για τον Βόλο, φτάσαμε με ταξί στην Πορταριά, πήραμε τον ξεχασμένο Σοκολάτα και με το ίδιο ταξί κατεβήκαμε πάλι στον Βόλο και από εκεί με άλλο πάλι λεωφορείο για Αθήνα.
Και όλα αυτά κουβαλώντας μια τεράστια βαλίτσα και ένα τετράχρονο που αρνιόταν πεισματικά να πει μια κουβέντα πέρα από το ….Σοκοατα μουουουουουου!
Φτάσαμε μεσάνυχτα στο σπίτι μας έχοντας ξοδέψει στο μεταξύ τις πενιχρές οικονομίες για να περάσουμε τον μήνα μέχρι να πληρωθώ ξανά και για δέκα ημέρες τρώγαμε σερί νερόβραστα μακαρόνια ακόμα και για πρωινό.
Από τότε το πήρα τα μάθημά μου και προτιμούσα να πάρω αγκαλιά τον Σοκολάτα για να μη χαθεί παρά την Νανούκα που ήταν τσεκαρισμένο ότι θα τον ακολουθούσε και με κλειστά μάτια για να πάμε οπουδήποτε.
.......................
Βλέποντάς με να διστάζω, άρπαξε την σχολική της τσάντα και τον Σοκολάτα στην αγκαλιά της, σίγουρη ότι και πάλι θα έκανα την γκάφα μου.
… «Καλύτερα μαμά να τον αναλάβω εγώ!»
Μα που ήξερε αυτές τις λέξεις όταν τα περισσότερα παιδάκια της ηλικίας της μιλούσαν φυσιολογικά σαν παιδιά και όχι με σαν τσαντισμένες σαραντάχρονες?
Της κουμπώνω αφηρημένη το μπουφάν της πριν βγούμε στους δρόμους καθώς σκεφτόμουν ότι είναι ώρα πια το παιδί μου να κάνει περισσότερη παρέα με παιδιά της ηλικίας της παρά με την Τζώρτζια και τις φίλες της από τον ‘’Σύλλογο της Δαντέλας’’.
Αφήνω πρώτα την Νανούκα στο σχολείο και μετά πάω να αντιμετωπίσω την Τζώρτζια, την θυμωμένη μητέρα μου που θεωρεί ότι στα εικοσιεφτά μου είμαι ακόμα μια ανώριμη έφηβη που κάνει την επανάσταση της φεύγοντας μακριά, ξεχνώντας φυσικά ότι τα
τελευταία έξη χρόνια δεν μένω μαζί της αλλά δυο τετράγωνα μακριά από το πατρικό μου σπίτι.
Την βρίσκω πιο χαλαρή και άνετη από ότι περίμενα και με ξαφνιάζει όταν μου φτιάχνει χαμογελαστή ένα ζεστό κακάο και μου προσφέρει μια γενναία μερίδα από σπιτικό κέικ μπανάνας. Από πότε η Τζώρτζια κατασκευάζει κέικ?
Κάτι λιγοστές προσπάθειές της που θυμάμαι ήταν σκέτη καταστροφή , με κάτι περίεργα καφετιά ή μαυροκαπνισμένα παρασκευάσματα που ήταν αδύνατον να τα φας και τα
πέταγε η ίδια στα σκουπίδια μαζί με τις φόρμες τους καθώς ορκιζόταν ότι δεν θα ξανάκανε το λάθος να θέλει να μας ευχαριστήσει με τα σπιτικά της γλυκά.

Ευτυχώς για μένα και τον πατέρα μου κρατούσε αυτή της την υπόσχεση και την ξεχνούσε σπανιότατα.
Έτσι και τώρα καθώς τρώω το πραγματικά θαυμάσιο κέικ και αναρωτιέμαι πως το κατάφερε με προσγειώνει στην πραγματικότητα.
… «Η Έλενα το έφτιαξε, είναι καινούργια συνταγή, μόλις προχθές την είπε η Βέφα».
Μα φυσικά! Η Έλενα η κολλητή της που παρακολουθούσε με θρησκευτική προσήλωση την εκπομπή της Βέφας, της εθνικής μας μαγείρισσας που έχει γίνει αιτία να μπουν φωτιές σε αρκετά σπίτια χάρη σε τόσες πρόθυμες αλλά ανεπίδεκτες μαθήσεως μαθήτριες
από τηλεοράσεως.
… «Λοιπόν το αποφάσισες»,δεν κατάλαβα αν ήταν ερώτηση ή διαπίστωση αυτό , κατάλαβα όμως το πειραγμένο ύφος της.
…. «Σήμερα φεύγουμε μαμά, το ξέρεις αυτό εδώ και μέρες».
…. «Φυσικά και το ξέρω! Για πόσο ανόητη με περνάς? Μα ήταν ανάγκη να πας στην άλλη άκρη της γης για να βρεις δουλειά?».
Μα γιατί αυτή η γυναίκα θέλει να μου φέρει πάλι στο νου τις χθεσινοβραδινές μου φοβίες?
Το ίδιο δεν σκεφτόμουν και εγώ?
… « Δεν θα πάω στην γη του Πυρός μαμά, στην Κρήτη πάω, μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις και να καθίσεις μαζί μας όσο θέλεις».
… « Το ίδιο κάνει» επιμένει η μανούλα μου με παιδικό πείσμα «και ξέρεις πως είμαι πολύ γριά για να κάνω μεγάλα ταξίδια και να είμαι μακριά από τους γιατρούς».
Νοιώθω την μπουκιά από το κέικ να μου κάθεται στον λαιμό, από πότε η Τζώρτζια αναφέρει τις απαγορευμένες λέξεις όπως ‘’ γριά ‘’ και ‘’γιατρός’’ ??
… «Μα είσαι υγιέστατη» της υπενθυμίζω.
… «Τώρα ναι, αλλά θα είμαι και τον άλλο μήνα που εσύ θα είσαι μακριά μου? Και δεν σκέφτεσαι την εγγονή μου που δεν θα έχει κανέναν να την φροντίζει εκεί που θα την πας?»
… « Θα έχει εμένα και όσο για σένα θα είσαι πάντα μανούλα μου μια υγιέστατη γιαγιά
που θα έρθεις να μας βρεις όποτε μας πεθυμήσεις».
Την αγκαλιάζω τρυφερά και το άγριο βλέμμα της μου δείχνει ότι ίσως το παρατράβηξα με τις γλύκες και ειδικά αυτό το ‘’γιαγιά’’ τι το ήθελα?
… « Δεν μου αρέσουν τα ταξίδια» επιμένει και ξεφεύγει από την αγκαλιά μου.
Δεν με παραξενεύει η συμπεριφορά της, έτσι και αλλιώς ποτέ της δεν υπήρξε ιδιαίτερα εκδηλωτική στα συναισθήματά της , ούτε ιδιαίτερα τρυφερή, οπότε ήταν συνηθισμένο για κείνη να αντιδρά μάλλον με θυμό ακόμα και στις δικές της αδυναμίες.
Θέλω να της υπενθυμίσω ότι μια χαρά κάνει πολύωρα ταξίδια με τις φίλες της καθώς έχουν επισκεφτεί όλα σχεδόν τα μοναστήρια της χώρας , αλλά το αφήνω να περάσει.
Δεν θέλω να τσακωθώ μαζί της για τίποτα σήμερα, έχω τόσα να σκεφτώ ώστε το αν θέλει ή όχι η Τζώρτζια να έρθει κάποια στιγμή να μας επισκεφτεί μου φαίνεται ασήμαντο.
Ούτε θέλω να της πω για μια ακόμα φορά ότι κουράστηκα να κάνω δουλείες του ποδαριού, ντίλερ σε βιβλία ή καλλυντικά από άγνωστες εταιρείες, προσπαθώντας να πουλήσω άγνωστα και αμφιβόλου ποιότητας προϊόντα που υποτίθεται ότι εγώ φοράω χρόνια ή τηλεφωνήτρια ή όπως η τελευταία από τις δουλειές που έχω κάνει, υπάλληλος στο μικρό μάρκετ της πλατείας με το πτυχίο της παιδαγωγικής Ακαδημίας να μουχλιάζει στο κάδρο επάνω από το εφηβικό μου κρεβάτι στο πατρικό μου.
Τουλάχιστον μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω μια αρχή στην ζωή μου.
Δεν υπήρχε λόγος να τα πω όλα αυτά στην μανούλα μου , τα ήξερε καλά έστω κι αν ήθελε να τα θυμάται με τον δικό της τρόπο….πράγμα που σημαίνει πως θυμάται ότι θέλει , όποτε θέλει!

Σηκώνομαι να φύγω, έχω κάτι λίγα ακόμα να μαζέψω, αν και τα περισσότερα είχαν ήδη μπει σε κούτες και είχαν μεταφερθεί στο υπόγειο της Τζώρτζια.
.... «Μη φύγεις ακόμα, με σταματά, έρχονται τα κορίτσια να σε δούνε».
Τα ΄΄κορίτσια΄΄ είναι πάνω κάτω στην ηλικία της , πάνω από τα πενηνταπέντε και κάτω από τα εκατό, απροσδιόριστο πόσο είναι η κάθε μία και μόνο αν κάποια από τον Σύλλογο της Δαντέλας αφήσει τον μάταιο ετούτο κόσμο ακούγεται η πραγματική της ηλικία…. {η Ζωίτσα, τόσο νέα! Μα να μας φύγει έτσι! Στα ενενήντα εννιά??}
Κάθομαι λοιπόν και πάλι περιμένοντας τα κορίτσια , δεν θέλω να της χαλάσω το χατίρι και εξ άλλου πάντα συμπαθούσα αυτή ειδικά την επιλογή της μητέρας μου να έχει γίνει μέλος σε έναν γυναικείο σύλλογο ( έστω και με αυτόν τον τίτλο που ουδεμία σχέση είχε
με τις δραστηριότητες τους….ούτε καν σύλλογος δεν ήταν , μόνο καμιά δεκαριά φίλες που μετά την σύνταξή τους είχαν απεριόριστο χρόνο για να είναι μαζί και ποτέ δεν είχαν πιάσει βελονάκι στα χέρια τους για να πλέξουν δαντέλες, μόνο την ντάμα κούπα και τον μπαλαντέρ γνώριζαν και φυσικά όλα τα κυλικεία και τα μοναστήρια της χώρας…).
Εκεί μέσα η μητέρα μου βρήκε τις φίλες που δεν είχε σε όλη της την ζωή.
Γιατί η Τζώρτζια πάντα το έλεγε ότι οι φίλες είναι για να σου καταστρέφουν την ζωή , να σου κλέψουν τον άντρα, να σε διαβάλουν στην δουλειά σου και παρ ότι η ίδια ποτέ δεν είχε δουλέψει εκτός σπιτιού και είχε έναν άντρα που δεν θα τον έλεγες και προσωποποίηση της έντονης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς και την κοίταζε στα μάτια, ποτέ της δεν απέκτησε καμία φίλη, καμία κολλητή, μόνο γνωστές που τις έβλεπε σπανίως και ποτέ έξω από το σπίτι, το δικό της ή το δικό τους.
Αδιάφορες τυπικές επισκέψεις , αδιάφορες ΄΄φιλίες΄΄.
Έτσι απόρησα πως λίγους μήνες μετά τον θάνατο του μπαμπά η μητέρα μου να βρίσκεται ανάμεσα σε μια ομάδα από γυναίκες που παίρνουν σοβαρά την λέξη φιλία και συντροφικότητα.
Και όμως η Τζώρτζια είναι από τα πιο ενεργά μέλη αυτής της παρέας και σύντομα όπως η ίδια λέει θα την υποστηρίξουν για την θέση της ΄΄προέδρου΄΄ !
Χαίρομαι γι αυτήν , είμαι πιο ήσυχη καθώς ξέρω ότι φεύγοντας δεν θα είναι ολομόναχη μα θα έχει αρκετές φίλες να γεμίσουν το κενό που της αφήνει η Νανούκα περισσότερο και μετά η δική μου απουσία.
Όλα αυτά τα χρόνια που λείπω από το πατρικό μου και από την γέννηση της Νανούκας, η Τζώρτζια είχε μάθει να την έχει κοντά της αρκετές ώρες της ημέρας όσο εγώ έπρεπε να δουλεύω για να τα βγάλουμε πέρα, ακόμα και όταν η μανούλα μου διαμαρτυρόταν
για τις δουλειές που έκανα, δεν μπορούσα να γυρίσω πάλι κοντά της και να περιμένω να μας ζήσει εκείνη με την μικρή της σύνταξη, δεν θα μπορούσα να το ανεχτώ και αυτό στην αρκετά ένοχη συνείδηση μου.
Οι κυρίες του Συλλόγου που ήρθαν ήταν τρείς , οι πιο κολλητές της Τζώρτζια που υποπτεύομαι ότι τώρα που δεν θα έχει να παίρνει την Νανούκα από το σχολείο της τα μεσημέρια και να την κρατά μέχρι να γυρίσω από την δουλειά μου να την πάρω, θα την πείσουν να γεμίζει τις ώρες της μαζί τους κάνοντας υπερωρίες στην μπιρίμπα!
Την βλέπω την μανούλα μου να παίρνει και το πρωτάθλημα!

Συνεχίζεται_

23.10.12

Τέλος Φθινοπώρου





Φθινόπωρο ακόμα κι έκανε τόση ζέστη τα μεσημέρια,
πέταγε τα σεντόνια από πάνω της και κοίταζε με
βλέμμα αφηρημένο τα λευκά πτερύγια του ανεμιστήρα
που απλά ανακάτευαν τον ζεστό αέρα στο δωμάτιο
ενώ τα απογεύματα έβρισκε δροσιά κάτω από το πυκνό
φύλλωμα της μουριάς στην αυλή καθισμένη απέναντί του
αμίλητοι να διαβάζουν εφημερίδα και να πίνουν τον καφέ τους.
Ακόμα και χιόνι αν είχε πέσει εκείνη την ζεστή μέρα
δεν θα την είχε ξαφνιάσει τόσο όσο η πρόταση του
να κατέβουν στην παραλία το βράδυ.
Τόσες φορές του το έχει ζητήσει μέσα στο Καλοκαίρι,
τα βράδια που έτρωγαν μαζί και έπιναν δροσερό
λευκό κρασί ή όταν προσπαθούσε κρατώντας μια πετσέτα
γεμάτη παγάκια να δροσίσει το φλογισμένο δέρμα της.
Εκείνος το θεωρούσε ακραίο να αφήσουν το σπίτι τους
και να κοιμηθούν στην ακροθαλασσιά κι έτσι τώρα
που της το πρότεινε, δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο, 
ξέθαψε τον υπνόσακο από την αποθήκη, άρπαξε και
το ριχτάρι του καναπέ και τον ακολούθησε στο αυτοκίνητο.
Τον είδε να κάνει μια στάση στο περίπτερο της πλατείας
κι όταν γύρισε πέταξε στην αγκαλιά της μια τσάντα με
ένα πλαστικό μπουκάλι νερό και παγωμένα κουτάκια μπύρας ,
ενώ εκείνη τον κοίταζε αποσβολωμένη.
Από πότε έπινε μπύρα που πάντα έλεγε πως την σιχαινόταν?
Κάτι είχε το βλέμμα του, κάτι θλιμμένο, κάτι απόμακρο
κι εκείνη ένοιωθε τόσο ευτυχισμένη  μαζί του που
δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα για να μη χαλάσει αυτή
την μοναδική βραδιά … ήξερε πως όταν θα ήταν έτοιμος 
θα της μιλούσε για ότι βασάνιζε το μυαλό του.
Αυτή την νύχτα την ήθελε γεμάτη αγάπη, γεμάτη έρωτα
πλάι στο κύμα, να ξαναγίνουν τα παιδιά που
ήταν όταν γνωρίστηκαν και ξημεροβραδιαζόταν στις θάλασσες
και στα βουνά , αυτός, αυτή, η μηχανή του κι ένα
σακ βουαγιάζ …  δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο !
Μόνοι τους ήταν στην παραλία, αδειάζουν τ΄ ακρογιάλια
τον Σεπτέμβρη , δεν βρίσκεις πια παρέες τα βράδια
να κάθονται γύρω από τις  φωτιές που ανάβουν
με θαλασσόξυλα κι αυτές πετάνε γαλάζιες σπίθες
από το αλάτι της θάλασσας που κρύβουν μέσα τους.
Ξάπλωσαν στην άμμο κι έπιναν αμίλητοι , εκείνος να
την κρατά αγκαλιά με το ένα του χέρι, εκείνη
να χαζεύει τα αστέρια που χοροπηδούσαν στον ουρανό
και το φεγγάρι που σκόρπιζε ανάμεσα στα μικρά κύματα.
Δεν υπήρχαν λόγια παρά μόνο ήχος του νερού που έσκαγε
στα πόδια τους, ένας ήχος  επαναλαμβανόμενος, αργός,
όπως οι κινήσεις τους, όπως οι ανάσες κι όταν οι ανάσες
έγιναν κραυγές χάθηκε ακόμα κι αυτός από το πλάι τους
και βρέθηκαν σε ένα σκοτεινό πέλαγος να βυθίζονται σε
άγνωστα νερά.
Ξύπνησε την ώρα που χάραζε ένα γλυκό ρόδινο φως
στον ουρανό και είδε την αγαπημένη μορφή να κάθεται
δίπλα της, με ένα τσιγάρο αναμμένο ανάμεσα στα χείλη
και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει.
Ήθελε το πρωινό της φιλί, να νοιώσει την αλμύρα
της θάλασσας μέσα από τα χείλη του , να της πει
πόσο την αγαπάει , να του πει πόσο τον λατρεύει
μα όταν γύρισε να την κοιτάξει τα μάτια του ήταν
σκοτεινά, αγέλαστα … δεν τα γνώριζε αυτά τα μάτια!
Με προσμονή περίμενε τις λέξεις του, δεν ήθελε να ρωτήσει,
περίμενε όπως ήταν αναμαλλιασμένη, ερωτευμένη,
με τον ιδρώτα του ακόμα επάνω στο κορμί της
κι η φωνή του όταν μίλησε ήταν ένας βραχνός ψίθυρος
που μόλις και ακούστηκε .
-         Θέλω να χωρίσουμε.
Δεν κατάλαβε τι της είπε, δεν έφταναν οι λέξεις
στο μυαλό της έστω κι αν ζωγραφίστηκε ένα ερωτηματικό
στην άμμο μπροστά στα μάτια της.
Δεν θα του έλεγε τίποτα, ένοιωσε μόνο πως ήταν προδοσία
αυτή η νύχτα, σηκώθηκε ολόγυμνη  ευάλωτη μπροστά του
και μπήκε στην θάλασσα να τον ξεπλύνει από πάνω της ,
να διώξει τις λέξεις μακριά της κι η θάλασσα
άρπαξε την φουρτούνα της ψυχής της,
καθάρισε το κορμί και το μυαλό της .
Βγήκε, σκουπίστηκε με το  φόρεμά της, το φόρεσε
έτσι βρεγμένο όπως ήταν και πήγε  στον δρόμο.
Προσπέρασε το αυτοκίνητο που είχε σκεπαστεί
από την υγρασία της θάλασσας ενώ τον άκουγε
να μαζεύει βιαστικά τα πράγματα τους και να
της φωνάζει να τον περιμένει. Δεν τον περίμενε 
με μια κίνηση των χεριών του έκανε νόημα να μη
την πλησιάσει  και χάθηκε περπατώντας στην άσφαλτο
με τα λεπτά  σανδάλια της παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού.
Ήλπιζε όταν θα έφτανε σπίτι τους εκείνος να είχε ήδη φύγει. 
Έτσι απλά. 
Τόσο απλά.


                                                                       Levina

20.10.12

σταγόνα ζωής





εγώ
και ο τοίχος
τη ράχη μου ακουμπώ
να παρακολουθώ την βροχή
όχι εσύ είσαι
τις σταγόνες μια μια μετρώ
νερό που κυλά
σε τσίγκινη στέγη
βαρετά, μονότονα, εκνευριστικά
θυμήσου με
χάνομαι μέσα σε σένα
σαν σταγόνα κυλώ
φιλώ τη σάρκα σου
ελπίζω
ελπίζω ακόμα
χάνομαι και ξαναγυρίζω
και άλλη σταγόνα και άλλη
α σε πνίγω στα νερά μου
ένας είναι ο δρόμος
βροχή να γίνομαι
να πέφτω επάνω σου
να με τινάζεις  -  να σου προσφέρομαι
να ξαναγυρίζω -  να με κρατάς
να σε κυλώ στα σύννεφα '
θα με βρεις
στις θάλασσες κατακερματισμένη
σταγόνα να χάνομαι σε μονοπάτια
δασών ανάμεσα στις πευκοβελόνες
τις φωτιές από την σάρκα σου να σβήνω
την αγάπη σου να παντρεύομαι
και τους φόβους σου
μακριά να αποπέμπω
χωρίς να διαπραγματεύομαι
για  τον χώρο που στην χούφτα σου
μου δίνεις να σταθώ
γνωρίζοντας
πως διψασμένα επάνω μου θα σκύψεις
με τα χείλη σου θα με ακουμπήσεις
πίνοντας με σαν ελιξίριο ζωής 
ερωτευμένη να σε ξεδιψάω



                                                        Levina





17.10.12

Γράμμα πειρατικό




Λάθρα γράφω 
σαν πειρατής των δρόμων
και μετράω ανάσες
ανάσες κοφτές λαχανιασμένες
ανάσες πνιχτές σαν να κάνω έρωτα
ανάσες γαλήνιες λες και ξαπλώνω
κάτω από τον ήλιο ράθυμα
κι αφήνω τα πουλιά να κάθονται
στα γυμνά μου μέλη 
παραμένω ακίνητη μη και τρομάξουν'
και περνάνε τα μελτέμια κάτω από τις χαραμάδες
βροντάνε επάνω στα παραθυρόφυλλα
σφυρίζουν ανάμεσα στις σπασμένες σανίδες
στο πάτωμα αλλά εγώ ακόμα
τις ανάσες μου μετράω μαζί με τις λέξεις
που σου γράφω για σπίτια και αέρηδες
και δεν με νοιάζει αν τα δεις
λέξεις είναι
χτυπιούνται επάνω στα φύλλα του χαρτιού
που τσαλακωμένο θα το βάλω στην τσέπη μου
τσαλακωμένο θα φτάσει στα χέρια σου
και θα λερώσεις τα δάχτυλα σου
στο κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών μου
ένα φιλί που έβαλα
εκεί κάτω στην γωνιά της σελίδας
ένα πειρατικό φιλί
κλεμμένο σαν ύστατος λόγος
σ΄ ένα τέλος που δεν ειπώθηκε ποτέ.



                                                Levina





16.10.12

τα βράδια που χάνομαι






Για τα βράδια θα σου πω, αυτά που χάνομαι
και κρύβομαι στο πάρκο με τα Πεύκα.
Αυτό το πάρκο που στέκεται  ήσυχα αθέατο
στην μέση μιας  πόλης που την γέννησαν
οι ρύποι των ανθρώπων και οι ήχοι των λόγων
Αυτό που οι θόρυβοι από τις μηχανές δεν
φτάνουν να θροΐσουν τα φύλλα των δέντρων του
Καλύτερα σαν νυχτώνει σου λέω
να κάνεις την βόλτα σου σ΄ αυτό παρά την μέρα
να παρακολουθείς την μελαγχολία του να στάζει 
σαν λερωμένο δάκρυ  στις άκριες των κλαριών


Οι φύλακες κλείνουν τις πόρτες μόλις σκοτεινιάζει
αλλά εγώ ξέρω μια γωνιά  κρυφή και χώνομαι
κάτω από το χαλασμένο συρματόπλεγμα όπως
τα αδέσποτα ζώα που μπαίνουν για να βρουν
καταφύγιο στις ρίζες των θάμνων ‘
έτσι κι εγώ αντάμα μ’ ένα γέρικο σκυλί
που με κοιτά καχύποπτα σέρνομαι
κάτω από τον φράκτη και μπαίνω
στον παράδεισο μιας νύχτας αφέγγαρης
μιας νύχτας άναστρης
μιας νύχτας κενής που την  ορίζει
ένας ξεθωριασμένος κίτρινος θόλος
από τα δυνατά φώτα της πόλης που
κρύβουν τον αληθινό ουρανό όπως
την ορίζουν και τα σιδερένια φανάρια
στις άκρες των μονοπατιών.
Στην πόλη το ξέρεις πια η νύχτα δεν  είναι νύχτα,
την υποθέτω πως υπάρχει γύρω μου
όπως κι οι σκιές που δημιουργούν φαντάσματα
και χέρια κλαριά απλώνονται να μ΄ αρπάξουν
μ΄ ένα βρυχηθμό μπλέκονται στα ιερόσυλα
βήματα που κάνω επάνω στο αιώνιο χώμα
Πικροδάφνες ανθισμένες αρώματα σκορπίζουν
μπερδεύονται με την αψιά μυρωδιά των ούρων
 αυτή την μυρωδιά που δεν μπορεί να την καλύψει
ούτε η νύχτα με τα σκοτάδια της.
Ούρα από αδέσποτα σκυλιά, αδέσποτες γάτες,
αδέσποτους ανθρώπους που αφήνουν  τα σημάδια τους, 
στα τσιμεντένια δρομάκια , στους κορμούς των δέντρων,
στο διψασμένο χώμα , μια μυρωδιά που σε ποτίζει
και αρρωσταίνει τους πυρήνες των κυττάρων σου

Περιμένω να δω άντρες και γυναίκες να έχουν
μπει κλεφτά  στο πάρκο  όπως κι εγώ , να
ομολογούν τον ερωτά τους σε κάποιο παγκάκι
αλλά το ανθρώπινο γένος δεν προλαβαίνει
ν΄ αγαπηθεί, είναι λιγοστός ο χρόνος ο ελεύθερος
κρύβονται πίσω από το δικό του δέντρο ο καθένας
κάνουν έρωτα επάνω στα παγκάκια που κρύβουν
στην σκέψη τους ‘ εικόνες από αναμνήσεις χρόνων’
λένε το σ΄ αγαπώ πίσω από τόνους μπετόν και σίδερα
χωρίς να τους αγγίζει το σκοτάδι , χωρίς να ψάχνουν
ν΄ ανακαλύψουν το φεγγάρι από ποια γωνιά φαίνεται
αυτό το φεγγάρι που σφραγίζει τους όρκους αγάπης.
Βιάζονται,  βιάζονται πολύ , τόσο πολύ σου λέω
που δεν προλαβαίνουν για να ζήσουν
κι όταν πεθαίνουν δεν προλαβαίνουν να τους θάψουν.


Ένας άντρας βγαίνει παραπατώντας μέσα
από τις σκιές των δέντρων, πίσω από τα κουρέλια του
διακρίνω την γυμνή του σάρκα, μεθυσμένος ή άρρωστος
τρελός θα είναι κι ένα κοπάδι από σκυλιά ξωπίσω του
τρέχει κι εκείνο πότε από εδώ, πότε από κει αλυχτώντας
Πολύ αργά για να τον αποφύγω’ με ρωτάει
 ––  τον ουρανό τον είδες ? που είναι ο ουρανός μου
γαμώ την πουτάνα μου?
Κάνω μια κίνηση απελπισίας με τους ώμους,
Λυπάμαι μα δεν ξέρω τι να απαντήσω
με κοιτά  με μάτια που κυλούν φαρμάκι κι απομακρύνεται
 ––  άι σιχτίρ 
τον ακούω να φωνάζει καθώς χάνεται στις σκιές
μαζί με το κοπάδι των σκυλιών ξωπίσω του
Κι αυτός την νύχτα του αναζητά χαμένος
ανάμεσα σ΄ ένα πλήθος ανώνυμο που παραπαίει
ανάμεσα στην γέννηση και στον θάνατο.


Παρακαλάω να πιάσει μια βροχή να με καθαρίσει
προτού περάσω και πάλι το συρματόπλεγμα
να πέσουν οι σταγόνες από τον ουρανό και να
παρασύρουν τα θροΐσματα , τα βουητά, τις λέξεις
Η ώρα πέρασε
ίσως και να ξημερώνει
τρέχω να προλάβω προτού ανοίξουν οι πόρτες
να φύγω να βγω στην λεωφόρο και μαζί μου
γλιστράνε κι άλλες  σκιές σαν εμένα μέσα από
τα σύρματα’ 
κανένας δεν κοιτάει κανέναν
σιωπηλοί χανόμαστε σε διαφορετικούς δρόμους
γεμάτοι ενοχές που κλέβουμε τα σκοτάδια
του πάρκου



                                                          Levina