23.10.12

Τέλος Φθινοπώρου





Φθινόπωρο ακόμα κι έκανε τόση ζέστη τα μεσημέρια,
πέταγε τα σεντόνια από πάνω της και κοίταζε με
βλέμμα αφηρημένο τα λευκά πτερύγια του ανεμιστήρα
που απλά ανακάτευαν τον ζεστό αέρα στο δωμάτιο
ενώ τα απογεύματα έβρισκε δροσιά κάτω από το πυκνό
φύλλωμα της μουριάς στην αυλή καθισμένη απέναντί του
αμίλητοι να διαβάζουν εφημερίδα και να πίνουν τον καφέ τους.
Ακόμα και χιόνι αν είχε πέσει εκείνη την ζεστή μέρα
δεν θα την είχε ξαφνιάσει τόσο όσο η πρόταση του
να κατέβουν στην παραλία το βράδυ.
Τόσες φορές του το έχει ζητήσει μέσα στο Καλοκαίρι,
τα βράδια που έτρωγαν μαζί και έπιναν δροσερό
λευκό κρασί ή όταν προσπαθούσε κρατώντας μια πετσέτα
γεμάτη παγάκια να δροσίσει το φλογισμένο δέρμα της.
Εκείνος το θεωρούσε ακραίο να αφήσουν το σπίτι τους
και να κοιμηθούν στην ακροθαλασσιά κι έτσι τώρα
που της το πρότεινε, δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο, 
ξέθαψε τον υπνόσακο από την αποθήκη, άρπαξε και
το ριχτάρι του καναπέ και τον ακολούθησε στο αυτοκίνητο.
Τον είδε να κάνει μια στάση στο περίπτερο της πλατείας
κι όταν γύρισε πέταξε στην αγκαλιά της μια τσάντα με
ένα πλαστικό μπουκάλι νερό και παγωμένα κουτάκια μπύρας ,
ενώ εκείνη τον κοίταζε αποσβολωμένη.
Από πότε έπινε μπύρα που πάντα έλεγε πως την σιχαινόταν?
Κάτι είχε το βλέμμα του, κάτι θλιμμένο, κάτι απόμακρο
κι εκείνη ένοιωθε τόσο ευτυχισμένη  μαζί του που
δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα για να μη χαλάσει αυτή
την μοναδική βραδιά … ήξερε πως όταν θα ήταν έτοιμος 
θα της μιλούσε για ότι βασάνιζε το μυαλό του.
Αυτή την νύχτα την ήθελε γεμάτη αγάπη, γεμάτη έρωτα
πλάι στο κύμα, να ξαναγίνουν τα παιδιά που
ήταν όταν γνωρίστηκαν και ξημεροβραδιαζόταν στις θάλασσες
και στα βουνά , αυτός, αυτή, η μηχανή του κι ένα
σακ βουαγιάζ …  δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο !
Μόνοι τους ήταν στην παραλία, αδειάζουν τ΄ ακρογιάλια
τον Σεπτέμβρη , δεν βρίσκεις πια παρέες τα βράδια
να κάθονται γύρω από τις  φωτιές που ανάβουν
με θαλασσόξυλα κι αυτές πετάνε γαλάζιες σπίθες
από το αλάτι της θάλασσας που κρύβουν μέσα τους.
Ξάπλωσαν στην άμμο κι έπιναν αμίλητοι , εκείνος να
την κρατά αγκαλιά με το ένα του χέρι, εκείνη
να χαζεύει τα αστέρια που χοροπηδούσαν στον ουρανό
και το φεγγάρι που σκόρπιζε ανάμεσα στα μικρά κύματα.
Δεν υπήρχαν λόγια παρά μόνο ήχος του νερού που έσκαγε
στα πόδια τους, ένας ήχος  επαναλαμβανόμενος, αργός,
όπως οι κινήσεις τους, όπως οι ανάσες κι όταν οι ανάσες
έγιναν κραυγές χάθηκε ακόμα κι αυτός από το πλάι τους
και βρέθηκαν σε ένα σκοτεινό πέλαγος να βυθίζονται σε
άγνωστα νερά.
Ξύπνησε την ώρα που χάραζε ένα γλυκό ρόδινο φως
στον ουρανό και είδε την αγαπημένη μορφή να κάθεται
δίπλα της, με ένα τσιγάρο αναμμένο ανάμεσα στα χείλη
και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει.
Ήθελε το πρωινό της φιλί, να νοιώσει την αλμύρα
της θάλασσας μέσα από τα χείλη του , να της πει
πόσο την αγαπάει , να του πει πόσο τον λατρεύει
μα όταν γύρισε να την κοιτάξει τα μάτια του ήταν
σκοτεινά, αγέλαστα … δεν τα γνώριζε αυτά τα μάτια!
Με προσμονή περίμενε τις λέξεις του, δεν ήθελε να ρωτήσει,
περίμενε όπως ήταν αναμαλλιασμένη, ερωτευμένη,
με τον ιδρώτα του ακόμα επάνω στο κορμί της
κι η φωνή του όταν μίλησε ήταν ένας βραχνός ψίθυρος
που μόλις και ακούστηκε .
-         Θέλω να χωρίσουμε.
Δεν κατάλαβε τι της είπε, δεν έφταναν οι λέξεις
στο μυαλό της έστω κι αν ζωγραφίστηκε ένα ερωτηματικό
στην άμμο μπροστά στα μάτια της.
Δεν θα του έλεγε τίποτα, ένοιωσε μόνο πως ήταν προδοσία
αυτή η νύχτα, σηκώθηκε ολόγυμνη  ευάλωτη μπροστά του
και μπήκε στην θάλασσα να τον ξεπλύνει από πάνω της ,
να διώξει τις λέξεις μακριά της κι η θάλασσα
άρπαξε την φουρτούνα της ψυχής της,
καθάρισε το κορμί και το μυαλό της .
Βγήκε, σκουπίστηκε με το  φόρεμά της, το φόρεσε
έτσι βρεγμένο όπως ήταν και πήγε  στον δρόμο.
Προσπέρασε το αυτοκίνητο που είχε σκεπαστεί
από την υγρασία της θάλασσας ενώ τον άκουγε
να μαζεύει βιαστικά τα πράγματα τους και να
της φωνάζει να τον περιμένει. Δεν τον περίμενε 
με μια κίνηση των χεριών του έκανε νόημα να μη
την πλησιάσει  και χάθηκε περπατώντας στην άσφαλτο
με τα λεπτά  σανδάλια της παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού.
Ήλπιζε όταν θα έφτανε σπίτι τους εκείνος να είχε ήδη φύγει. 
Έτσι απλά. 
Τόσο απλά.


                                                                       Levina

20.10.12

σταγόνα ζωής





εγώ
και ο τοίχος
τη ράχη μου ακουμπώ
να παρακολουθώ την βροχή
όχι εσύ είσαι
τις σταγόνες μια μια μετρώ
νερό που κυλά
σε τσίγκινη στέγη
βαρετά, μονότονα, εκνευριστικά
θυμήσου με
χάνομαι μέσα σε σένα
σαν σταγόνα κυλώ
φιλώ τη σάρκα σου
ελπίζω
ελπίζω ακόμα
χάνομαι και ξαναγυρίζω
και άλλη σταγόνα και άλλη
α σε πνίγω στα νερά μου
ένας είναι ο δρόμος
βροχή να γίνομαι
να πέφτω επάνω σου
να με τινάζεις  -  να σου προσφέρομαι
να ξαναγυρίζω -  να με κρατάς
να σε κυλώ στα σύννεφα '
θα με βρεις
στις θάλασσες κατακερματισμένη
σταγόνα να χάνομαι σε μονοπάτια
δασών ανάμεσα στις πευκοβελόνες
τις φωτιές από την σάρκα σου να σβήνω
την αγάπη σου να παντρεύομαι
και τους φόβους σου
μακριά να αποπέμπω
χωρίς να διαπραγματεύομαι
για  τον χώρο που στην χούφτα σου
μου δίνεις να σταθώ
γνωρίζοντας
πως διψασμένα επάνω μου θα σκύψεις
με τα χείλη σου θα με ακουμπήσεις
πίνοντας με σαν ελιξίριο ζωής 
ερωτευμένη να σε ξεδιψάω



                                                        Levina





17.10.12

Γράμμα πειρατικό




Λάθρα γράφω 
σαν πειρατής των δρόμων
και μετράω ανάσες
ανάσες κοφτές λαχανιασμένες
ανάσες πνιχτές σαν να κάνω έρωτα
ανάσες γαλήνιες λες και ξαπλώνω
κάτω από τον ήλιο ράθυμα
κι αφήνω τα πουλιά να κάθονται
στα γυμνά μου μέλη 
παραμένω ακίνητη μη και τρομάξουν'
και περνάνε τα μελτέμια κάτω από τις χαραμάδες
βροντάνε επάνω στα παραθυρόφυλλα
σφυρίζουν ανάμεσα στις σπασμένες σανίδες
στο πάτωμα αλλά εγώ ακόμα
τις ανάσες μου μετράω μαζί με τις λέξεις
που σου γράφω για σπίτια και αέρηδες
και δεν με νοιάζει αν τα δεις
λέξεις είναι
χτυπιούνται επάνω στα φύλλα του χαρτιού
που τσαλακωμένο θα το βάλω στην τσέπη μου
τσαλακωμένο θα φτάσει στα χέρια σου
και θα λερώσεις τα δάχτυλα σου
στο κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών μου
ένα φιλί που έβαλα
εκεί κάτω στην γωνιά της σελίδας
ένα πειρατικό φιλί
κλεμμένο σαν ύστατος λόγος
σ΄ ένα τέλος που δεν ειπώθηκε ποτέ.



                                                Levina





16.10.12

τα βράδια που χάνομαι






Για τα βράδια θα σου πω, αυτά που χάνομαι
και κρύβομαι στο πάρκο με τα Πεύκα.
Αυτό το πάρκο που στέκεται  ήσυχα αθέατο
στην μέση μιας  πόλης που την γέννησαν
οι ρύποι των ανθρώπων και οι ήχοι των λόγων
Αυτό που οι θόρυβοι από τις μηχανές δεν
φτάνουν να θροΐσουν τα φύλλα των δέντρων του
Καλύτερα σαν νυχτώνει σου λέω
να κάνεις την βόλτα σου σ΄ αυτό παρά την μέρα
να παρακολουθείς την μελαγχολία του να στάζει 
σαν λερωμένο δάκρυ  στις άκριες των κλαριών


Οι φύλακες κλείνουν τις πόρτες μόλις σκοτεινιάζει
αλλά εγώ ξέρω μια γωνιά  κρυφή και χώνομαι
κάτω από το χαλασμένο συρματόπλεγμα όπως
τα αδέσποτα ζώα που μπαίνουν για να βρουν
καταφύγιο στις ρίζες των θάμνων ‘
έτσι κι εγώ αντάμα μ’ ένα γέρικο σκυλί
που με κοιτά καχύποπτα σέρνομαι
κάτω από τον φράκτη και μπαίνω
στον παράδεισο μιας νύχτας αφέγγαρης
μιας νύχτας άναστρης
μιας νύχτας κενής που την  ορίζει
ένας ξεθωριασμένος κίτρινος θόλος
από τα δυνατά φώτα της πόλης που
κρύβουν τον αληθινό ουρανό όπως
την ορίζουν και τα σιδερένια φανάρια
στις άκρες των μονοπατιών.
Στην πόλη το ξέρεις πια η νύχτα δεν  είναι νύχτα,
την υποθέτω πως υπάρχει γύρω μου
όπως κι οι σκιές που δημιουργούν φαντάσματα
και χέρια κλαριά απλώνονται να μ΄ αρπάξουν
μ΄ ένα βρυχηθμό μπλέκονται στα ιερόσυλα
βήματα που κάνω επάνω στο αιώνιο χώμα
Πικροδάφνες ανθισμένες αρώματα σκορπίζουν
μπερδεύονται με την αψιά μυρωδιά των ούρων
 αυτή την μυρωδιά που δεν μπορεί να την καλύψει
ούτε η νύχτα με τα σκοτάδια της.
Ούρα από αδέσποτα σκυλιά, αδέσποτες γάτες,
αδέσποτους ανθρώπους που αφήνουν  τα σημάδια τους, 
στα τσιμεντένια δρομάκια , στους κορμούς των δέντρων,
στο διψασμένο χώμα , μια μυρωδιά που σε ποτίζει
και αρρωσταίνει τους πυρήνες των κυττάρων σου

Περιμένω να δω άντρες και γυναίκες να έχουν
μπει κλεφτά  στο πάρκο  όπως κι εγώ , να
ομολογούν τον ερωτά τους σε κάποιο παγκάκι
αλλά το ανθρώπινο γένος δεν προλαβαίνει
ν΄ αγαπηθεί, είναι λιγοστός ο χρόνος ο ελεύθερος
κρύβονται πίσω από το δικό του δέντρο ο καθένας
κάνουν έρωτα επάνω στα παγκάκια που κρύβουν
στην σκέψη τους ‘ εικόνες από αναμνήσεις χρόνων’
λένε το σ΄ αγαπώ πίσω από τόνους μπετόν και σίδερα
χωρίς να τους αγγίζει το σκοτάδι , χωρίς να ψάχνουν
ν΄ ανακαλύψουν το φεγγάρι από ποια γωνιά φαίνεται
αυτό το φεγγάρι που σφραγίζει τους όρκους αγάπης.
Βιάζονται,  βιάζονται πολύ , τόσο πολύ σου λέω
που δεν προλαβαίνουν για να ζήσουν
κι όταν πεθαίνουν δεν προλαβαίνουν να τους θάψουν.


Ένας άντρας βγαίνει παραπατώντας μέσα
από τις σκιές των δέντρων, πίσω από τα κουρέλια του
διακρίνω την γυμνή του σάρκα, μεθυσμένος ή άρρωστος
τρελός θα είναι κι ένα κοπάδι από σκυλιά ξωπίσω του
τρέχει κι εκείνο πότε από εδώ, πότε από κει αλυχτώντας
Πολύ αργά για να τον αποφύγω’ με ρωτάει
 ––  τον ουρανό τον είδες ? που είναι ο ουρανός μου
γαμώ την πουτάνα μου?
Κάνω μια κίνηση απελπισίας με τους ώμους,
Λυπάμαι μα δεν ξέρω τι να απαντήσω
με κοιτά  με μάτια που κυλούν φαρμάκι κι απομακρύνεται
 ––  άι σιχτίρ 
τον ακούω να φωνάζει καθώς χάνεται στις σκιές
μαζί με το κοπάδι των σκυλιών ξωπίσω του
Κι αυτός την νύχτα του αναζητά χαμένος
ανάμεσα σ΄ ένα πλήθος ανώνυμο που παραπαίει
ανάμεσα στην γέννηση και στον θάνατο.


Παρακαλάω να πιάσει μια βροχή να με καθαρίσει
προτού περάσω και πάλι το συρματόπλεγμα
να πέσουν οι σταγόνες από τον ουρανό και να
παρασύρουν τα θροΐσματα , τα βουητά, τις λέξεις
Η ώρα πέρασε
ίσως και να ξημερώνει
τρέχω να προλάβω προτού ανοίξουν οι πόρτες
να φύγω να βγω στην λεωφόρο και μαζί μου
γλιστράνε κι άλλες  σκιές σαν εμένα μέσα από
τα σύρματα’ 
κανένας δεν κοιτάει κανέναν
σιωπηλοί χανόμαστε σε διαφορετικούς δρόμους
γεμάτοι ενοχές που κλέβουμε τα σκοτάδια
του πάρκου



                                                          Levina





10.10.12

η Χορταρένια


tumblr_mbhdh8cUud1rd7320o1_500



Χορταρένια  πλεγμένη από ξερά φύλλα
κλαριά μ΄ αγκάθια  κι ένα στεφάνι στα
λουλουδοπέταλα μαλλιά καμωμένο από
πλεγμένα φύλλα αγριλιάς  
κλαριά τσακισμένα στάζουν  χυμούς ζωής
σαν αίμα από φλέβες κομμένες ρέουν
ποτίζοντας  στέρφο  γκρίζο χώμα
ανάμεσα σε ψίθυρους  καλόβολων  παιδιών
που ροβολούν με κουρνιαχτό και ήχους
τραγουδιών από φιδίσιους δρόμους
ανάμεσα σε περιπλανώμενους διαβάτες  
καβάλα σε άτια περήφανα  κρατώντας
στο ένα τους χέρι δόρυ χρυσό και στο δεξί
τσεκούρι' απάνθρωπο αίμα και χολή να στάζει
ανάμεσα σε δέντρα χιλιόχρονα πανώρια
που σ’  απόκρημνους γκρεμνούς λικνίζονται 
και σε κοιλάδες' κατοικίες απόκοσμων μορφών
σε λίμνες δακρύων να καθρεφτίζονται
το πόδι απλώνει  η  Ιέρεια των ανθέων
σκορπίζοντας   στο διάβα της λεβάντες ,
μελισσόχορτα και μανδραγόρες
Ιέρεια δίχως ναό
Ιέρεια δίχως Θεό
προσφορά σε άλικο ουρανό ψυχή
να στάζει  ποτίζοντας κάθε φύτρα της
ανάμεσα σε στράτες γήινες κι επουράνιες
λάβαρο σηκώνει' σπόρο ζωής προσμένοντας
των καταχθόνιων τον αφανισμό στους χρόνους
τους επόμενους
Χορταρένια  καμωμένη  από φύλλα ξερά
αθόρυβα της προσμονής  δρόμους προσφέρει
φυλλομετρώντας της προδοσίας τις αμυχές.


                                  Levina










6.10.12

ψευδαισθήσεις




                                                                                                                                            valeriesphotography.com


οι ψευδαισθήσεις μου ελπίδες μακρινές
άπληστα τις νύχτες να ρουφάω
της μοναξιάς μου τον ιδρώτα
κι οι  σταγόνες του καυτές 
κάρβουνα που φυλάω αναμμένα εντός μου
κι όταν στου πόνου τον παροξυσμό εγώ σφαδάζω
εσύ με θάλασσες το στόμα να μου βρέχεις
ξανά και ξανά σε έναν κύκλο αέναο
-σώπα
κι  εσύ να μου φωνάζεις σώπασε
-σώπασε
και άλλαξε η γη μου λες δεν θα γυρίζει πια επίπεδη 
θα γίνει με μιαν ανάσα να την τριγυρνάς
-σώπασε
και οι γαλαξίες στα πόδια σου θα σωριαστούν προσκύνημα σεβαστικό  στην ύπαρξή σου την αιώνια
-σώπασε
τα αστέρια κατρακυλήσανε στο στόμα, στα μάτια σου,
κομμάτια σπάνε για το δικό σου το γυμνό κορμί
-σώπασε
κι όλα για χάρη σου θ΄ αλλάξουν ’ στο έρεβος
θα βυθιστεί η μήτρα που γεννά πληγές κι εγώ
στο πλάι σου θα μείνω
θεματοφύλακας των ευχών σου 
των ονείρων σου φρουρός.
-σώπασε κι αποκοιμήσου
Αυτά μου φώναζες
μα ψευδαισθήσεις ήτανε

                                                                                                                Levina



3.10.12

Κάπου ... κάποτε ...









Χαράματα κι ένα ρούχο πρόχειρο έριχνε
ίσα που να σκεπάζει το γυμνό κορμί 
χωρίς να το προσέχει τι την έντυνε ,
φτηνό  λινό ή ακριβό μετάξι
και πάλι  με πόδια ξυπόλητα  έβγαινε
τις ώρες που τα πρώτα φώτα
ανάβαν στα νυσταγμένα σπίτια
και μύριζε μαύρος καφές και πρωινό φιλί.
Χάζευε στον ουρανό τους μενεξέδες
που μοίραζε του ανύπαρκτου ακόμα ήλιου
το πρώτο φως και σπάνια κοιτούσε χαμηλά
εκεί που τα πόδια της πατούσαν ,
τις λακκούβες με βρομόνερα στη άσφαλτο,
φύλλα ξερά  σπασμένα γυαλιά από
μεθυσμένα μπουκάλια κι αποτσίγαρα
σε τρύπες  που ήταν γεμάτες άνυδρο χώμα
και φυματικά κλωνάρια που λαίμαργα
ζητούσαν δυο σταγόνες  σάλιου για να ζήσουν
Δρασκελώντας τα εμπόδια χορεύοντας άπλωνε
την πραμάτεια της τους ήλιους τα φεγγάρια της
το γυμνό της βλέμμα την βραχνή φωνή της
Όλοι το είπανε μετά  πως την είχαν ακούσει 
μα κανένας να περιγράψει δεν μπορούσε
το πώς αξημέρωτα σε δρόμους απόκρημνους
οι νότες κυλούσαν αντάμα με τα πόδια της
π΄ ανάλαφρα βάραιναν την γη
και γύρω από τις γάμπες της  τυλίγονταν
δυο κόκκινες φτερούγες

Την ονομάτισαν τρελή αδέσποτη στιγμή του χρόνου
γυρίζαν τα κεφάλια αλλού  και  μακριά της έτρεχαν
χωμένοι στα χοντρά τους ρούχα.  Που ακούστηκε
στο καταχείμωνο αξημέρωτα μια ξυπόλητη γυναίκα
να χορεύει στους άδειους κρύους της πόλης δρόμους?

                                                                                                                                                                 Levina