Φθινόπωρο ακόμα κι έκανε τόση ζέστη τα μεσημέρια,
πέταγε τα σεντόνια από πάνω της και κοίταζε με
βλέμμα αφηρημένο τα λευκά πτερύγια του ανεμιστήρα
που απλά ανακάτευαν τον ζεστό αέρα στο δωμάτιο
ενώ τα απογεύματα έβρισκε δροσιά κάτω από το πυκνό
φύλλωμα της μουριάς στην αυλή καθισμένη απέναντί του
αμίλητοι να διαβάζουν εφημερίδα και να πίνουν τον καφέ τους.
Ακόμα και χιόνι αν είχε πέσει εκείνη την ζεστή μέρα
δεν θα την είχε ξαφνιάσει τόσο όσο η πρόταση του
να κατέβουν στην παραλία το βράδυ.
Τόσες φορές του το έχει ζητήσει μέσα στο Καλοκαίρι,
τα βράδια που έτρωγαν μαζί και έπιναν δροσερό
λευκό κρασί ή όταν προσπαθούσε κρατώντας μια πετσέτα
γεμάτη παγάκια να δροσίσει το φλογισμένο δέρμα της.
Εκείνος το θεωρούσε ακραίο να αφήσουν το σπίτι τους
και να κοιμηθούν στην ακροθαλασσιά κι έτσι τώρα
που της το πρότεινε, δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο,
ξέθαψε τον υπνόσακο από την αποθήκη, άρπαξε και
το ριχτάρι του καναπέ και τον ακολούθησε στο αυτοκίνητο.
Τον είδε να κάνει μια στάση στο περίπτερο της πλατείας
κι όταν γύρισε πέταξε στην αγκαλιά της μια τσάντα με
ένα πλαστικό μπουκάλι νερό και παγωμένα κουτάκια μπύρας ,
ενώ εκείνη τον κοίταζε αποσβολωμένη.
Από πότε έπινε μπύρα που πάντα έλεγε πως την σιχαινόταν?
Κάτι είχε το βλέμμα του, κάτι θλιμμένο, κάτι απόμακρο
κι εκείνη ένοιωθε τόσο ευτυχισμένη μαζί του που
δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα για να μη χαλάσει αυτή
την μοναδική βραδιά … ήξερε πως όταν θα ήταν έτοιμος
θα της μιλούσε για ότι βασάνιζε το μυαλό του.
Αυτή την νύχτα την ήθελε γεμάτη αγάπη, γεμάτη έρωτα
πλάι στο κύμα, να ξαναγίνουν τα παιδιά που
ήταν όταν γνωρίστηκαν και ξημεροβραδιαζόταν στις θάλασσες
και στα βουνά , αυτός, αυτή, η μηχανή του κι ένα
σακ βουαγιάζ … δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο !
Μόνοι τους ήταν στην παραλία, αδειάζουν τ΄ ακρογιάλια
τον Σεπτέμβρη , δεν βρίσκεις πια παρέες τα βράδια
να κάθονται γύρω από τις φωτιές που ανάβουν
με θαλασσόξυλα κι αυτές πετάνε γαλάζιες σπίθες
από το αλάτι της θάλασσας που κρύβουν μέσα τους.
Ξάπλωσαν στην άμμο κι έπιναν αμίλητοι , εκείνος να
την κρατά αγκαλιά με το ένα του χέρι, εκείνη
να χαζεύει τα αστέρια που χοροπηδούσαν στον ουρανό
και το φεγγάρι που σκόρπιζε ανάμεσα στα μικρά κύματα.
Δεν υπήρχαν λόγια παρά μόνο ήχος του νερού που έσκαγε
στα πόδια τους, ένας ήχος επαναλαμβανόμενος, αργός,
όπως οι κινήσεις τους, όπως οι ανάσες κι όταν οι ανάσες
έγιναν κραυγές χάθηκε ακόμα κι αυτός από το πλάι τους
και βρέθηκαν σε ένα σκοτεινό πέλαγος να βυθίζονται σε
άγνωστα νερά.
Ξύπνησε την ώρα που χάραζε ένα γλυκό ρόδινο φως
στον ουρανό και είδε την αγαπημένη μορφή να κάθεται
δίπλα της, με ένα τσιγάρο αναμμένο ανάμεσα στα χείλη
και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει.
Ήθελε το πρωινό της φιλί, να νοιώσει την αλμύρα
της θάλασσας μέσα από τα χείλη του , να της πει
πόσο την αγαπάει , να του πει πόσο τον λατρεύει
μα όταν γύρισε να την κοιτάξει τα μάτια του ήταν
σκοτεινά, αγέλαστα … δεν τα γνώριζε αυτά τα μάτια!
Με προσμονή περίμενε τις λέξεις του, δεν ήθελε να ρωτήσει,
περίμενε όπως ήταν αναμαλλιασμένη, ερωτευμένη,
με τον ιδρώτα του ακόμα επάνω στο κορμί της
κι η φωνή του όταν μίλησε ήταν ένας βραχνός ψίθυρος
που μόλις και ακούστηκε .
- Θέλω να χωρίσουμε.
Δεν κατάλαβε τι της είπε, δεν έφταναν οι λέξεις
στο μυαλό της έστω κι αν ζωγραφίστηκε ένα ερωτηματικό
στην άμμο μπροστά στα μάτια της.
Δεν θα του έλεγε τίποτα, ένοιωσε μόνο πως ήταν προδοσία
αυτή η νύχτα, σηκώθηκε ολόγυμνη ευάλωτη μπροστά του
και μπήκε στην θάλασσα να τον ξεπλύνει από πάνω της ,
να διώξει τις λέξεις μακριά της κι η θάλασσα
άρπαξε την φουρτούνα της ψυχής της,
καθάρισε το κορμί και το μυαλό της .
Βγήκε, σκουπίστηκε με το φόρεμά της, το φόρεσε
έτσι βρεγμένο όπως ήταν και πήγε στον δρόμο.
Προσπέρασε το αυτοκίνητο που είχε σκεπαστεί
από την υγρασία της θάλασσας ενώ τον άκουγε
να μαζεύει βιαστικά τα πράγματα τους και να
της φωνάζει να τον περιμένει. Δεν τον περίμενε …
με μια κίνηση των χεριών του έκανε νόημα να μη
την πλησιάσει και χάθηκε περπατώντας στην άσφαλτο
με τα λεπτά σανδάλια της παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού.
Ήλπιζε όταν θα έφτανε σπίτι τους εκείνος να είχε ήδη φύγει.
Έτσι απλά.
Τόσο απλά.
Levina