13.7.12

εφιάλτης μεσημβρινής ώρας




Λευκός γίνεται ο ουρανός στην άχλη του μεσημεριού
κάθομαι πίσω απ' τις κλειστές κόκκινες κουρτίνες
που κρατάνε έξω την κάψα, τις ανθρώπινες παρουσίες,
την σκόνη του δρόμου, τα κρωξίματα των πουλιών

Κοιτάω κρυφά ανάμεσα στις χαραμάδες
και γεμίζω λευκό από τον ουρανό,
αυτό το λαμπερό λευκό που έχει η φωτιά
όταν την πλησιάζεις τόσο πολύ
που πριν το σκεφτείς έχεις εξαϋλωθεί
δίχως πόνο, δίχως σκέψεις, ένα κενό
Μια ουλή απομένει για την απουσία
στο πλάι της καρδιάς εκείνου που κάποτε
σ΄ αγάπησε μα τώρα δεν θυμάται
ούτε όνομα ούτε  μορφή

Τριγυρίζω στα μισοσκότεινα δωμάτια
κι ο ήλιος ανελέητα στριμώχνει τις αχτίδες του
ανάμεσα στις τρύπες που έχουν οι σκισμένες κουρτίνες
ρίχνει ριπές από φως και σκόνη επάνω στα φαντάσματα,
επάνω στα λασπωμένα αποτυπώματα
που μείναν στα πλακάκια στις σκοτεινές κάμαρες
και αυτά τα κρωξίματα των πουλιών με ξεκουφαίνουν, 
δεν μπορώ να ξεφύγω απ΄  αυτά
μόνο αν τα σκοτώσω 
ή σκοτωθώ


Levina





3.7.12

η συλλογή


Το πιο εντυπωσιακό στο σπίτι της ήταν αυτά
τα γυάλινα διακοσμητικά, τα δώρα του, που μάζευε
εκείνη και τα αράδιαζε σαν στρατιωτάκια επάνω στην
καλογυαλισμένη επιφάνεια από μαόνι του παλιού μπουφέ.
Σαν φέρετρο ήταν αυτός ο μπουφές με πόδια ψηλά
και άχαρα και μεταλλικά χερούλια στις πόρτες
των ντουλαπιών του , αστραφτερά σαν ασήμι από
το πολύ τρίψιμο, λες κι όλη της την ένταση την έβγαζε
τρίβοντας κάθε Σάββατο πρωί αυτά τα χερούλια
και ξεσκονίζοντας ένα προς ένα τα κομμάτια της
γυάλινης συλλογής της.
Μια πεταλούδα με εύθραυστα φτερά, ένα αλογάκι από λευκό
γαλακτώδες γυαλί με καφετιά μάτια και λεπτά πόδια,
μια σειρά από κουνελάκια σε όλες τις διαστάσεις, ένα
κοπάδι από ελέφαντες παρέα με δυο λευκά ποντίκια,
ένα περιστέρι με ανοιγμένα φτερά, ένα κίτρινο φίδι με
κόκκινα μάτια, δυο καμηλοπαρδάλεις, μια χελώνα
με τεράστιο λαιμό , μια βενετσιάνικη μάσκα δίχως μάτια
και παραδίπλα ένα σκάκι μαυρόασπρο από μουράνο με
τους στρατιώτες και τους πύργους στην σειρά κάτω από
το χοντρό κακοφτιαγμένο κρυστάλλινο βάζο με το
ασορτί τασάκι.
Σε κάθε ταξίδι του εκείνος της έφερνε κι από ένα γυάλινο
διακοσμητικό κι αν συνέχιζε να υπάρχει ακόμα στην ζωή της
θα χρειαζόταν ακόμα έναν μπουφέ για ν΄ αραδιάσει την συλλογή της.
Ποτέ δεν κατάλαβα σε τι χρησίμευαν όλα αυτά, γιατί
δυσκόλευε τόσο την ζωή της να τα καθαρίζει με το βελούδινο
πανί μέχρι να λάμψουν κάτω από το φως ενός πολυέλαιου
με χιλιάδες κρύσταλλα που κρεμόταν στο κέντρο του ταβανιού
και σκορπούσε ένα γύρω το ουράνιο τόξο όταν τον άναβε τα βράδια.
Έτσι ήταν κι η ζωή της, κλεισμένη μέσα στην γυάλινη πεταλούδα,
στην καρδιά της χελώνας, στον λαιμό της καμηλοπάρδαλης,
έλαμπε κι αυτή σαν τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου, έφερνε
γύρες αθόρυβα μέσα στο σπίτι , ανύπαρκτη, φορώντας τις
μαλακές τσόχινες παντόφλες της χειμώνα καλοκαίρι για να
μη γρατσουνίσει το ξύλινο πάτωμα με τα τακούνια των παπουτσιών.
Όλα έλαμπαν γύρω της, έτσι νόμιζε πως έλαμπε κι ο κόσμος
έξω από το μικρό της διαμέρισμα.
Τι την έπιασε άραγε εκείνο το Σάββατο και στάθηκε ακίνητη
εμπρός στον μπουφέ χαζεύοντας τα ζωάκια της που περίμεναν
το στοργικό της χέρι να τα απαλλάξει από την σκόνη
της εβδομάδας?
Με μια απότομη κίνηση σάρωσε όλη την επιφάνεια και έβαλε
τα γέλια όταν άκουσε τον ήχο των σπασμένων γυαλιών
στο πάτωμα.
Πήρε την κατσαρόλα με τα κοκκινιστά μακαρόνια από το ψυγείο
και την άδειασε στην μέση της σάλας επάνω στο πολύτιμο
πάτωμα από αφρικανική δρυ !
Άρπαξε το κοντάρι της σκούπας και έδειρε τον πολυέλαιο μέχρι
που ούτε πέντε κρυσταλλάκια δεν του απέμειναν κι αυτά πάλι
κρέμονταν σαν άντερα από πάνω του.
Πήγε στην ντουλάπα της, έβαλε ένα λευκό φουστάνι , φόρεσε
τα ψηλά της τακούνια και φρόντισε να τα κάνει να βροντάνε
στο ξύλο όσο περπατούσε, άνοιξε την πόρτα και με ένα
αινιγματικό χαμόγελο βγήκε έξω… στον δρόμο να πάρει αέρα !!!

Levina_














1.7.12

Καλοκαίρι




Καλοκαίρι
στην λευκή αμμουδιά με τα γκρίζα βότσαλα
εκεί που περπατούσα τον χειμώνα κι άφριζαν τα κύματα
που τα ΄σπρωχναν αντάρτες άνεμοι  με φόρα να σκάνε
να παλεύουν με την άμμο, να σβήνουν τα λιγοστά τα χνάρια
και εγώ να ξαναπερνώ στα ίδια σημεία να χαζεύω
τις μικρές λιμνούλες που δημιούργησε η θάλασσα
με τ΄ αλμυρό  νερό και να μαζεύω θολά γυαλιά
να τα κρατάω σφιχτά στην χούφτα μου να μου μυρίζουν
Καλοκαίρι
και τώρα όλα χρυσαφένια, μια αστραπή στα μάτια ,
σαν να ξυπνάς απ΄ τον λήθαργο σ΄  ένα άλλο κόσμο
οι γλάροι που όλο τον χειμώνα τριγυρνούσαν στα πεδινά
ψάχνοντας να βρουν τροφή μέσα στα χωράφια
τώρα  ζυγιάζονται κάτω απ΄ το γαλάζιο τ΄ ουρανού
σα να ΄χουνε χαρά μεγάλη κάτω από τον ήλιο
που πυρώνει τα βότσαλα  στην ακροθαλασσιά.


Καλοκαίρι
κι ένας έρωτας μικρός αρμενίζει στα βαθιά νερά
επάνω σε λευκή γαλέρα με κόκκινα πανιά ,
σαν παιδί γελά και σαϊτιές πετάει  εδώ κι εκεί
με βέλη φλογισμένα κι  ένας άνεμος ζεστός
που φτάνει από τον Νότο μοιράζει υποσχέσεις
κι έτσι ξεχασμένος φεύγει ο χρόνος , τελειώνει η μέρα
κι ανάβουν οι φωτιές στην αμμουδιά με ξύλα
απ΄ της θάλασσας τα σπλάχνα που σκορπίζουν σπίθες
και φλόγες γαλάζιες  ψιθυρίζοντας τα μηνύματα
που στέλνουν τα κοχύλια κι οι μέδουσες
και μια κιθάρα  να σπάει της νύχτας τις σιωπές 
μια μελωδία σιγανή γεμίζει το κορμί μου
να τρέξω θέλω, να γελάσω δυνατά, να φωνάξω
κι ας είναι όλα γύρω μου στο κόντρα


Καλοκαίρι  κι εγκαταλείπομαι 
σε μέρες
που με λιωμένο χρυσάφι μοιάζουν και 
σε νύχτες
που όνειρα στο φεγγαρόφωτο μοιράζουν _



Levina








29.6.12

παράξενη μέρα





Δεν είναι αρκετά χρυσός ο ήλιος σήμερα
κι ο ορίζοντας  μοιάζει να πλέει αδέξια στην θάλασσα
Τα πουλιά αυτή την μέρα απρόθυμα πετάνε
ανακατώνοντας έναν γκρίζο ουρανό
Δυο γλάροι τινάζουν τις φτερούγες τους
αφήνουν σημάδια απ΄ το πέταγμα τους
ανάμεσα στα άγρια γκρίζα σύννεφα
σαν σαΐτες διαγράφουν τόξα ‘  βουτάνε
στα κύματα να πιάσουν ασημόχρυσα
ψάρια που σπαρταράνε καταπίνοντας
τον πηχτό σαν πολτό αέρα


Διαμαρτύρεται η σκέψη μου , το φτωχό μυαλό μου
δεν θέλει τίποτα απ΄ όλα αυτά, ανικανοποίητο
ζητά παραπάνω απ΄ ότι υπάρχει σε μια
παράλληλη διάσταση ζητά να ζήσει !
Έναν ήλιο ολόχρυσο ζητά σε έναν γαλάζιο ουρανό
πουλιά να κελαηδάνε στα κλαριά των δέντρων
μια θάλασσα ακυμάτιστη κι ένα φεγγάρι ασημένιο
να καθρεφτίζεται στου πελάγου τον βυθό
Μιαν αγάπη ασυννέφιαστη ζητά απ΄ αυτές που
μόνο στα παραμύθια  υπάρχουν κι ένα σπίτι
σ΄ ένα λιβάδι από λεβάντες κι αιωνόβια πεύκα
και μυρωδιές να ζαλίζουν την καρδιά από ρετσίνια
και χώμα κι αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα εκατόφυλλα
να σκορπίζουν ρόδινα πέταλα στα τραπέζια
στα σεντόνια, στα χέρια σου, στην ζωή μας

Ανικανοποίητη  η σκέψη
καημένο μυαλό
πόσο άδικο γίνεσαι 
πόσο μάταια όλα
να ξεφύγεις δεν μπορείς!


Levina






28.6.12

για μια ανάσα


Ανελέητα να πυρώνει η λάβα του Ήλιου τα βουνά της ερημιάς,
 απέραντοι ορίζοντες να σιγοτρέμουν στην άχλη του ονείρου,
 φλόγες χορεύουνε στα μάτια Τα λόγια τους ακίδες με χαράζουν

Λόγια κομμάτια σπασμένου γυαλιού , εισχωρούν στα σωθικά ,
τα κόβουν, τα ξεσκίζουν, πληγές σαν κρόσια  ν'  ανεμίζουν '
όταν με  την γλώσσα  το αίμα μου μαζεύω απ΄ την άμμο

Γεμίζει το στόμα μου χώμα στεγνό, μπουκώνει η ανάσα
διψάω , με βλέμμα θολό παραπατάω κι αυτά να στέκωνται εκεί
γκρίζες σκιές στο λιοπύρι ν΄ αγκαλιάζουν τα πληγωμένα χέρια μου
το ρημαγμένο μου κορμί , για μια σταγόνα νερό , για ένα δάκρυ

Οι γύπες μου σ΄  αναμονή για ένα κομμάτι πεθαμένης σάρκας ,
ράμφη που σάλιο στάζουν, νύχια ακονισμένα, αργοσαλεύουν
δίπλα μου η ελπίδα θάνατος  Και τα δυο Σου χέρια θάλασσα
νερό γαλάζιο , απέραντο, μέσα Σου να κυλιέμαι , να ζω, να ανασαίνω
και να ΄σαι Εσύ αυτός που οι εφτά ψυχές μου για πάντα θα γυρεύουν



Levina




25.6.12

σε περιμένει ο Ροσινάντε






Θα είναι μακρινό το ταξίδι αυτό
υπόσχεση με σταυρωμένα δάχτυλα σου δίνω
πίσω δεν θα ζητήσω να γυρίσουμε
αν νικητές δεν βγούμε , τον στόχο μας δεν βρούμε

Κοίτα σου έχω γυαλίσει την στολή
πως λάμπει κάτω από το φως της μέρας
ασήμι σκέτο που πάνω του  καθρεφτίζεται
το γαλάζιο τ΄ ουρανού, τα σύννεφα, ο ήλιος

Μου είπες να χαμογελάω εχθές
μα εγώ το έκανα ακόμα καλύτερο
γελάω και χορεύω κι ας πληγώνω
τα πόδια μου στις κοφτερές του δρόμου πέτρες
Το ντέφι μου το έντυσα μ΄ αστραφτερές κορδέλες
με κέφι κρατάω τον ρυθμό κι έτσι θα βγούμε μαζί στους δρόμους ,
εσύ μπροστά πάνω στο άτι το περήφανο
κοίτα  ...  σε περιμένει ο Ροσινάντε
κι εγώ ξωπίσω σου χοροπηδώντας θα τρέχω
ακόλουθος δικός σου, μάγισσα, γελωτοποιός,
τρελός σου υπηρέτης

Τι κι αν
δεν φοράνε πια στολές από πλουμιστά ασήμια
τι κι αν
τ΄  άλογο που βρήκα είναι πεινασμένο
τι κι αν
κι εγώ  μια τρελή  ονειροφαντασμένη είμαι
τι κι αν
μαζί μας θα γελάνε και  κάλπικα νομίσματα στο διάβα μας πετάνε
τι κι αν
παιδιά γελώντας θα μας ακολουθούν και πέτρες θα πετάνε
τι κι αν
κι οι γέροι με νόημα το κεφάλι θα κουνάνε ανόητους μας λένε
τι κι αν
στα μάτια τους  παράταιροι θα μοιάζουμε
έξω απ΄ τους κανόνες και τα όρια τ΄ ανθρώπινα

Γύρες θα φέρνουμε στην γη,  σε πόλεις, σε φαράγγια
πόλεμο θα κάνουμε στις σκιές, στους φοβισμένους ‘
Θα ξετρυπώσουμε όσους κρύβονται κι όσους λαγοκοιμούνται
με φωνές θα τους ξυπνήσουμε,
με κονταριές τους πέντε ανέμους θα σκίζουμε στα δυό
κι αν το θέλει η μοίρα μας
πίσω ξανά να ΄ρθούμε  λάφυρα του εχθρού θα φέρουμε
λευκές σημαίες παράδοσης που σήκωσαν στο διάβα μας
κι ας  είν΄  αυτές φτερά από τους ανεμόμυλους
που χρόνια και χρόνια γενναία πολεμούμε


Levina





αφιερωμένο σε αυτούς που ακόμα ονειρεύονται
έναν κόσμο όμορφο, γεμάτο ελπίδα
σε αυτούς που κόντρα σε ανεμόμυλους παλεύουν






22.6.12

Αφασίας μονόλογος

 

Στον ύπνο μου ήταν που έψαχνα να βρω
πως θα ξεφύγω από τους δρόμους
που καταπίεζαν αβάσταχτα το Εγώ μου

Να μείνω μόνη μου ήθελα

να κρυφτώ από αδηφάγα βλέμματα
που με κυνηγούσαν
Καταγγελία  η εξουσία τους έκανε ...
Για τα ζωντανά χέρια μου που άγγιζαν,
Για το μυαλό μου  που ακόμα δούλευε

με τα γρανάζια του  ν΄ ακούγονται επάνω από 
τον θόρυβο που έκαναν  τα  απορριματοφόρα
τις ζεστές βραδιές  του  Καλοκαιριού
Για τα μάτια μου που μέσα τους γυάλιζε
ο πυρετός του αύριο και μια προσμονή
που με την σιωπή της ενοχλούσε

Όταν ξύπνησα ιδρωμένη στο λευκό κρεββάτι μου
απόρησα γιατί δεν μπορούσα να κουνήσω
τα χέρια μου, τα πόδια μου, ακόμα και το
βλέμμα μου καρφωμένο ήταν ψηλά στο ταβάνι
δεν μπορούσα να κοιτάξω εκείνους που μιλούσαν
πλάι στο προσκεφάλι μου , άγνωστες φωνές.
Νεκρή βολεύτηκα ανάμεσα σε φάλτσους ήχους
ανάμεσα σε ψεύτικα λόγια και κάλπικα νομίσματα.
Ένα κενό ο κόσμος μου και η ψυχή μου.


Σιωπή.

Όταν με σκέπασε το σεντόνι δεν μπόρεσα να
κουνήσω τα χέρια μου να το διώξω από πάνω μου
Όταν όλα σκοτείνιασαν δεν άνοιγε το στόμα μου
για να φωνάξω πως ήμουν ζωντανή '    Ήθελα φως
Όταν άκουσα το ρυθμικό πλοπ πλοπ πλοπ
ήταν ο ήχος από το χώμα και
δεν φοβήθηκα ... έπεσα για ύπνο.

Σε τρία χρόνια ....
τότε θα τους πω πως έκαναν  λάθος οι ανόητοι!!


 Levina