Η γυναίκα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της μέσα στο μισοσκόταδο κι
έψαξε να βρει από που είχε έρθει αυτός ο ήχος που την ξύπνησε.
Σηκώθηκε μισοζαλισμένη από τον ύπνο ακόμα από το κρεβάτι,
ένα κουβάρι τα σεντόνια πεταμένα στο πλάι, το ιδρωμένο κορμί της
να γυαλίζει στο πορτοκαλί φως από την κολόνα του δρόμου,που
έμπαινε ορμητικά μέσα από τις σιφόν κουρτίνες.
Κάποτε την ενοχλούσε αυτό το δυνατό φως που χιμούσε με αναίδεια
μέσα στην κρεβατοκάμαρα, φώτιζε την κάθε γωνιά ακόμα και τα
όνειρά της τα έβαφε πορτοκαλιά ... μετά το συνήθισε, όπως συνήθισε τα κορναρίσματα, τις φωνές από τα διπλανά διαμερίσματα, την βρώμα από τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί βουνό στην γωνία
με τους ξέχειλους κάδους κάτω από το μπαλκόνι της.
Ένας μπλεγμένος θάμνος ήταν τα κόκκινα μαλλιά της, ανοιγόκλεινε
τα μάτια της για να καθαρίσει το βλέμμα της, τα στήθη της έτρεμαν
από την ένταση, φορώντας μόνο ένα μικροσκοπικό εσώρουχο και
με τα πόδια γυμνά , χωρίς ν΄ ανάψει κανένα φως έψαχνε στα άδεια
δωμάτια να βρει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει.
Για καλό και για κακό πήρε στα χέρια της ένα χοντρό βιβλίο
με σκληρό εξώφυλλο, λες κι ότι αυτό θα μπορούσε να την προστατέψει αν είχε μπει κλέφτης στο σπίτι της!
Εκείνη την ώρα το μυαλό της δούλευε κουτά, αν και τις υπόλοιπες
ώρες θα έλεγε κανείς πως το ίδιο δούλευε....
Ένα αμυδρό φως της φάνηκε πως ερχόταν από την κουζίνα,
αθόρυβα προχώρησε προς τα εκεί και έριξε μια κρυφή ματιά.
Εκείνος ήταν όρθιος μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο και έπινε νερό
απευθείας από το πλαστικό μπουκάλι, ενώ κομμάτια ψωμιού ήταν
πεταμένα γύρω από τα γυμνά του πόδια. Πάλι έτρωγε μπροστά
στο ψυγείο , βουτώντας ψωμί μέσα στα κρύα τάπερ με το φαγητό.
Πόσες φορές του είχε πει πως σιχαινόταν να τον βλέπει να το
κάνει αυτό?
Οι τρίχες στο στήθος του γυάλιζαν από τον ιδρώτα, ένοιωθε την
μυρωδιά του κορμιού του να γεμίζει το κεφάλι της, να μπουκώνει
τα ρουθούνια της,με το ένα του χέρι χάιδευε αυτάρεσκα την κοιλιά του λες και μόλις είχε φάει ένα βόδι και περίμενε να το χωνέψει απόλυτα προσηλωμένος στο μπουκάλι με το νερό που κρατούσε στα χέρια του.
Εκείνη κανε μεταβολή και γύρισε στο κρεβάτι, άναψε το πορτατίφ
δίπλα στο κομοδίνο της κι έριξε μια ματιά στο βιβλίο που κρατούσε
ακόμα... '' Ανεμοδαρμένα ύψη ΄΄ να με τι θα χτύπαγε τον
υποτιθέμενο κλέφτη!
Ο Χίθκλιφ μέσα από τις πυκνογραμμένες σελίδες θα έριχνε αναίσθητο με ένα χτύπημα τον οποιοδήποτε!
Τώρα άκουγε τους θορύβους από το μπάνιο... σίγουρα δεν θα σήκωσε κι αυτή την φορά το καπάκι σκέφτηκε και χαμογέλασε ειρωνικά στον εαυτό της... άραγε η Κάθριν τι θα έκανε η σε μια τέτοια περίπτωση?
Είχαν καπάκια οι λεκάνες τότε ? Άκουγαν οι ηρωίδες της Μπροντέ
τους αγαπημένους τους να κατουράνε ?
Εκείνος ήρθε με βαρύ βήμα και ξάπλωσε πάλι δίπλα της.
Ήθελε να τον ρωτήσει γιατί τουλάχιστον δεν τράβηξε το καζανάκι,
αλλά έκανε πολύ ζέστη και βαριόταν ακόμα και να του μιλήσει.
Τον άφησε να της πάρει το βιβλίο από τα χέρια και να κολλήσει
τα υγρά χείλη του στον λαιμό της. Όταν παραμέρισε το εσώρουχό της και ανέβηκε επάνω της δεν έκανε καμία κίνηση να τον εμποδίσει, ούτε καν προφασίστηκε πως έχει πονοκέφαλο κι ας είχε πραγματικά αυτή τη φορά από τον καύσωνα , από τα φώτα, από την βρώμα των δρόμων που γέμιζε το μυαλό της.
Άραγε ο Χίθκληφ θα ήταν ευγενικός εραστής όταν κρατούσε
στα χέρια του το αντικείμενο του πόθου του ή ... ?
Πως θα βγάλω αυτό το πορτοκαλί φως έξω από το δωμάτιό μου?
Αυτό σκεφτόταν μέχρι το πρωί.
Levina