κράτησα την ανάσα μου
βαθιά μέσα στο κορμί μου
τρέχοντας ψηλά να φτάσω
στην κορφή του παγετώνα
εκεί που το φως του ήλιου
πυρώνει το γυμνό μου δέρμα
και ο πάγος μουδιάζει τα
πόδια μου που αρνούνται να
υπακούσουν στην διαταγή
Προχώρα
εκεί ζούνε πλάσματα σαν κι εμένα
αυτά που δεν μπορείς ν΄ αναγνωρίσεις
κλεισμένος μες την μοναξιά σου
δεν τα περι γράφουν τα βιβλία
που διάβασες τόσα χρόνια και
βρίσκομαι να περπατάω στην
δική σου πόλη στους στενούς
βρώμικους δρόμους με
τους κάδους των σκουπιδιών
να ξεχειλίζουν τσαλακωμένα πακέτα
πίτσας και να κυλάει αργά από
την κοιλιά τους ένας μαύρος πολτός
από χαλασμένα φαγητά και πλαστικά
μπουκάλια αναψυκτικών πεταμένα γύρο.
Τα προσπερνάω με σκυμμένο το κεφάλι
δεν θέλω να θυμάμαι αυτή την ζωή
βιάζω την σκέψη μου ν΄ αλλάξει δρόμο
βλέπω την καρδιά μου να με εγκαταλείπει
να φτερουγίζει μακριά μου έξω από
το στήθος μου και μένω να την παρακολουθώ
άναυδη για το θράσος της.
Απλώνω το χέρι να την πιάσω, της φωνάζω
υστερικά πως είμαι θυμωμένη μαζί της
που δεν υπακούει στην διαταγή
Προχώρα
Φεύγω της λέω και της γυρνάω
την πλάτη, ανεμίζει πίσω μου το
κίτρινο φουστάνι μου και χτυπάνε
εκνευριστικά τα τακούνια μου
στο πλακόστρωτο ψάχνω να βρω
τον αριθμό 7 στον δρόμο, εκεί
που είσαι γιατί ξέρω πως θα
τρέξει κι αυτή ξωπίσω μου να
σε βρει μαζί με μένα.
Βρίσκω το 13, το 9, το 5,
δεν υπάρχει το 7 έχει γκρεμιστεί
στην θέση του ένα άδειο οικόπεδο
γεμάτο σκουπίδια, πεταμένα σίδερα,
σπασμένα έπιπλα, ξεκοιλιασμένες καρέκλες.
Στέκομαι ξαφνιασμένη
δεν υπάρχει πια το σπίτι μας
την νοιώθω να μυξόκλαιει στο πλάι μου
γυρίζω και την κοιτάζω
πηδάει φοβισμένη ξανά μέσα στο στήθος μου
Της ψιθυρίζω να μη φοβάται
την κανακεύω σαν μικρό παιδί
μπορεί να έχασε εσένα αλλά
εγώ θα μείνω κοντά της
δεν θα την αφήσω να πληγωθεί ξανά.
μου μιλάει , μου λέει
Προχώρα
Levina