25.5.12

Ανασαίνω ακόμα


Μόνη στ άδειο το δωμάτιο
Σε ένα σπίτι μια αυλή
Σε μια πόλη γεμάτη κόσμο
Σε μια ήπειρο σε όλη την γη
Σε αυτό τον πλανήτη είμαι
Μόνη
Κάνω μια βουτιά μέσα μου
Κρατιέμαι από το σκοινί μην πέσω
Κυκλοφορώ στο αίμα μου
Στο μυαλό μου, στην καρδιά μου
Φτάνω στα ακροδάχτυλα πέφτω στο χώμα
Χύνομαι σε μια χαραμάδα γίνομαι ρυάκι
Ποτάμι, σπάω τα φράγματα, ξεχύνομαι
Ασυγκράτητη στην θάλασσα
Μέσα μου έχω ζωή, πρωτόγονο κύτταρο
Που ανασαίνει
Που ακόμα ζει
Ζω
Και κάπου εκεί έξω ζεις και εσύ
Θα σε γνωρίσω όταν σε δω
Όποια μορφή κι αν έχεις

                    Levina





23.5.12

όλα δικά μου




Όταν θα με ξαναδείς μπροστά σου μια τσιγγάνα καρδιά θα είμαι
Ρούχα όμορφα δεν θα χω να φορέσω,
ούτε στο πρόσωπό μου με κραγιόνια θα γράφω την αγάπη μου,
δεν θα φοράω τα ψηλά τακούνια μου ,
 δεν θα σου χαμογελάω γλυκά το βλέμμα σου για να τραβήξω .

Όταν θα με ξαναδείς μπροστά σου θα σου επιτρέψω
την παράστασή μου να παρακολουθήσεις
ανάμεσα στους ανώνυμους θα γελάς ευχαριστημένος
και στο χέρι σου θα κρέμεται ένα καινούργιο λάφυρο
Ακόμα πιο δυνατά ο ήχος μου θα ακούγεται αφιερωμένος
στα παγωμένα μάτια σου που μόνο ότι δουν πιστεύουν .

Όταν μπροστά μου θα σταθείς δεν θα με αναγνωρίσεις
γιατί θα έχω εγώ χαθεί και στην θέση μου
μια γυναίκα άλλη θα είναι, μια ελεύθερη καρδιά
που στους βρώμικους δρόμους θα περιπλανιέται
κάτω από τον ουρανό και μουσική θα παίζει στις γωνιές
χαμόγελα μοιράζοντας σε  βιαστικούς περαστικούς
που τρέχοντας στα σπίτια τους να κρυφτούν γυρνάνε

Θα παίζω μουσική με ήχους της ζωής μου
έχοντας για μετρονόμο  τον άτακτο της καρδιάς μου κτύπο
Άκου
Με ένα πόδι ξυπόλυτο θα κρατάω τον ρυθμό
Βαθιές ανάσες  στο απόγευμα που φεύγει ο ήλιος μου θα παίρνω
την ξελογιάστρα  νύχτα  μου  για να δεχτώ


Όταν μπροστά μου θα σταθείς
και το βλέμμα το βλέμμα θ΄ ανταμώσει
Όταν το ξάφνιασμα στα μάτια σου θα δω
κατάμουτρα θα σου γελάσω
Εγώ ακροβατώντας στις σκιές της νύχτας
από την πόλη σου αποχωρώ
Ο ήχος από το ταμπούρλο που έπαιζε η καρδιά μου
θα  πλανιέται σαν ανάλαφρο αεράκι γύρω σου
όταν στ΄ αστέρια μου εγώ θα φτάνω
                                

                                                                           levina




                                                                                                                      

21.5.12

στον ίδιο ουρανό





Σε ένα δωμάτιο αδειανό
Το νοιώθεις ? Είμαι εδώ
Καθισμένη μπροστά
στο ανοιχτό παράθυρο
Το βλέμμα μου να χάνεται
σε έναν γκρίζο ουρανό
Με βλέπεις? Είμαι εδώ
Να ακουμπάω το μαγουλό μου
στην γροθιά μου, πόσο απαλό
Αυτό το δέρμα, νοτισμένο
από ζεστά δάκρυα
Να δαγκώνω με τα δόντια μου
τα χείλη μου να τα ματώνω
και με απόλαυση να καταπίνω
το αίμα μου , το αίμα σου
Με ακούς? Είμαι εδώ
Με το μυαλό μου έτοιμο
να δεχτεί την μορφή  σου
Με την καρδιά μου έτοιμη
να δεχτεί την αργοπορία σου
Με το κορμί μου έτοιμο
να δεχτεί την παρουσία σου
Την φωνή μου που ψιθυρίζει
Την ακούς άραγε?
Θέλω να τινάξω αυτόν τον ουρανό
σαν το χαλάκι που ακουμπάω τα γυμνά μου πόδια ,
αστερόσκονες να  γεμίσει ο κόσμος μου
να ρθεις και να με βρεις με τ΄αστέρια στα μαλλιά
… ίσως έτσι μ΄αγαπήσεις !
Πως ακόμα
Είμαι εδώ ...
το βλέπεις άραγε καθώς
κοιτάμε απόψε τον ίδιο ουρανό?
                                                                                                                            Levina







20.5.12

άσε με


για λίγο 
μόνο για λίγο


Άσε με αυτή την άναστρη νύχτα
Σαν ίχνος οπτασίας κοντά σου
Να γλιστρήσω
Το κόκκινο μαξιλάρι
Που θ΄ ακουμπήσεις ζαλισμένο  το κεφάλι σου
για λίγο να ΄μαι

Άσε με το λευκό  σεντόνι
Που θα ξαπλώσεις κουρασμένο το κορμί σου
για λίγο να ‘ μαι

Άσε με οι σταγόνες από το αίμα
Που κυκλοφορεί ζεστό στις φλέβες σου
για λίγο να ‘μαι


Άσε με  επάνω στο τραπέζι σου
Ένα κομμάτι του ψωμιού σου
Που το κόβεις με τα σκληρά σου δάχτυλα  
για λίγο να ΄μαι

Άσε με δίπλα στο κρεββάτι σου
Το κερί που καυτές σταγόνες στάζει
Και την νύχτα σου φωτίζει
για λίγο να ΄μαι

Άσε με το λουλούδι που μαραίνεται
Μέσα στο βάζο στο γραφείο σου  κι επάνω του
Το βλέμμα σου ξεχνιέται
για λίγο να ‘ μαι

Ακόμα κι έξω αν με κλείσεις
Η ομίχλη που σκεπάζει
Την στέγη του σπιτιού σου
μόνο γι΄ απόψε εγώ θα γίνω

Να βρεθώ

Κάτω από εσένα
Γύρω από εσένα
Μέσα σε εσένα
Με εσένα
Αόρατο όνειρο
Νυχτερινό
μόνο γι΄ απόψε να ΄μαι

                                                                                   Levina






18.5.12

Νυχτερινός Χορός





Την  ώρα  την  νυχτερινή  που  με  γυμνά  τα  πόδια
στων  δρόμων  την  άσφαλτο  περπάτησα
κηλίδες  από  αίμα  την  πορεία μου  ακολουθούσαν
ένας  μεγάλος  κρίκος  το  φεγγάρι  επάνω  μου
να  κρατά  το  ρολόι  των  χρόνων  μου  που
αδιάκοπα  τα  δευτερόλεπτα  μετρούσε
και  εγώ  μια  σκιά  να  γλιστράω 
επάνω  στις  πλάκες  των  πεζοδρομίων 
αφήνοντας  ματωμένα χνάρια
ανάμεσα  σε  θλιμμένες  πόρνες  ,  κτίρια  σκοτεινά
πόρτες  κλειστές  αμπαρωμένες  και  παράθυρα
με  τις  γρίλιες  μισάνοιχτες  να  κρύβουν  τα  μάτια
των  περίεργων  φοβισμένων  από  το  δικό  μου  θέαμα

Και  εγώ  για  διασκέδασή  τους  στην  πλατεία
με  μια  πιρουέτα  σταματάω  μπροστά  στο  σιντριβάνι
πετάω  μακριά  το  καπέλο  μου  και  τους  χαμογελάω
χορεύω  γύρω  από  τα  άδεια  παγκάκια  μέσα  στην  βροχή
κι  απλώνονται  τριγύρω  μου  οι  κηλίδες  με  το αίμα
Να μια …
κι άλλη μια …
να  μια  τούμπα  και  ένας
πήδος  στον  αέρα …
πιάστε με  αν  μπορείτε …
Να  κι  ο  χτύπος  από  το  ρολόι μου …
Μεσάνυχτα  και  κάτι  τον  τραγικό  χορό μου  σταματώ

Ξέπνοη  το  δικό  σας  χειροκρότημα  γυρεύω
Το  ακούω
Υποκλίνομαι  στον φόβο σας
Την  καρδιά μου  σας  προσφέρω


                                                                            Levina








16.5.12

άηχα λόγια



Ψιλόβρεχε, έτσι χωρίς σκοπό η μέρα το μόνο που ήθελα
μια βόλτα στην παραλία, είναι έρημη αυτόν τον καιρό,
ακόμα δεν κατεβαίνει κανένας κοντά στην θάλασσα …
ειδικά εδώ που φυσάει και έχει πάντα κύμα.

Ένας ουρανός επάνω μου μουντός 
και το δικό μου βλέμμα θολό σε θολούς ορίζοντες να σταματάει ,
να ψάχνει  επάνω από τις απαλές κορφές των κυμάτων
και να μη βλέπει τίποτα, να έχει ξεχάσει τι έψαχνε να βρει .

Μόνο ο ήχος της θάλασσας
και τα χαλίκια που παραμέριζαν κάτω από τα πόδια μου
και ο ιδρώτας να στάζει από το κορμί μου να αφήνει χνάρια
επάνω στην σκιά μου σα να το έκανε επίτηδες, μήπως χαθώ
στην γνώριμη παραλία και δεν μπορώ να βρω τον δρόμο του γυρισμού .

Είναι άηχη η γλώσσα του σώματος,
ακόμα πιο αδύναμη η γλώσσα της ψυχής μου, πώς να πω τόσες λέξεις
όταν δεν τις ακούει κανείς, γιατί να τις πω… τις αφήνω να ξεφεύγουν
από το φράγμα των χειλιών μου εκεί στην άκρη του νερού,
πλάι στα αλμυρίκια και στα βότσαλα, να τις παίρνει το αεράκι
σαν μουρμουριτό επάνω από τα κύμματα και να χάνονται
όπως χάθηκε και αυτή η μέρα.

Σου έγραψα κάτι , ένα τοσοδούλι μικρό σημείωμα,
όπως σου έγραφα πάντα, μικρά καθημερινά σημειώματα
δίχως σκοπό, τρυφερές πινελιές γεμάτες χρώματα . . .

Το έβαλα σε ένα γυάλινο μπουκάλι
και το άφησα να στο φέρει η θάλασσα.

Γεμάτος σύννεφα ο ουρανός, δυνάμωσε και το κρύο, ο αέρας,
χοντρές αλμυρές  σταγόνες έπλεναν το προσωπό μου χωρίς να ξέρω
αν ήταν δάκρυα ή θάλασσα.

Αν ήσουν εδώ μάλλον θα γελούσα, τώρα δεν θέλω.

Αύριο θα σου ξαναγράψω,
θα το δώσω στην θάλασσα να στο φέρει  . . .


                           Levina










15.5.12

το λιθάρι της ζωής μας




Ξημέρωνε  και ήμασταν στον δρόμο, φορτωμένοι με τα φτυάρια και τις αξίνες,
τον βράχο που αφήσαμε από εχθές να μας κλείνει τον δρόμο σήμερα έπρεπε
να τον ανεβάσουμε ψηλά στο βουνό.

Κανένας μας δεν ρώτησε το πώς θα τα βγάλουμε πέρα, μόνο περπατούσαμε
χαμογελαστοί, τραγουδώντας ένα παλιό παιδικό τραγουδάκι με γλυκό σκοπό,
ολότελα αταίριαστο για μια παρέα σαν την δική μας.

«Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν αταξίδευτο…. ωε ωε ωε ωε ….»

Ο Ηλίας , η Ειρήνη, ο Στάθης, ο Αντρέας με τα μανίκια από το γαλάζιο του
πουκάμισο σηκωμένα και πόσο γέλασα σαν τον είδα να φορά αυτό το καλό του
ρούχο και να έχει ανάρριχτα στον έναν ώμο το σκουριασμένο φτυάρι  και το
σακούλι με το προσφάι του στο άλλον.

«Γιατί  γελάς Μαράκι ?» με ρώτησε γελώντας κι αυτός« ένα παλιοπουκάμισο είναι,
τι θα περιμένω να το φορέσω στον γάμο σου? Θα πάρω άλλο τότε βρε χαζή!»

«Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι ,
 μέσα εις την Μεσόγειο ωε ωε  ωε ωε…»

Μέχρι το μεσημέρι παλεύαμε να ξεκολλήσουμε τον βράχο από την γη, ματώσανε
τα χέρια μας, γεμίσαν χώματα τα πόδια μας,  ιδρώσαν τα κορμιά μας ,  έτρεχε
ο ιδρώτας χοντρές σταλαγματιές , σημάδια άφηνε όπου πατούσαμε , μέχρι που
τα καταφέραμε και όλοι μαζί την ξεκουνήσαμε την πέτρα, την βγάλαμε από την
φωλιά της γης και απόμεινε νικημένη να αγκομαχά κι αυτή μαζί με εμάς
που καθίσαμε στην σκιά της ελιάς να πάρουμε ανάσα.

Ξετρελαμένα κελαηδούσαν τα πουλιά, μύριζε το καλοκαίρι που ερχόταν, σαν
το φρέσκο ψωμί που ξερόψηνε η γιαγιά Μαρία και μου ΄δινε κρυφά μια γωνίτσα
μόλις το ΄βγαζε καυτό καυτό,  μύριζε σαν το  φαγητό της Κυριακής το μπριάμι
με τα μπαχάρια και το φρέσκο σκόρδο, σαν την γλυκιά πίτα της μάνας μου με την
καψαλισμένη ζάχαρη και την κανέλλα…
Πεινάγαμε κι ανοίξαμε τους μπόγους που κουβαλάγαμε , ντομάτες, ελιές, τυριά,
ψωμιά όλα για όλους να τρώμε και να τραγουδάμε ακόμα πιο δυνατά τώρα που
βγάλαμε το εμπόδιο.

«Και σε πέντε έξη εβδομάδες,
 τελειώσαν όλες οι τροφές…ωε ωε ωε ωε…»

Άντε να τελειώνουμε σήμερα κι ας ήταν ντάλα ο ήλιος πανωθέ μας, βάλαμε τις
πλάτες να ανεβάσουμε το λιθάρι ψηλά στο βουνό, να το δούνε όλοι πως τα
καταφέραμε εμείς να σπρώξουμε την ζωή μας ψηλά, παντιέρα μας να γίνει
τούτο εδώ το βάρος .
Σβάρνα κόντευε να μας πάρει και
«εεεπ…οοοπ…εεεπ» άντε και βήμα στο βήμα το φτάσαμε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά
στην πλαγιά, στην ανηφόρα, φωτιά πήρανε τα χέρια μας, τα πόδια σταθερά
στο χώμα, τα μπράτσα να καίνε, η καρδιά να χτυπά στα στήθια μας, να γελά
ο Αντρέας, να σιχτιρίζει ο Στράτος, να τραγουδά η Ειρήνη, να βογκάω εγώ
για το σκισμένο φουστάνι μου και τα ματωμένα πόδια μου.

Έφτασε το λιόγερμα , γέμισε χρώματα ο ουρανός πανωθέ μας , κιτρίνισαν
τα σύννεφα, μαβιά, μενεξελιά, πολύχρωμα λουλούδια του Θεού η ζωγραφιά
επάνω από τα κεφάλια μας την ώρα που σπρώξαμε για τέλος το λιθάρι στην
κορυφογραμμή για να το δούνε όλοι πως το νικήσαμε το βουνό, πως φέραμε
τα κάτω επάνω, πως ακουμπήσαμε τον ουρανό μας.

«Και τότε ρίξαμε τον κλήρο,
 να δούμε ποιος θα φαγωθεί … ωε ωε ωε ωε»

Έπεφτε γοργά ο ήλιος πέρα στον ορίζοντα που λαμπύριζε η Θάλασσα χρυσαφιά
να κρατήσει το τελευταίο της μέρας φως.
Κύλησε η μέρα, ζαλίστηκε η χαρά μας κύλισε κι αυτή  να φύγει, ακούστηκε βαθύ
το τραγούδι της γης, κούνησε το λιθάρι και πήρε αυτό μονάχο του, τον δρόμο
του γυρισμού σβαρνώντας πόδια, χέρια, ιδρωμένα κορμιά, χαμόγελα, τραγούδια.

Κρύφτηκε το φεγγάρι, δεν τόλμησε τ΄ αγριεμένα μάτια ν΄ αντικρίσει, τα ουρλιαχτά
που βγαίναν μέσα από τα πονεμένα σωθικά, τα ξεσκισμένα κορμιά.
Τα ξεριζωμένα μαλλιά μας στρώμα κάναμε, τα δάκρυα που σταλάξανε πλύναν
το σακατεμένο χαμόγελο , δάχτυλα ματωμένα χαράξανε σύμβολα αγάπης στο μέτωπο,
στις παλάμες, στα πόδια και σάβανο το γαλάζιο  πουκάμισο τύλιξε το άψυχο κορμί.

Να ξημερώσει η μέρα περιμέναμε , την κατηφόρα μας να πάρουμε και πάλι,
χίλιες φορές πιο δυνατοί, με φτερούγες στους ώμους, με καρδιές γεμάτες
από τον αδελφό που χάθηκε, με κορμιά σιδερένια, το λιθάρι που τον δρόμο κλείνει
να ανεβάσουμε από τα ριζά του βουνού μας ψηλά στην κορφή.
Φωτιά θα του βάζαμε σαν θα έβγαινε ο ήλιος.

Στον ορίζοντα ξημερώματα είδαμε τις σκιές, χιλιάδες γέμισαν τα περιβόλια,
τις αυλές, τις μάντρες, βουητό σαν μελίσσι έφτανε στ΄ αυτιά μας ενώ εμείς
τρέχαμε στην κατηφόρα ανεμίζοντας ένα γαλάζιο κουρέλι για σημαία μας.

 Δεν ήμασταν μόνοι μας πια.