20.5.12

άσε με


για λίγο 
μόνο για λίγο


Άσε με αυτή την άναστρη νύχτα
Σαν ίχνος οπτασίας κοντά σου
Να γλιστρήσω
Το κόκκινο μαξιλάρι
Που θ΄ ακουμπήσεις ζαλισμένο  το κεφάλι σου
για λίγο να ΄μαι

Άσε με το λευκό  σεντόνι
Που θα ξαπλώσεις κουρασμένο το κορμί σου
για λίγο να ‘ μαι

Άσε με οι σταγόνες από το αίμα
Που κυκλοφορεί ζεστό στις φλέβες σου
για λίγο να ‘μαι


Άσε με  επάνω στο τραπέζι σου
Ένα κομμάτι του ψωμιού σου
Που το κόβεις με τα σκληρά σου δάχτυλα  
για λίγο να ΄μαι

Άσε με δίπλα στο κρεββάτι σου
Το κερί που καυτές σταγόνες στάζει
Και την νύχτα σου φωτίζει
για λίγο να ΄μαι

Άσε με το λουλούδι που μαραίνεται
Μέσα στο βάζο στο γραφείο σου  κι επάνω του
Το βλέμμα σου ξεχνιέται
για λίγο να ‘ μαι

Ακόμα κι έξω αν με κλείσεις
Η ομίχλη που σκεπάζει
Την στέγη του σπιτιού σου
μόνο γι΄ απόψε εγώ θα γίνω

Να βρεθώ

Κάτω από εσένα
Γύρω από εσένα
Μέσα σε εσένα
Με εσένα
Αόρατο όνειρο
Νυχτερινό
μόνο γι΄ απόψε να ΄μαι

                                                                                   Levina






18.5.12

Νυχτερινός Χορός





Την  ώρα  την  νυχτερινή  που  με  γυμνά  τα  πόδια
στων  δρόμων  την  άσφαλτο  περπάτησα
κηλίδες  από  αίμα  την  πορεία μου  ακολουθούσαν
ένας  μεγάλος  κρίκος  το  φεγγάρι  επάνω  μου
να  κρατά  το  ρολόι  των  χρόνων  μου  που
αδιάκοπα  τα  δευτερόλεπτα  μετρούσε
και  εγώ  μια  σκιά  να  γλιστράω 
επάνω  στις  πλάκες  των  πεζοδρομίων 
αφήνοντας  ματωμένα χνάρια
ανάμεσα  σε  θλιμμένες  πόρνες  ,  κτίρια  σκοτεινά
πόρτες  κλειστές  αμπαρωμένες  και  παράθυρα
με  τις  γρίλιες  μισάνοιχτες  να  κρύβουν  τα  μάτια
των  περίεργων  φοβισμένων  από  το  δικό  μου  θέαμα

Και  εγώ  για  διασκέδασή  τους  στην  πλατεία
με  μια  πιρουέτα  σταματάω  μπροστά  στο  σιντριβάνι
πετάω  μακριά  το  καπέλο  μου  και  τους  χαμογελάω
χορεύω  γύρω  από  τα  άδεια  παγκάκια  μέσα  στην  βροχή
κι  απλώνονται  τριγύρω  μου  οι  κηλίδες  με  το αίμα
Να μια …
κι άλλη μια …
να  μια  τούμπα  και  ένας
πήδος  στον  αέρα …
πιάστε με  αν  μπορείτε …
Να  κι  ο  χτύπος  από  το  ρολόι μου …
Μεσάνυχτα  και  κάτι  τον  τραγικό  χορό μου  σταματώ

Ξέπνοη  το  δικό  σας  χειροκρότημα  γυρεύω
Το  ακούω
Υποκλίνομαι  στον φόβο σας
Την  καρδιά μου  σας  προσφέρω


                                                                            Levina








16.5.12

άηχα λόγια



Ψιλόβρεχε, έτσι χωρίς σκοπό η μέρα το μόνο που ήθελα
μια βόλτα στην παραλία, είναι έρημη αυτόν τον καιρό,
ακόμα δεν κατεβαίνει κανένας κοντά στην θάλασσα …
ειδικά εδώ που φυσάει και έχει πάντα κύμα.

Ένας ουρανός επάνω μου μουντός 
και το δικό μου βλέμμα θολό σε θολούς ορίζοντες να σταματάει ,
να ψάχνει  επάνω από τις απαλές κορφές των κυμάτων
και να μη βλέπει τίποτα, να έχει ξεχάσει τι έψαχνε να βρει .

Μόνο ο ήχος της θάλασσας
και τα χαλίκια που παραμέριζαν κάτω από τα πόδια μου
και ο ιδρώτας να στάζει από το κορμί μου να αφήνει χνάρια
επάνω στην σκιά μου σα να το έκανε επίτηδες, μήπως χαθώ
στην γνώριμη παραλία και δεν μπορώ να βρω τον δρόμο του γυρισμού .

Είναι άηχη η γλώσσα του σώματος,
ακόμα πιο αδύναμη η γλώσσα της ψυχής μου, πώς να πω τόσες λέξεις
όταν δεν τις ακούει κανείς, γιατί να τις πω… τις αφήνω να ξεφεύγουν
από το φράγμα των χειλιών μου εκεί στην άκρη του νερού,
πλάι στα αλμυρίκια και στα βότσαλα, να τις παίρνει το αεράκι
σαν μουρμουριτό επάνω από τα κύμματα και να χάνονται
όπως χάθηκε και αυτή η μέρα.

Σου έγραψα κάτι , ένα τοσοδούλι μικρό σημείωμα,
όπως σου έγραφα πάντα, μικρά καθημερινά σημειώματα
δίχως σκοπό, τρυφερές πινελιές γεμάτες χρώματα . . .

Το έβαλα σε ένα γυάλινο μπουκάλι
και το άφησα να στο φέρει η θάλασσα.

Γεμάτος σύννεφα ο ουρανός, δυνάμωσε και το κρύο, ο αέρας,
χοντρές αλμυρές  σταγόνες έπλεναν το προσωπό μου χωρίς να ξέρω
αν ήταν δάκρυα ή θάλασσα.

Αν ήσουν εδώ μάλλον θα γελούσα, τώρα δεν θέλω.

Αύριο θα σου ξαναγράψω,
θα το δώσω στην θάλασσα να στο φέρει  . . .


                           Levina










15.5.12

το λιθάρι της ζωής μας




Ξημέρωνε  και ήμασταν στον δρόμο, φορτωμένοι με τα φτυάρια και τις αξίνες,
τον βράχο που αφήσαμε από εχθές να μας κλείνει τον δρόμο σήμερα έπρεπε
να τον ανεβάσουμε ψηλά στο βουνό.

Κανένας μας δεν ρώτησε το πώς θα τα βγάλουμε πέρα, μόνο περπατούσαμε
χαμογελαστοί, τραγουδώντας ένα παλιό παιδικό τραγουδάκι με γλυκό σκοπό,
ολότελα αταίριαστο για μια παρέα σαν την δική μας.

«Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν αταξίδευτο…. ωε ωε ωε ωε ….»

Ο Ηλίας , η Ειρήνη, ο Στάθης, ο Αντρέας με τα μανίκια από το γαλάζιο του
πουκάμισο σηκωμένα και πόσο γέλασα σαν τον είδα να φορά αυτό το καλό του
ρούχο και να έχει ανάρριχτα στον έναν ώμο το σκουριασμένο φτυάρι  και το
σακούλι με το προσφάι του στο άλλον.

«Γιατί  γελάς Μαράκι ?» με ρώτησε γελώντας κι αυτός« ένα παλιοπουκάμισο είναι,
τι θα περιμένω να το φορέσω στον γάμο σου? Θα πάρω άλλο τότε βρε χαζή!»

«Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι ,
 μέσα εις την Μεσόγειο ωε ωε  ωε ωε…»

Μέχρι το μεσημέρι παλεύαμε να ξεκολλήσουμε τον βράχο από την γη, ματώσανε
τα χέρια μας, γεμίσαν χώματα τα πόδια μας,  ιδρώσαν τα κορμιά μας ,  έτρεχε
ο ιδρώτας χοντρές σταλαγματιές , σημάδια άφηνε όπου πατούσαμε , μέχρι που
τα καταφέραμε και όλοι μαζί την ξεκουνήσαμε την πέτρα, την βγάλαμε από την
φωλιά της γης και απόμεινε νικημένη να αγκομαχά κι αυτή μαζί με εμάς
που καθίσαμε στην σκιά της ελιάς να πάρουμε ανάσα.

Ξετρελαμένα κελαηδούσαν τα πουλιά, μύριζε το καλοκαίρι που ερχόταν, σαν
το φρέσκο ψωμί που ξερόψηνε η γιαγιά Μαρία και μου ΄δινε κρυφά μια γωνίτσα
μόλις το ΄βγαζε καυτό καυτό,  μύριζε σαν το  φαγητό της Κυριακής το μπριάμι
με τα μπαχάρια και το φρέσκο σκόρδο, σαν την γλυκιά πίτα της μάνας μου με την
καψαλισμένη ζάχαρη και την κανέλλα…
Πεινάγαμε κι ανοίξαμε τους μπόγους που κουβαλάγαμε , ντομάτες, ελιές, τυριά,
ψωμιά όλα για όλους να τρώμε και να τραγουδάμε ακόμα πιο δυνατά τώρα που
βγάλαμε το εμπόδιο.

«Και σε πέντε έξη εβδομάδες,
 τελειώσαν όλες οι τροφές…ωε ωε ωε ωε…»

Άντε να τελειώνουμε σήμερα κι ας ήταν ντάλα ο ήλιος πανωθέ μας, βάλαμε τις
πλάτες να ανεβάσουμε το λιθάρι ψηλά στο βουνό, να το δούνε όλοι πως τα
καταφέραμε εμείς να σπρώξουμε την ζωή μας ψηλά, παντιέρα μας να γίνει
τούτο εδώ το βάρος .
Σβάρνα κόντευε να μας πάρει και
«εεεπ…οοοπ…εεεπ» άντε και βήμα στο βήμα το φτάσαμε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά
στην πλαγιά, στην ανηφόρα, φωτιά πήρανε τα χέρια μας, τα πόδια σταθερά
στο χώμα, τα μπράτσα να καίνε, η καρδιά να χτυπά στα στήθια μας, να γελά
ο Αντρέας, να σιχτιρίζει ο Στράτος, να τραγουδά η Ειρήνη, να βογκάω εγώ
για το σκισμένο φουστάνι μου και τα ματωμένα πόδια μου.

Έφτασε το λιόγερμα , γέμισε χρώματα ο ουρανός πανωθέ μας , κιτρίνισαν
τα σύννεφα, μαβιά, μενεξελιά, πολύχρωμα λουλούδια του Θεού η ζωγραφιά
επάνω από τα κεφάλια μας την ώρα που σπρώξαμε για τέλος το λιθάρι στην
κορυφογραμμή για να το δούνε όλοι πως το νικήσαμε το βουνό, πως φέραμε
τα κάτω επάνω, πως ακουμπήσαμε τον ουρανό μας.

«Και τότε ρίξαμε τον κλήρο,
 να δούμε ποιος θα φαγωθεί … ωε ωε ωε ωε»

Έπεφτε γοργά ο ήλιος πέρα στον ορίζοντα που λαμπύριζε η Θάλασσα χρυσαφιά
να κρατήσει το τελευταίο της μέρας φως.
Κύλησε η μέρα, ζαλίστηκε η χαρά μας κύλισε κι αυτή  να φύγει, ακούστηκε βαθύ
το τραγούδι της γης, κούνησε το λιθάρι και πήρε αυτό μονάχο του, τον δρόμο
του γυρισμού σβαρνώντας πόδια, χέρια, ιδρωμένα κορμιά, χαμόγελα, τραγούδια.

Κρύφτηκε το φεγγάρι, δεν τόλμησε τ΄ αγριεμένα μάτια ν΄ αντικρίσει, τα ουρλιαχτά
που βγαίναν μέσα από τα πονεμένα σωθικά, τα ξεσκισμένα κορμιά.
Τα ξεριζωμένα μαλλιά μας στρώμα κάναμε, τα δάκρυα που σταλάξανε πλύναν
το σακατεμένο χαμόγελο , δάχτυλα ματωμένα χαράξανε σύμβολα αγάπης στο μέτωπο,
στις παλάμες, στα πόδια και σάβανο το γαλάζιο  πουκάμισο τύλιξε το άψυχο κορμί.

Να ξημερώσει η μέρα περιμέναμε , την κατηφόρα μας να πάρουμε και πάλι,
χίλιες φορές πιο δυνατοί, με φτερούγες στους ώμους, με καρδιές γεμάτες
από τον αδελφό που χάθηκε, με κορμιά σιδερένια, το λιθάρι που τον δρόμο κλείνει
να ανεβάσουμε από τα ριζά του βουνού μας ψηλά στην κορφή.
Φωτιά θα του βάζαμε σαν θα έβγαινε ο ήλιος.

Στον ορίζοντα ξημερώματα είδαμε τις σκιές, χιλιάδες γέμισαν τα περιβόλια,
τις αυλές, τις μάντρες, βουητό σαν μελίσσι έφτανε στ΄ αυτιά μας ενώ εμείς
τρέχαμε στην κατηφόρα ανεμίζοντας ένα γαλάζιο κουρέλι για σημαία μας.

 Δεν ήμασταν μόνοι μας πια.








14.5.12

Γυναίκα


Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το κορμί να πέσει
έστειλα το μυαλό  να ταξιδέψει 
να κλέψει  ανέμων φτερά ,
να φτάσει εκεί που δεν υπάρχει τέλος

Σε ένα μέρος μακρινό που χωράει μόνο εμένα 
και φτιάχτηκε για μένα .

Εκεί μπορώ να κλείνω τις φεγγαρόπορτες πίσω μου 
και να είμαι μόνη
πίσω από τα παράθυρα  εγώ και η καρδιά και το μυαλό μου .

Μόνη μέσα στο κλειστό μου δωμάτιο 
να γνωρίζω νέες εικόνες
βγαλμένες λες από το βιβλίο της Αποκάλυψης που διάβαζα .
Μια ψυχή που κρατά το άπειρο στα χέρια της, το σκοτάδι ,
την μοίρα της, κλείνει τα μάτια και χάνεται στον πόνο ,
στο γέλιο, σε ένα γλυκό πάθος για την επόμενη στιγμή .

Ένα σώμα με φτερά 
πουλί που ψάχνει να βρει τον δρόμο του
κι ας είναι χαλασμένες οι  βελόνες της πυξίδας του 
με οδηγό τα σύννεφα που τα σπρώχνουν οι άνεμοι ,
με οδηγό τους αστερισμούς
που κρατούν το φεγγάρι αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει

Μια γυναίκα που κρατά μια πέτρα στα δυνατά της χέρια.
Μια γυναίκα φτιαγμένη από υγρό βελούδο 
που χύνεται απαλά στο δικό της άπειρο



                                                                                                                  Levina



                                                                                                            

5.5.12

εις το επανιδείν




Νομίζω πως έφτασε η ώρα
ακόμα και η φαντασία να κάνει διακοπές
χωρίς χρονικό όριο
η αγέλη μου και εγώ να χαθούμε για λίγο
στο δάσος μας
να ξαναβρεθούμε μόνοι μας
να θυμηθούμε πως ήμασταν
πριν κατεβούμε στην πόλη ανάμεσα στους ανθρώπους
πριν αρχίσουμε να μοιράζουμε σκέψεις
όνειρα, φαντασία

θα τα ξαναπούμε
θα τα λέμε όταν θα περνάω
από τα σπιτάκια σας απρόσκλητη
να σας βλέπω

σας ευχαριστώ όλους για την παρέα σας
εις το επανιδείν


Levina







4.5.12

άδεια νύχτα


Νύχτωσε και πάλι
Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί νυχτώνει
Μέσα μου
Δεν ψάχνω να βρω τι θα φορέσω
Για να βγω στους άδειους δρόμους
Αδιάφορο
Δεν με νοιάζουν περαστικά βλέμματα
που στάζουν απορίας δηλητήριο
Με πνίγει 
Μαύρο το φουστάνι μου δέρμα
δεύτερο τυλίγει το κορμί μου
Απόψε
Έβαψα με μπλε της νύχτας σκιά
Τα μάτια μου
Έβαψα με κόκκινο αίμα
 της καρδιάς
Τα χείλη μου
Κόκκινες οι  ψηλοτάκουνες γόβες
Και το δάκρυ μου
Δεν το άφησα να κυλήσει
Να φανεί
Βγήκα στο πεζοδρόμιο
Ίσως
Ίσως απόψε φανείς



Κι όμως
το ξέρω
πως και αυτό το πρωινό
μοναχική θα είναι η επιστροφή


                                 Levina