Ψιλόβρεχε, έτσι χωρίς σκοπό η μέρα το μόνο που ήθελα
μια βόλτα στην παραλία, είναι έρημη αυτόν τον καιρό,
ακόμα δεν κατεβαίνει κανένας κοντά στην θάλασσα …
ειδικά εδώ που φυσάει και έχει πάντα κύμα.
Ένας ουρανός επάνω μου μουντός
και το δικό μου βλέμμα θολό σε θολούς ορίζοντες να σταματάει ,
να ψάχνει επάνω από τις απαλές κορφές των κυμάτων
και να μη βλέπει τίποτα, να έχει ξεχάσει τι έψαχνε να βρει .
Μόνο ο ήχος της θάλασσας
και τα χαλίκια που παραμέριζαν κάτω από τα πόδια μου
και ο ιδρώτας να στάζει από το κορμί μου να αφήνει χνάρια
επάνω στην σκιά μου σα να το έκανε επίτηδες, μήπως χαθώ
στην γνώριμη παραλία και δεν μπορώ να βρω τον δρόμο του γυρισμού .
Είναι άηχη η γλώσσα του σώματος,
ακόμα πιο αδύναμη η γλώσσα της ψυχής μου, πώς να πω τόσες λέξεις
όταν δεν τις ακούει κανείς, γιατί να τις πω… τις αφήνω να ξεφεύγουν
από το φράγμα των χειλιών μου εκεί στην άκρη του νερού,
πλάι στα αλμυρίκια και στα βότσαλα, να τις παίρνει το αεράκι
σαν μουρμουριτό επάνω από τα κύμματα και να χάνονται
όπως χάθηκε και αυτή η μέρα.
Σου έγραψα κάτι , ένα τοσοδούλι μικρό σημείωμα,
όπως σου έγραφα πάντα, μικρά καθημερινά σημειώματα
δίχως σκοπό, τρυφερές πινελιές γεμάτες χρώματα . . .
Το έβαλα σε ένα γυάλινο μπουκάλι
και το άφησα να στο φέρει η θάλασσα.
Γεμάτος σύννεφα ο ουρανός, δυνάμωσε και το κρύο, ο αέρας,
χοντρές αλμυρές σταγόνες έπλεναν το προσωπό μου χωρίς να ξέρω
αν ήταν δάκρυα ή θάλασσα.
Αν ήσουν εδώ μάλλον θα γελούσα, τώρα δεν θέλω.
Αύριο θα σου ξαναγράψω,
θα το δώσω στην θάλασσα να στο φέρει . . .
Levina