14.5.12

Γυναίκα


Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το κορμί να πέσει
έστειλα το μυαλό  να ταξιδέψει 
να κλέψει  ανέμων φτερά ,
να φτάσει εκεί που δεν υπάρχει τέλος

Σε ένα μέρος μακρινό που χωράει μόνο εμένα 
και φτιάχτηκε για μένα .

Εκεί μπορώ να κλείνω τις φεγγαρόπορτες πίσω μου 
και να είμαι μόνη
πίσω από τα παράθυρα  εγώ και η καρδιά και το μυαλό μου .

Μόνη μέσα στο κλειστό μου δωμάτιο 
να γνωρίζω νέες εικόνες
βγαλμένες λες από το βιβλίο της Αποκάλυψης που διάβαζα .
Μια ψυχή που κρατά το άπειρο στα χέρια της, το σκοτάδι ,
την μοίρα της, κλείνει τα μάτια και χάνεται στον πόνο ,
στο γέλιο, σε ένα γλυκό πάθος για την επόμενη στιγμή .

Ένα σώμα με φτερά 
πουλί που ψάχνει να βρει τον δρόμο του
κι ας είναι χαλασμένες οι  βελόνες της πυξίδας του 
με οδηγό τα σύννεφα που τα σπρώχνουν οι άνεμοι ,
με οδηγό τους αστερισμούς
που κρατούν το φεγγάρι αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει

Μια γυναίκα που κρατά μια πέτρα στα δυνατά της χέρια.
Μια γυναίκα φτιαγμένη από υγρό βελούδο 
που χύνεται απαλά στο δικό της άπειρο



                                                                                                                  Levina



                                                                                                            

5.5.12

εις το επανιδείν




Νομίζω πως έφτασε η ώρα
ακόμα και η φαντασία να κάνει διακοπές
χωρίς χρονικό όριο
η αγέλη μου και εγώ να χαθούμε για λίγο
στο δάσος μας
να ξαναβρεθούμε μόνοι μας
να θυμηθούμε πως ήμασταν
πριν κατεβούμε στην πόλη ανάμεσα στους ανθρώπους
πριν αρχίσουμε να μοιράζουμε σκέψεις
όνειρα, φαντασία

θα τα ξαναπούμε
θα τα λέμε όταν θα περνάω
από τα σπιτάκια σας απρόσκλητη
να σας βλέπω

σας ευχαριστώ όλους για την παρέα σας
εις το επανιδείν


Levina







4.5.12

άδεια νύχτα


Νύχτωσε και πάλι
Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί νυχτώνει
Μέσα μου
Δεν ψάχνω να βρω τι θα φορέσω
Για να βγω στους άδειους δρόμους
Αδιάφορο
Δεν με νοιάζουν περαστικά βλέμματα
που στάζουν απορίας δηλητήριο
Με πνίγει 
Μαύρο το φουστάνι μου δέρμα
δεύτερο τυλίγει το κορμί μου
Απόψε
Έβαψα με μπλε της νύχτας σκιά
Τα μάτια μου
Έβαψα με κόκκινο αίμα
 της καρδιάς
Τα χείλη μου
Κόκκινες οι  ψηλοτάκουνες γόβες
Και το δάκρυ μου
Δεν το άφησα να κυλήσει
Να φανεί
Βγήκα στο πεζοδρόμιο
Ίσως
Ίσως απόψε φανείς



Κι όμως
το ξέρω
πως και αυτό το πρωινό
μοναχική θα είναι η επιστροφή


                                 Levina










3.5.12

εγώ η γη







Η ύπαρξη που βυθίζεται στο χάος
η σκέψη που ανυψώνεται να αγγίξει ουρανό
το βλέμμα που χάνεται στο χρώμα των ματιών σου
οι ώρες που η μελωδία σου γράφει τις νότες
στα σκιερά μέρη του κορμιού μου
κάτω από τα δέντρα μου
μέσα στο χώμα μου
στα ρυάκια μου
εγώ είμαι η γη
εσύ είσαι ο άνθρωπος
αγάπα με


Levina







2.5.12

ότι ζήτησα


μόνο αυτό

Έρχεσαι 
και σε περιμένω μπροστά στην πόρτα
Θέλω 
να σε κατηγορήσω για όλες τις χαμένες ώρες
Αυτές 
που μου έκλεψες τόσο καιρό που λείπεις
Μα είναι 
τα χείλη μου στεγνά και από τον λαιμό μου
Δεν βγαίνει 
η φωνή το μόνο που θέλω είναι
Να σε κοιτάξω 
να ξαναδώ τα γνώριμα σημάδια

Στο ζήτησα 
πρίν από καιρό ένα βράδυ που καθόσουν
Κοντά μου 
και τα λόγια σου τρικυμίες σήκωναν ,
Βοριάδες 
λόγια ανεμοστρόβιλοι που συνεπήραν
Την ζωή μας 
ψηλά την σήκωσαν ,  την άφησαν
Να τσακιστεί στα βράχια του χρόνου… 
να μ αγαπάς
Σου ζήτησα και αυτό ήταν αρκετό 
τις θύελλες να φέρει


                                                                                                                                              Levina






Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι


Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι

Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί

Άραγε τι περιμένει
απ' το βράδυ ως το πρωί
στο στενό το παραθύρι
που φωτίζει με κερί

Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει
με βαρύ αναστεναγμό
ας μπορούσα να μαντέψω
της καρδιάς του τον καημό

Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωΐ
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το 'ρίξαν το παιδί στη φυλακή.

Πρακτικά συνεδριάσεως του Α΄ Δικαστηρίου των εν Πύργω Συνέδρων
Συνεδρίαση της 12ης Μαίου 1947

Η Συνεδρίασις εγένετο δημοσίως εν τω ακροατηρίω του.
Κατά διαταγήν του Προέδρου προσήχθησαν είς το ακροατήριον οι κατηγορούμενοι ελεύθεροι δεσμών …

Ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος. Μόνο έτσι θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις αν τον γνώριζες καλύτερα.
Φτωχός πολύ ήταν, του κάνανε προξενιό την Χριστίνα που ήταν χήρα
με ένα μικρό κοριτσάκι στα χέρια, είχε και μια μικρή προίκα εκείνη,
ήταν και όμορφη γυναίκα, ψηλή με ξανθιά μαλλιά και μεγάλο χαμόγελο
και ο Δημήτρης αγκάλιασε τρυφερά την όμορφη γυναίκα του και το παιδί
και κατέβηκε να ζήσει μαζί της στο χωριό πλάι στην λίμνη.
Δεν ήταν άγνωστος, κοντοχωριανός ήταν, τον γνώριζαν, άνοιξε το
ταβερνάκι του στο κέντρο του χωριού, ήταν ποτιστικά τα περιβόλια
έβγαζαν τα φασολάκια, τις ντομάτες, τα ζαρζαβατικά τους, είχαν και
τα ζώα τους, δούλευαν οι δυο τους και τα έβγαζαν μια χαρά πέρα.
Η στενοχώρια τους ήταν το κοριτσάκι τους που είχε αρρωστήσει
από πολυμελίτιδα και εκείνα τα χρόνια ούτε γιατρειά υπήρχε, ούτε
εμβόλια και το χτύπησε στο μυαλό. Έμεινε η μικρή Σοφούλα στην
παιδική της ηλικία και δεν μεγάλωσε ποτέ .
Έπρεπε να της λες το ίδιο πράγμα δέκα φορές για να το καταλάβει
έτσι αγαθούλα που ήταν. Σύντομα ήρθαν στον κόσμο και τα άλλα τους παιδιά, πρώτα η Μαριγούλα, μετά τα δίδυμα ο Φώτης και η Ευφροσίνη
και τέλος ο Γιάννης.
Μεγάλωσε γρήγορα η Μαριγούλα, πολλές οι υποχρεώσεις της οικογένειας
και έπρεπε να βοηθά την μάνα της αφού η Σοφούλα δεν ήταν άξια
η καημένη και μόνο να κρέμεται από την ποδιά της ήξερε και να
την ακολουθεί σαν πιστό σκυλάκι κι ας ήταν αυτή η μεγαλύτερη.
Δύσκολα χρόνια, ήρθε και ο πόλεμος, η κατοχή και το λίγο έγινε λιγότερο.
Δεν είχες επιλογές τότε, θα ήσουν ή με τους αντάρτες ή με τον εχθρό,
δεν υπήρχε αποχή και ουδετερότητα όσο ήσυχος και να ΄σουν όσο και
να μην ήθελες να αναμιχθείς στα πράγματα.
Ο Δημήτρης ήταν ήσυχος, δεν μπορούσε να ανέβει στα βουνά και να
αφήσει τόσα παιδιά να πεινάνε πίσω, κρατούσε το μαγαζάκι και
σέρβιρε κρασί, τσίπουρα, ρεβυθόζουμο και για μεζέ ήταν οι ελιές , ντοματούλες, αγγουράκια από το περιβόλι.
Στην αρχή πέρασαν από το χωριό οι Ιταλοί που κουβαλούσαν κι ένα γραμμόφωνο.
Το έβαζαν να παίζει και μαζευόντουσαν τα παιδιά ξυπόλυτα, γελώντας
και σκουντούσαν το ένα τα΄ άλλο τι ήταν αυτό με το χωνί που έβγαζε
ήχους και όλο έψαχναν να βρουν που ήταν κρυμμένος αυτός που
έβγαζε τις τσιρίδες από μέσα.
Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και τότε αγρίεψαν τα πράγματα.
Έτσι μέσα στον πόλεμο έχασαν και τις προίκες των κοριτσιών όταν
τους ειδοποίησαν πως ερχόταν οι Γερμανοί από το Μεγαλοχώρι να
πιάσουν τους άντρες και ξεχύθηκαν όλοι επάνω από την λίμνη σε
μια σπηλιά φορτωμένοι με μπόγους τα ασπρόρουχα να τα κρύψουν
μη τα κάψουν μαζί με τα σπίτια οι Γερμανοί , γιατί ήταν σπουδαίες
αυτές οι προίκες. Χρόνια και χρόνια τις ύφαιναν και τις κεντούσαν
στο φως της λάμπας για να έχουν κάτι να δώσουν οι κοπέλες στον
γαμπρό, μην τις λένε οι πεθερές πως τις πήραν ξεβράκωτες .
Μα τελικά τους κυνήγησαν κι απ την σπηλιά και έμειναν πίσω οι
μπόγοι με τα΄ ασπρόρουχα και τα κεντήματα και χάθηκαν όλα.
Τελείωσε ο πόλεμος και άρχισε ένας καινούργιος πόλεμος, χειρότερος
από τους προηγούμενους αφού τώρα πια Έλληνες είχαν να
αντιμετωπίσουν Έλληνες.
Μετά την συνθήκη της Βάρκιζας τον Φλεβάρη του 1945 αρχίζει η
Λευκή Τρομοκρατία, ο προάγγελος του εμφυλίου, η καταδίωξη για
όσους υπήρχε έστω και υπόνοια πως ανήκαν ή πως είχαν βοηθήσει
τους ΕΑΜίτες .
Ακόμα και να υπήρχαν ανταγωνισμοί και έχθρες ανάμεσα σε
συγχωριανούς, δεν ήταν δύσκολο να κατηγορηθεί κάποιος για Εαμίτης
και να εξαφανιστεί με συνοπτικές διαδικασίες.
Στις εκλογές του Μάρτη του 1946 η γραμμή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ
ήταν η αποχή και αυτό πυροδότησε ακόμα μεγαλύτερο κύμα τρομοκρατίας ειδικά στα χωριά που τίποτα δεν έμενε κρυφό.
Ο Δημήτρης δεν ψήφισε , δεν πίστευε σε αυτές τις εκλογές και
στην κυβέρνηση Σοφούλη που ορίστηκε μετά από τις Βρετανικές πιέσεις.
Δεν ήταν μορφωμένος άνθρωπος, δεν καταλάβαινε πολλά από αυτά
αλλά αγαπούσε τον τόπο του και δεν καταλάβαινε γιατί να ψηφίσει κάτι
που του επέβαλλε μια άλλη χώρα .
Μέχρι τότε δεν τον είχε πειράξει κανένας στο χωριό, όλοι τον γνώριζαν
πόσο φιλήσυχος ήταν, γελαστός, καλόκαρδος, πόσο καλός οικογενειάρχης και το κυριότερο με καλά και σεμνά κορίτσια που αυτό ήταν η σφραγίδα
για μια καλή οικογένεια.

Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωΐ
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.

Προς σχηματισμόν του Δικαστηρίου των ενόρκων, ο Πρόεδρος
παρήγγειλεν τον Γραμματέα να καλέση κατ΄ όνομα κατά την διά της κληρώσεως προσδιορισθείσαν τάξιν τους κατά την 21 Απριλίου 1947 γενομένην δημόσιαν συνεδρίασιν …

Το περίμενε πως κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Οι Χίτες δρούσαν
ανεξέλεγκτα πια, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να χαλάσουν ακόμα
και συγγενείς τους, ο φανατισμός είχε φτάσει στο χειρότερο σημείο του.
Κάθε βράδυ κλειδωνόντουσαν όλοι μέσα στα σπίτια τους και έκαναν
τον σταυρό τους, περιμένοντας με αγωνία να ξημερώσει και να
μετρηθούν για να βρουν ποιος λείπει πάλι από το χωριό.
Εκείνο το βράδυ έκλεισε νωρίς πριν πέσει το σκοτάδι ο Δημήτρης την
ταβέρνα και κλείστηκαν στο σπίτι με την Χριστίνα και τα παιδιά.
Χαμήλωσαν τις λάμπες και εκείνος ξάπλωσε μέχρι να βάλει τα παιδιά
η γυναίκα για ύπνο και να κάνει τις τελευταίες δουλειές.
Κόντευε δέκα η ώρα όταν ακούστηκε φασαρία απ έξω στην αυλή,
φωνές που καλούσαν τον Δημήτρη ν΄ ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω.
Πετάχτηκε αλαφιασμένος από το κρεβάτι, κοιτάχτηκαν με την Χριστίνα, κατάλαβαν πως ήρθε η ώρα τους.
Δεν τον ένοιαζε για την ζωή του αλλά για την γυναίκα του, τα κορίτσια του.
Προσπάθησε να ξεχωρίσει τις φωνές, να δει ποιος ήταν, να μπορέσει
να μιλήσει με κάποιον που γνώριζε, μα μόνο βραχνές φωνές που
ούρλιαζαν άκουγε και χτυπήματα στην πόρτα.
Του φώναζαν ν΄ ανοίξει να μπουν, να τακτοποιήσουν τα κορίτσια .
Άστραψε το μάτι του Δημήτρη, τα παιδιά είχαν ξυπνήσει, είχαν μαζευτεί
γύρω από την Μαριγουλα την μεγαλύτερη που τα κρατούσε στην
αγκαλιά της σαν την μάνα τους ενώ η Χριστίνα είχε αρπάξει ένα
κούτσουρο από το τζάκι, πρώτα θα πέρναγαν από το πτώμα της
για να φτάσουν στα κορίτσια της. Ο Δημήτρης άρπαξε το τσεκούρι και στάθηκε πίσω από την πόρτα.
Αυτός ο μικρόσωμος αγαθός άνθρωπος με το μεγάλο χαμόγελο και
την αθώα καρδιά, με το μικρό μουστάκι , τα σκούρα μάτια και το παλιό μπαλωμένο παντελόνι εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε σε δαίμονα,
για την οικογένεια, για τα παιδιά.
Ακούγανε οι γειτόνοι την φασαρία, τα βροντοχτυπήματα στην πόρτα
μα ποιος να τολμήσει να ξεμυτίσει να δώσει βοήθεια?
Ακόμα και ο κυρ Λευτέρης ο Εθνικιστής δεν τολμούσε να βγει να
σταματήσει το κακό όσο κι αν δεν συμφωνούσε με όλα αυτά που
γινόντουσαν.
Έσπασε η πόρτα σαν καρυδότσουφλο, στριμώχτηκαν στο μικρό κατώφλι
οι Χίτες να μπουν στο σπίτι, πυροβολούσαν στον αέρα , έπεσε το
τσεκούρι σε σάρκα φρέσκια, ουρλιαχτά και φωνές ξεσήκωσαν όλο
το χωριό πια.
Κράτησε λίγη ώρα η συμπλοκή , ίσα να αφήσει πίσω έναν νεκρό
και τον Δημήτρη μέσα στα αίματα και η Χριστίνα άσχημα χτυπημένη
να κρατά το κομμένο χέρι της.
Τρομάξανε οι Χίτες σαν είδαν τον δικό τους νεκρό στο κατώφλι, το έβαλαν στα πόδια.
Έτρεξαν οι κοντοχωριανοί στην οικογένεια κοντά , άναψαν τις λάμπες,
ένα παλικάρι ούτε εικοσι χρονών ήταν ο σκοτωμένος, μια κουμπαριά
τον έδενε με τον Δημήτρη .
Ούτε που γνώριζε σε ποιανού το σπίτι πήγαινε να μπει, ούτε τον λόγο
ήξερε, με τους άλλους τα έπιναν από νωρίς και ζαλισμένοι θυμήθηκαν
ποιος δεν είχε πάει να ψηφίσει τον Μάρτη για να πάνε να τον δώσουν
ένα μάθημα.. Τον έμπλεξαν, τον πήραν μαζί τους και τον έριξαν πρώτον μέσα στο σπίτι του Δημήτρη, ότι ήταν να γίνει να πάρει αυτός την πρώτη μπόρα. Όμως δεν περίμεναν πως αυτός ο αγαθός άνθρωπος θα είχε τόση αντίσταση.
Η Χριστίνα έμεινε πίσω στο σπίτι, με τα παιδιά που τα πήραν οι γείτονες τα ξημερώματα πριν έρθει η Αστυνομία από το Μεγαλοχώρι, ενώ ο Δημήτρης για τον φόβο της εκδίκησης έφυγε να κρυφτεί μέσα στις καλαμιές της Λίμνης.
Σκόρπισε η οικογένεια.
Την Χριστίνα την οδήγησαν στις φυλακές , της έφτιαξαν το χέρι που παραλίγο να το χάσει . Από τότε είχε πρόβλημα, δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για τις δουλειές όπως παλιά.
Η Μαριγούλα με τα παιδιά, μάνα και πατέρας μαζί να ζούν φιλοξενούμενοι σε συγγενικά σπίτια, από χωριό σε χωριό , δεν μπορούσαν πια να γυρίσουν στο δικό τους.
Πάνω στον μήνα ο Δημήτρης πήγε να παραδοθεί, έπρεπε να βγει η γυναίκα του από την φυλακή , να μαζέψει τα παιδιά της, να μη χαθούνε τα κορίτσια τους.
Ένας χρόνος πέρασε .

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το 'ρίξαν το παιδί στη φυλακή.

Λαβόν υπ΄ όψει
Την υπό σημερινήν χρονολογία ετυμηγορία των ενόρκων …
Ναι είναι ένοχοι οι κατηγορούμενοι 1) Δημήτρης 2) Χριστίνα …
την 12 Μαίου 1946 απρομελετήτως και εις βρασμόν ψυχικής
ορμής εξετέλεσαν ….

Ναι έγινε το φονικό
Το είπαν όλοι οι μάρτυρες , γείτονες πως άκουσαν τις κραυγές για βοήθεια, πως άκουσαν τους πυροβολισμούς, την φασαρία, το κακό.
Το είπαν πως είδαν τους τρομοκράτες να απειλούν, να βαράνε την πόρτα, να χιμάνε στο σπίτι της οικογένειας.
Είπαν πόσο αγαπητός ήταν ο Δημήτρης σε όλους στο χωριό του, πόσο ηθική ήταν η οικογένεια, πόσο καλά τα παιδιά του.
Σημαντική η μαρτυρία του πατέρα που έχασε το παιδί του, δεν είπε κακή κουβέντα για τον φονιά.

Ναι είναι αποδεδειγμένον ότι οι κατηγορούμενοι εξετέλεσαν την ανωτέρω πράξιν την αναιρέσεως θέλοντες δι οικείας δυνάμεως να αποκρούσωσι βιαίαν και παράνομον επίθεσιν του παθόντος εναντίων των ημωμένην και με κίνδυνον της ζωής των, της υγείας των και της ελευθερίας των και την οποίαν επίθεσιν η βοήθεια της αρχής δεν ηδύνατο ν΄ αποτρέψει.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Αποφαίνεται αθώους τους κατηγορούμενους.

Αθώοι.
Ελεύθεροι.
Πικρή η χαρά της Ελευθερίας.
Μια ζωή είχε άδικα χαθεί, στο χωριό δεν ξαναγύρισαν από τότε, ούτε
για να πάρουν τα ρούχα τους. Οι συγγενείς μπήκαν στο σπίτι και πήραν ότι μπορούσαν πια να κουβαλήσουν και να φύγουν για πάντα από τα μέρη που γεννήθηκαν, που μεγάλωσαν, που γέννησαν τα παιδιά τους. Η Αθήνα τους περίμενε για μια νέα αρχή.
Πίσω δεν απέμεινε τίποτα, πουλήθηκε το ταβερνάκι, το σπίτι, το περιβόλι για ένα κομμάτι ψωμί, μπήκαν μέσα οι καλοθελητές, άδειασαν ότι είχε λίγη αξία.
Όλα και πάλι από την αρχή, αλλά ενωμένοι .
Δεν ήταν οι μόνοι που έφυγαν από τον τόπο τους, ολόκληρη περιοχή γέμισε από κοντοχωριανούς που της έδωσαν το όνομα του χωριού τους .
Σήμερα δεν ζει κανένας πια και αν κάποιος υπάρχει στο χωριό που να θυμάται αυτή την ιστορία δεν είναι πρόθυμος να σκαλίσει παλιές πληγές.

Αθήνα κάπου στην Ν. Ιωνία
Ένα μικρό σπιτάκι να στεγάζει την οικογένεια. Τα παιδιά να δουλεύουν εργάτες, η Χριστίνα σακατεμένη, ο πατέρας πάλι άνοιξε ένα μικρό ταβερνάκι, αυτό ήξερε να κάνει. Τα βράδια αγκάλιαζε τα παιδιά και τους τραγουδούσε ένα καινούργιο τραγούδι …
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί

Άραγε τι περιμένει
απ' το βράδυ ως το πρωί
στο στενό το παραθύρι
που φωτίζει με κερί

Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει
με βαρύ αναστεναγμό
ας μπορούσα να μαντέψω
της καρδιάς του τον καημό


Εκρίθη, απεφασίσθη και απηγγέλθη παρά χρήμα δημοσίως,
έν Πύργω τη 12 Μαίου 1947

Όλα τα γεγονότα της ιστορίας είναι αληθινά όπως μου τα έχουν διηγηθεί κι όπως τα περιγράφει και η δικογραφία που έχω στα χέρια μου και έχω κρατήσει την ορθογραφία της εποχής στα σημεία που παραθέτω σε αυτήν την ανάρτηση. Ήθελα να μιλήσω για εκείνους τους ανθρώπους που ήταν πραγματικοί αγωνιστές της ζωής και δεν υπάρχουν πια . Για τους δικούς μου ανθρώπους_


1.5.12

Πρωτομαγιά 2012



 πρωτομαγιά2012
Ξημέρωσε και ένοιωσα ένα χαμόγελο 
να ξεχειλίζει από τα βάθη της καρδιάς μου
Μου έφτανε που είδα τον ήλιο ψηλά 
σε έναν ασυννέφιαστο καταγάλανο ουρανό!

Άνοιξα την πόρτα και με ορμή χίμηξαν στο σπίτι 
χρώματα και αρώματα και  γέμισαν κάθε γωνιά, 
στάθηκαν επάνω στο φλιτζάνι του καφέ μου, 
στο πιάτο με το ψωμί που είχα αλείψει με βούτυρο και μέλι.
 πρωτομαγιά2012
Έπαιζαν οι αχτίδες του πρωινού ήλιου κυνηγητό μέσα 
στο γυάλινο βαζάκι της  μαρμελάδας που έχει μέσα 
αγριολούλουδα από τον κήπο, μοβ μολόχες και λευκές ίριδες 
και μια ιδέα από ροζ γλυσίνα.

Γέλαγε ο ήλιος, γέλασα και εγώ και ένοιωσα ευλογημένη 
που μπορώ να χαίρομαι με τόσο απλά πράγματα , που μπορώ 
να βλέπω όλα αυτά που οι άλλοι προσπερνούν αδιάφορα.
 levin011-1
Έφτιαξα το στεφάνι μου, από κομμάτια λυγαριάς και 
λίγα τριαντάφυλλα, λυπήθηκα να τα κόψω τα άλλα … 
ας είναι , όμορφο για τα δικά μου μάτια είναι και αναίμακτο … 
την περασμένη πρωτομαγιά είχα μετρήσει δώδεκα σκαλοπάτια 
και για δυο μήνες σχεδόν ήμουν σαν μούμια μπανταρισμένη.
 πρωτομαγιά2012
Έφυγε κι αυτή η μέρα , δεν θ΄ αργήσει να νυχτώσει …

Να είστε όλοι καλά, ευχή μου είναι να είμαστε του χρόνου διαφορετικά … 
να έχει αλλάξει κάτι, αυτό το κάτι που στέκεται σαν σκιά επάνω σε όλους μας , 
που τρύπωσε μέσα μας και ακόμα κι όταν δεν το συζητάμε ξέρουμε 
πως είναι εκεί και μας βασανίζει … 
 πρωτομαγιά2012

                                                                                                             Levina