23.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "3ο μέρος"

Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "3ο μέρος"

Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα,  ήταν τόσο σίγουρος πως δεν ήταν όνειρο αυτό … άνοιξε τα μάτια του και στην αναλαμπή της φωτιάς  είδε την γυναίκα  ξαπλωμένη στις πέτρες   εμπρός στο τζάκι.
Φορούσε μόνο το χοντρό πουκάμισο και  έμοιαζε να την έχει πάρει ο ύπνος εκεί  στα ξαφνικά  χωρίς να  προλάβει  να  στρώσει τα στρωσίδια της  στο συνηθισμένο της μέρος.  Με κόπο έσυρε το σώμα του και σηκώθηκε.
 Ήθελε να της μιλήσει να την ξυπνήσει, μα τόσες μέρες , σκέφτηκε, δεν την είχε ρωτήσει για το όνομα της! Τι ανόητος! Εκείνη τον φρόντιζε και ο ίδιος  δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει ούτε πως την λένε… ίσως γιατί εκείνη έκανε πάντα ότι χρειαζόταν για να προλάβει κάτι πριν της το ζητήσει και έτσι… αλλά  , όχι αυτό δεν ήταν δικαιολογία!

Θα έπρεπε να ακούσει τους ήχους από τα πόδια του , να ξυπνήσει , αλλά εκείνη ούτε που σάλεψε, ακόμα και όταν  έσκυψε επάνω της και τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της και πάλι δεν κουνήθηκε !
Τα  μάτια της ήταν κλειστά και η αναπνοή της βαριά, έμοιαζε να βρίσκεται σε λήθαργο . Στάθηκε για λίγο ακίνητος χαζεύοντας το ήρεμο πρόσωπο, την λεπτή μύτη, τα ψηλά ζυγωματικά, τα τοξωτά φρύδια επάνω στο κατάλευκο μέτωπο, πρώτη φορά είχε την
ευκαιρία να μελετήσει τα χαρακτηριστικά της χωρίς εκείνη να τον καταλαβαίνει και να
σκύβει το κεφάλι της σα να ήθελε να μένει αθέατη στα μάτια του.
Δεν μπορούσε όμως να την αφήσει να κοιμάται στις κρύες πέτρες, την κούνησε απαλά
στον ώμο για να σηκωθεί και το βογκητό που βγήκε από το στόμα της τον ανησύχησε.
Σίγουρα πονούσε, αλλά που? Γιατί?

Η γυναίκα άνοιξε με κόπο τα μάτια της, και  όταν προσπάθησε να κουνηθεί οι κινήσεις της ήταν αργές και  τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από την προσπάθεια.
« Έλα να ξαπλώσεις  , δεν μπορείς να κοιμάσαι στις πέτρες !»  Του έδωσε το χέρι της, την βοήθησε να σηκωθεί και χωρίς να καταλαβαίνουν ποιος οδηγούσε ποιον την πήγε στα
δικά του στρωσίδια.
Ήταν παγωμένη και έμοιαζε τόσο εξαντλημένη που χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση ξάπλωσε γύρισε στο πλευρό της και κοιμήθηκε ξανά.
Ο άντρας πήρε μερικά κούτσουρα από τον σωρό στην άκρη του τοίχου και  τα έριξε στο τζάκι  που κόντευε να σβήσει. Τουλάχιστον να κρατήσει αναμμένη την φωτιά να τους ζεσταίνει. Ήθελε να της φτιάξει ένα ρόφημα , πήγε στο ράφι που φύλαγε τα ματσάκια με τα μυρωδικά της αλλά όσο και να έσπαγε το κεφάλι του δεν γνώριζε κανένα φυτό , μέχρι που είδε τα  γνώριμα μικρά  ασημοπράσινα φυλλαράκια του άγριου φασκόμηλου.
Βέβαια εκείνος γνώριζε την πιο ήμερη ποικιλία  που αγόραζε από  το  μικρό μαγαζάκι με τα ροφήματα  στην γειτονιά του, αλλά  αυτό έμοιαζε τόσο πολύ!  Έβαλε  νερό να βράσει επάνω στην φωτιά και όταν ήταν έτοιμο έριξε μέσα λίγα φυλλαράκια  φασκόμηλου και   αμέσως γνώρισε την έντονη μυρωδιά του. Ικανοποιημένος που τα κατάφερε  πήγε στην γυναίκα μια κούπα γεμάτη από το αχνιστό ρόφημα..

Την ξύπνησε  δύσκολα.
Ήταν τόσο απρόθυμη να βγει από τον ύπνο της  και όταν την βοήθησε να ανασηκωθεί για να πιει λίγες γουλιές  από το αφέψημα κρατώντας της την κούπα  εκείνη απέμεινε  ξαφνιασμένη  να τον κοιτάζει  με  το κουρασμένο βλέμμα της. Δεν είχε μάθει να την περιποιείται κανένας μέχρι τότε,  ακόμα  και στις σπάνιες φορές που ένοιωθε ανήμπορη μόνη της φρόντιζε τον εαυτό της.
 Ήθελε να του πει ευχαριστώ μα ακόμα και αυτή η μικρή λέξη σαν ψίθυρος βγήκε από το στόμα της πριν πέσει πάλι πίσω και κλείσει τα μάτια της.
Είχε μάθει πως ο ύπνος θα της  έκανε καλό,  ήταν το καλύτερο και γρηγορότερο γιατρικό για τα  χτυπήματα στο κορμί της. Αργότερα θα μπορούσε να φτιάξει κάποιο κατάπλασμα , όμως ακόμα  δεν  είχε το σθένος για να κάνει οτιδήποτε.
Αυτή την φορά η σύγκρουση ήταν πιο δυνατή,  Εκείνο είχε δυναμώσει κι άλλο,  έπρεπε να εφευρίσκει όλο και πιο  περίεργους τρόπους για να αποσπά την προσοχή του, για να το νικά.  Σύντομα θα ερχόταν η  τελική τους αναμέτρηση, δεν γινόταν να ζουν και οι δυο στον ίδιο χώρο και Αυτό δεν ήθελε να εγκαταλείψει το δάσος.
Θα μπορούσε να φύγει πιο βόρεια, να ανέβει ακόμα πιο ψηλά εκεί που δεν έφταναν οι άνθρωποι, αλλά  καθόταν επίμονα εκεί, έφερνε γύρες στον δικό της τόπο,  δεν το ένοιαζε να κρυφτεί.
 Ήθελε εκδίκηση , αυτό ήθελε από παλιά τότε που ήταν κλεισμένη  μαζί του  στον ίδιο χώρο  
σε αντικρινά κλουβιά μαζί με τα υπόλοιπα  πειράματα . Το έβλεπε στα μοχθηρά μάτια του,
της το έλεγε κάθε φορά που μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Εκείνο είχε αποτύχει, σύντομα θα  έφτανε στο τέλος το πείραμα μαζί του  και  θα  έπαιρνε τον δρόμο  για
την « έξοδο» , μόνο που η νοημοσύνη του  γνώριζε ποια θα ήταν αυτή και σίγουρα δεν
ήταν η ελευθερία του. Και εκείνη είχε κουραστεί πια να προσπαθεί να  το διώχνει  μακριά
με κάθε τρόπο.
Την προκαλούσε όταν πλησίαζε κατοικημένες περιοχές, παραφύλαγε τους ξυλοκόπους, τους  κυνηγούς, όποιον έφτανε μέχρι τις παρυφές του δάσους. Δεν είχε κανένα δισταγμό να σκοτώσει , είχε προγραμματιστεί να σκοτώνει  και μόλις μυριζόταν ανθρώπινη παρουσία η γυναίκα έτρεχε πρώτη για να του δείξει πως το ήξερε τι ήθελε να κάνει και  Εκείνο χανόταν  στο πυκνό δάσος ουρλιάζοντας  με απόγνωση ,  γιατί μπορεί να την μισούσε αλλά φοβόταν την δύναμη της, εκείνη ήταν το πετυχημένο πείραμα, μπορούσε να  τα βάλει μαζί της, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως θα κατάφερνε και να την νικήσει και όσο κυριαρχούσε αυτός ο φόβος επάνω του  γι΄ αυτήν , η  γυναίκα κρατούσε την ισορροπία στο δάσος.

Μόνο που τον τελευταίο καιρό  Εκείνο είχε μελετήσει πια τις κινήσεις της, έτρεχε πιο γρήγορα, ακούραστο έψαχνε τα μονοπάτια ,  μύριζε τον αέρα  ,  την προλάβαινε όπως έγινε και με αυτόν τον άντρα.
Δεν  δίσταζε πια με την παρουσία της όπως παλιά,  δεν είχε τίποτα να χάσει ,  δεν είχε  φωλιάσει  κάπου  όπως  η γυναίκα  , κοιμόταν  κάτω από  τις δίπλες των βράχων , μέσα στις άδειες φωλιές  των αγριμιών,  κάτω από  σωρούς με ξερόκλαδα και φύλλα  ή κουλουριαζόταν μέσα στις κουφάλες των δέντρων. Δεν είχε ανάγκη να μαζεύει τρόφιμα,  όταν πεινούσε σκότωνε κάποιο ελάφι , υπήρχαν άφθονα στην περιοχή  και έτρωγε  για να χορτάσει την πείνα του, ότι περίσσευε το άφηνε στους λύκους και στα μικρότερα σαρκοφάγα του δάσους.
Είχε προσαρμοστεί  απόλυτα στο μέρος που έμενε,  αν και το ίδιο θα προτιμούσε να ήταν  μόνο του, να είχε φύγει από εκεί  που κυκλοφορούσαν άνθρωποι με  όπλα που σκότωναν, ίσως και να το έψαχναν ακόμα …. Αλλά όσο υπήρχε η γυναίκα και ήταν ζωντανή  ,  δεν θα έφευγε αν δεν τελείωνε πρώτα μαζί της.

Άνοιξε ξανά τα μάτια της και τον κοίταξε. Ο άντρας στεκόταν αμήχανος κοντά στην φωτιά, δεν ήξερε τι να κάνει,  δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να ξαπλώσει … την είχε βάλει εκείνη στο κρεβάτι του, όχι λάθος, σκέφτηκε , στο δικό της κρεβάτι  που εκείνος της το είχε πάρει τόσο καιρό.
Μα πως τον αφήνω να στέκεται τόση ώρα όρθιος, σκέφτηκε η γυναίκα, είμαι απαράδεκτη, δεν έχει δυνάμεις ακόμα …
«  Έλα », του ψιθύρισε και  του έδειξε  το κενό δίπλα της να ξαπλώσει. Θα μπορούσαν να μοιραστούν τα  ζεστά σκεπάσματα και εκείνη ήταν πολύ ταλαιπωρημένη για να σηκωθεί να στρώσει.
«  Δεν θέλω να σε  κουράσω  άλλο » της απάντησε  « αρκετά με έχεις φροντίσει μέχρι τώρα εσύ »
«  Δεν με έχεις κουράσει,  αν  δεν θέλεις θα σηκωθώ να στρώσω… Ήταν πραγματικά πολύ αδύναμη, αλλά αν εκείνος ένοιωθε άσχημα να ξαπλώσει στο πλάι της θα  έστρωνε  κάτω.
Προσπάθησε να σηκωθεί , μα οι κινήσεις της ήταν βαριές και  έδειχναν πως δεν είχε τίποτα μέσα της από την  παλιά της ζωντάνια, κάτι την είχε καταβάλει, -ίσως είναι  άρρωστη- σκέφτηκε εκείνος και βιάστηκε  να  την  σπρώξει πάλι απαλά  πίσω να ξαπλώσει.
«  Όχι … σε παρακαλώ , μείνε ! » ήταν υπερβολή να  κάνει σαν κακομαθημένο παιδί και να φέρνει την γυναίκα σε αμηχανία. Όσο κι αν δεν ένοιωθε άνετα να είναι  στο ίδιο στρώμα μαζί της , ήταν ακόμα χειρότερο να την σηκώσει  όταν έβλεπε πως δεν ήταν καλά.
Έδιωξε κάθε σκέψη γι αυτήν από το μυαλό του  και  έγειρε δίπλα της όσο πιο άκρη μπορούσε για να μην την αγγίξει.

Μάταια προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί, μάταια σκεφτόταν οτιδήποτε άχρηστο  είχε στο νου του, όπως  πως  το αμάξι του χρειαζόταν επειγόντως σέρβις,  η καφετιέρα του δεν δούλευε τον τελευταίο μήνα,  δεν είχε πληρώσει  την ηλεκτρική εταιρεία, έπρεπε να αδειάσει την αποθήκη του από ένα σωρό άχρηστα…. Τίποτα…. Το μυαλό του γύριζε και πάλι στο  λεπτό κορμί  πλάι του, η μυρωδιά της τον έπνιγε, η ένταση της σκέψης του  γι αυτήν είχε γίνει αφόρητα πιεστική  τόσο που  κόντευε να σπάσει αυτή η μικρή κλωστούλα της λογικής, να την πάρει στην αγκαλιά του και να την κάνει έστω και με την βία δική του. Ντράπηκε που σκέφτηκε κάτι τόσο χυδαίο γι αυτήν που πέρασε τόσο καιρό στο πλάι του  να τον φροντίζει  σαν μωρό  αλλά όταν άνοιξε  ξανά τα μάτια του την είδε να  τον κοιτά και εκείνη ξύπνια.
Χάθηκε  για μια ακόμα φορά στο χρυσάφι των ματιών της.
Το λεπτό χέρι της  άγγιξε το πρόσωπο του σε ένα ανάλαφρο χάδι και του κόπηκε η ανάσα.  Του τράβηξε ένα μικρό τσουλούφι από το μέτωπο και εκείνος  έμεινε αφηρημένος στο ρόδινο στόμα που ανάσαινε τόσο κοντά στο δικό του. Αυτά τα χείλη… ούτε κατάλαβε  πότε  βρέθηκε να  την  φιλά, στην αρχή διστακτικά,  σα να ήταν από  εύθραυστη  πορσελάνινη , η γεύση της  είχε κάτι  κρατήσει το άρωμα του φασκόμηλου και μετά βρέθηκε να  την κρατά πιο σφιχτά στην αγκαλιά του και να μοιράζει φιλιά σε όλο της το πρόσωπο.  Στα μάτια, στα μάγουλα , στα μικρά κοχύλια των αυτιών της,  στην βάση του λεπτού λαιμού της.

Είχε ξεχάσει τους πόνους του  και αν ακόμα τον  πέθαινε ο ώμος του εκείνος δεν έδινε καμία σημασία. Δεν υπήρχαν πληγές πια , ούτε πόνοι, μόνο η επιτακτική ανάγκη του να κάνει δική του αυτή την γυναίκα.  Τα δάχτυλα του έλυσαν τα κορδόνια  από το  χοντρό πουκάμισο που φορούσε  και  εκείνη τον βοήθησε στριφογυρίζοντας να της το βγάλει.
  Τότε  είδε  τις μεγάλες μελανιές  στα πλευρά της και  ψηλά στο στήθος της και σταμάτησε ξαφνιασμένος. Πρέπει να την πονούσαν πολύ , φαινόταν  πρόσφατες και  πριν μέρες που την είχε δει να κοιμάται δεν είχε τίποτα τέτοιο.
Πως στο καλό είχαν γίνει αυτά τα χτυπήματα? Αφού δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω, ποιος την είχε χτυπήσει τόσο πολύ? Ορμητικές οι σκέψεις του  έφτασαν σε κάποιον άλλο άντρα που θα την είχε κακοποιήσει!
«  Αυτά πως έγιναν? » την ρώτησε και  η φωνή του ήταν  μια συγκρατημένη οργή, οποίος και να ήταν αν τον έβρισκε θα του  ξερίζωνε τα χέρια που τόλμησε να  αγγίξει αυτό το  πλάσμα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
«   Μη δίνεις σημασία σε παρακαλώ …»  του απάντησε  η γουργουριστή φωνή της,  δεν με πονάνε πια…
«  Καλύτερα να μου πεις τώρα ποιος το έκανε αυτό! » η φωνή του  ακούστηκε πιο άγρια από όσο θα  ήθελε εκείνη την ώρα.
«  Θα σου πω, όλα θα στα πω, κάποια στιγμή θα τα μάθεις όλα, αυτό στο υπόσχομαι …»

Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα του έλεγε,  το βλέμμα της δεν τον κοιτούσε όταν του το υποσχέθηκε, έμοιαζε να θέλει να αποφύγει  να του δώσει απαντήσεις  για τα χτυπήματα της και εκείνος  θα έβρισκε άλλη ώρα να επιμείνει σε αυτό. Προς το παρόν την κρατούσε στα χέρια του,  τα δικά της χέρια  χάιδευαν διστακτικά  το κορμί του,  τα χείλη της ήταν πρόθυμα κάτω από τα δικά του, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι παραπάνω.
Το σώμα της  ήταν  απαλό κάτω από τα χέρια του αλλά μπορούσε να διακρίνει πόσο καλά  ήταν γυμνασμένοι οι μυς της … φυσικό είναι σκέφτηκε, αφού εκείνη  κάνει τόσες δουλειές εδώ που ζει, γι αυτό είναι και τόσο δυνατή, πιο δυνατή από κάθε  γυναίκα της πόλης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε…έσυρε τα ακροδάχτυλά του σε κάθε καμπύλη του κορμιού της, στους λεπτούς ώμους,  στις καμπύλες του στήθους της που το ένοιωσε να  σκληραίνει κάτω από το άγγιγμά  του,  έσυρε τα δάχτυλα του στην μέση της, στην γεμάτη μυς πλάτη , στους γεμάτους γοφούς, μέχρι τους λεπτούς αστραγάλους και εκείνη έδειχνε να απολαμβάνει  τα χάδια και τα φιλιά του σε κάθε εκατοστό του κορμιού της,  και  μόνο όταν το χέρι του  ανηφόρησε ξανά στους μηρούς της και βρήκε την απαλή ζεστασιά της ανάμεσά τους εκείνη άφησε να ξεφύγει από τα σφιγμένα χείλη της  ένα σιγανό βογκητό. Προσπάθησε να είναι υπομονετικός μαζί της, ήθελε μόνο να της δώσει  ευχαρίστηση , το δικαιούταν εκείνη μετά από όσα του είχε προσφέρει , ήθελε να της δείξει πόσο πολύ την  ήθελε δική του, ευτυχισμένη , ικανοποιημένη, δεν άντεχε να την πονέσει μετά από  τις  μελανιές που  ήταν ζωγραφισμένες στο κορμί της και έδειχναν πόσο θα πρέπει να  έχει υποφέρει στα  χέρια κάποιου κτήνους.

Τα ήθελε όλα να γίνουν τέλεια για εκείνη και μόνο όταν  βυθίστηκε μέσα στις απαλές πτυχές του κορμιού της,  χαμένος  στο χρυσάφι των ματιών της κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κρατηθεί άλλο και αφέθηκε να ξεσπάσει .
 Είναι μια απίστευτη γυναίκα  ,  τόσο παράξενη,  με τόσες αντιφάσεις, αλλά τόσο γυναίκα, σκέφτηκε και  τραβήχτηκε απρόθυμα στο πλάι  για να μην την πονέσει άλλο με το βάρος του, χωρίς να σταματήσει να την κρατά αγκαλιά. Εκείνη του χαμογελούσε και εκείνος  την φίλησε ξανά απαλά στα χείλη πριν κλείσει τα μάτια του και τον πάρει ένας μακάριος , ξέγνοιαστος ύπνος που είχε πολύ καιρό να κάνει με το ζεστό γυναικείο κορμί κουρνιασμένο στην αγκαλιά του.             
                                                                           
Αυτή την φορά δεν είδε κανέναν εφιάλτη. Αυτό που είδε ήταν πως είχε γυρίσει στο σπίτι του στην πόλη μαζί με την  παράξενη γυναίκα, πως εκείνη ήταν ντυμένη με μοντέρνα ρούχα , στα πόδια της φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες και  μεταξωτές κάλτσες,  τα  σκούρα μαλλιά της ήταν  κουρεμένα από έμπειρα χέρια  και χτενισμένα  , πως   τα μεγάλα της μάτια ήταν βαμμένα ,το πρόσωπο της περιποιημένο και όλη ανέδυε έναν κοσμοπολίτικο αέρα. Είδε πως ήταν η ιδανική γυναίκα για να την έχει στο πλάι του!

Τέλος 3ου μέρους








21.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "2ο μέρος"

Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "2ο μέρος"

Πόσες μέρες πέρασαν μέσα σε αυτόν τον λήθαργο , να ξυπνά και να κοιμάται  χωρίς να καταλαβαίνει  τι γινόταν γύρω του,, χωρίς  ούτε να αναρωτιέται πια αν ήταν μέρα ή νύχτα?
Όμως αυτή την φορά που  άνοιξε τα μάτια του  ήταν σίγουρος πως ήταν πρωί. Άκουγε  ήχους πουλιών  έξω και ένοιωθε πιεστική την ανάγκη να σηκωθεί να περπατήσει , να βγει έξω στον καθαρό αέρα, να δει  το μέρος που βρισκόταν. Ξεχασμένος πήγε να τεντωθεί αλλά ο πόνος από τις πληγές του χίμηξε έντονος  στην  άστοχη κίνηση και του έκοψε την φόρα,  κατάλαβε πως δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να κάνει οτιδήποτε . Μπορούσε  τουλάχιστον  να περπατάει!  θα το δοκίμαζε και θα  ζητούσε  από την γυναίκα να τον βοηθήσει λίγο στην αρχή  και μετά όταν σηκωνόταν θα μπορούσε να ειδοποιήσει  να έρθουν να τον πάρουν … αρκετά κάθισε  εκεί μέσα!
Έσκυψε να δει  αν εκείνη κοιμόταν ακόμα.
Τα σκεπάσματα  είχαν τραβηχτεί, εκείνη  ήταν ανάσκελα με ένα ελαφρό γουργουρητό να βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της, τα μαλλιά της απλωμένα , ξεχτένιστα έπεφταν τούφες στο πρόσωπο της , λερωμένα με ξερά φύλλα και κλαράκια και το σώμα της γυάλιζε στο μισοσκόταδο … σα να μην είχε δει γυναίκα ξανά.
Οι λευκοί ώμοι, η απαλές καμπύλες του στήθους, οι ρόδινες θηλές, τα χέρια  σαν φτερά  αφημένα στο πλάι της, απόλυτα ακίνητη και  με κάθε  δική της ανάσα να κόβεται η δική του. Οι σκέψεις του ξεστράτισαν και  το κορμί του ανταποκρίθηκε αμέσως σε αυτές 

Ξαφνικά  ένοιωσε  άσχημα  που την κοιτούσε  έτσι  ξεδιάντροπα σα να ήταν  κανένας  άξεστος,  εκείνη ήταν στο πλάι του όλο αυτό τον καιρό να τον φροντίζει  και  ο ίδιος  την παρακολουθούσε παραδομένη στον ύπνο της με σκέψεις που τον έκαναν να ντρέπεται.
Έπρεπε όμως να σηκωθεί , δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να βρει και τα ρούχα του, κάπου θα τα είχε βάλει η γυναίκα. Όσο  ήταν  ξαπλωμένος μέσα στις γούνες που τον διατηρούσαν ζεστό  ένοιωθε όμορφα , αλλά τώρα πια  κρύωνε πολύ. Προσπάθησε να ανασηκώσει το κορμί του και παρ όλο τον πόνο  δεν άφησε να του φύγει κανένα βογκητό για να μη την ξυπνήσει, κατάφερε και να κατεβάσει τα πόδια του αλλά τότε χίμηξε ορμητικό το αίμα στις φλέβες του, είχε τόσο καιρό να σηκωθεί όρθιος,  λύγισαν τα γόνατα του, δεν τον κρατούσαν ….

Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και  με θολό βλέμμα από τον ύπνο έμοιαζε  ξαφνιασμένη να προσπαθεί να  καταλάβει  τι ήταν αυτό που την ξύπνησε , αλλά την επόμενη στιγμή  φοβισμένη από τον άντρα που στεκόταν σχεδόν επάνω της, άφησε ένα ουρλιαχτό και πετάχτηκε όρθια  και έτρεξε στην άλλη άκρη προσπαθώντας να καλύψει την γύμνια της ! Δεν είχε μάθει να ξυπνά και να υπάρχει κάποιος εκεί μαζί της, ακόμα και την παρουσία του την είχε συνηθίσει  σαν  ενός αρρώστου που είχε ανάγκη την φροντίδα της, ξαπλωμένου στα στρωσίδια της , ανήμπορου και όχι  σαν έναν άντρα που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, να την πλησιάσει.
Άρπαξε τα ρούχα της και τα φόρεσε βιαστικά , ενώ εκείνος προσπαθούσε να μη την κοιτά για να την αφήσει να ηρεμήσει.
«  Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω, να βγω έξω θέλω, σε παρακαλώ αν μπορείς να με βοηθήσεις ? »
Μα τι ανόητη που είμαι σκέφτηκε εκείνη,  τι εντύπωση θα του έδωσα έτσι όπως πετάχτηκα! Πάλι καλά που δεν …  μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της που βιάστηκε να την διώξει μακριά κουνώντας το κεφάλι της.
«  Θα  σου  δώσω το πρωινό σου  και   μετά πρέπει  να δω τις πληγές σου .» Του απάντησε σιγανά …
«  Και μετά θα με βοηθήσεις να βγω λίγο έξω.» της θύμισε.
«  Ναι , μετά θα σε βοηθήσω να κάνεις ότι θέλεις»  του υποσχέθηκε
και του χαμογέλασε, για να του δείξει πως ότι και να την είχε ταράξει , είχε πια περάσει.

Πήγε στην εστία και σε λίγο έφερε  ένα καλάθι γεμάτο με ένα είδος ψωμιού  και δυο φλιτζάνια γεμάτα αχνιστό … γάλα!!!  Κάθισε μαζί του και έτρωγαν αμίλητοι , εκείνος λίγο αμήχανος, εκείνη προσηλωμένη στο φαγητό της.
«  Χρειάζομαι ρούχα μάλλον»  της είπε όταν τελείωσαν και  η γυναίκα  έτρεξε στην άκρη που είχε  το ταλαιπωρημένο μπαούλο της και έβγαλε από μέσα  μερικά ρούχα. Μόνο που αυτά δεν ήταν τα δικά του.
«  θα προτιμούσα τα ρούχα μου , δεν θέλω να σου τα λερώσω αυτά »   επέμενε ο άντρας και τότε εκείνη του έφερε  από  την άκρη που φύλαγε το απόθεμα των ξύλων της  ένα μπόγο και τον άνοιξε μπροστά του.
Χλόμιασε εκείνος  όταν είδε  τι του έδειχνε. Όποιος έβλεπε αυτά τα κουρελιασμένα ποτισμένα στο αίμα ρούχα δεν θα πίστευε πως ο άνθρωπος  που τα φορούσε ήταν ακόμα ζωντανός !  Τα περιεργάστηκε για λίγες στιγμές προσπαθώντας να συλλάβει το μέγεθος  της  επίθεσης  που  είχε υποστεί  και μετά   χωρίς να μιλήσει  πήρε τα καθαρά  ρούχα  και τα φόρεσε.
Το παντελόνι του ερχόταν αρκετά καλά, του έδωσε ένα κομμάτι σπάγκο να το δέσει γύρω από την μέση του και το μακρύ πουκάμισο,  αν και ο ίδιος ήταν αρκετά μεγαλόσωμος,  του ήταν τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερο.  Καλύτερα γιατί  τίποτα δεν θα άντεχε να αγγίζει τις πληγές του, ούτε καν αυτά τα υφάσματα. Ήθελε να την ρωτήσει που τα βρήκα αυτά τα ρούχα αφού δεν έμενε κανένας άντρας  μαζί της,  αλλά μετά σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδιακρισία από μέρους του , ίσως ήταν κάποιος που έφυγε  και να μην ήθελε η ίδια να συζητήσει γι αυτόν.

Τον βοήθησε να φορέσει τις μπότες του, τις είχε καθαρίσει  και τις είχε γυαλίσει  με λίπος . Αν  και είχαν αρκετές βαθιές γρατσουνιές επάνω τους και φαινόταν αρκετά ταλαιπωρημένες  μπορούσε να δει το πρόσωπο του στο καθρέφτισμα τους.  Τελευταίο άφησε το πανωφόρι, ένα κομμάτι μονοκόμματο δέρμα  με  μαύρη γούνα, τόσο μαλακό και ζεστό που το έδεσε με ένα κορδόνι στην μέση του  όπως φορούσε το δικό της.
Ήταν τόση η χαρά και  η ανυπομονησία  του που θα έβγαινε ώστε σχεδόν της θύμωσε που καθυστερούσε μαζεύοντας από κάτω τα στρωσίδια της και έριχνε ξύλα στην φωτιά για να την κρατήσει αναμμένη μέχρι να ξαναμπούν μέσα.
Τον βοήθησε να σηκωθεί και μόνο τότε εκείνος διαπίστωσε πως ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα, αλλά απίστευτα δυνατή αφού μπορούσε να κρατά το βάρος του. Στην αρχή ακούμπησε διστακτικά επάνω της για να μη την κουράσει αλλά μετά από δυο βήματα κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε και έτσι έριξε πάνω στους ώμους της το βάρος του και εκείνη δεν έδειξε να νοιάζεται , τον κρατούσε άνετα και το κάθε επόμενο βήμα τους έφερνε στην έξοδο.
 
Δάσος.
Αυτό μόνο  είδε γύρω του όταν βγήκαν. Ένας κάθετος βράχος που έφτανε ψηλά επάνω στα κεφάλια τους  και μετά κατηφόριζε απότομα προς τα ανατολικά αυτό ήταν το καταφύγιο τους. Εκεί στην βάση του βράχου   κάποιοι  ξυλοκόποι είχαν χτίσει αυτή την ξύλινη  καλύβα, χρησιμοποιώντας για τέταρτο τοίχο τον ίδιο τον βράχο και  ακριβώς μπροστά από αυτό το κατασκεύασμα που χρησιμοποιούσε για κατοικία της η γυναίκα  υπήρχε ένα μικρό ξέφωτο και από εκεί και πέρα  άρχιζαν τα δέντρα του δάσους.
Παρατηρούσε με περιέργεια γύρω του να βρει κάποιο σημάδι πολιτισμού  μα ούτε  δρόμος που να δείχνει πως κάποτε είχε φτάσει αυτοκίνητο μέχρι εκεί, ούτε καν δρομάκι , μόνο πανύψηλα  δέντρα γύρω τους, ένα τεράστιο πυκνό  δάσος  που έσφυζε από ζωή μέσα στο ηλιόλουστο ζεστό χειμωνιάτικο πρωινό. Εκείνη τον οδήγησε σε ένα μικρό βράχο και τον βοήθησε να καθίσει  κάτω από τον ήλιο.
«  Πόσο καιρό μένεις εδώ ?»  την ρώτησε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Όταν τον κοίταζε έτσι  ξεχνούσε τι άλλο θα ήθελε να την ρωτήσει!
«  Πάντα »  του απάντησε απλά, λες και ήταν κάτι φυσικό να ζει μια  γυναίκα ολομόναχη στην μέση του πουθενά.
«  Μα πως γίνεται αυτό? από κάπου θα είσαι, κάπου αλλού γεννήθηκες,  πως ζεις εδώ μόνη σου? Δεν φοβάσαι τις αρκούδες?»
Θα μπορούσε να ορκιστεί πως ήταν γέλιο αυτό που βγήκε από το λαρύγγι της, αλλά η φωνή της ήταν σοβαρή … σχεδόν… όταν του μίλησε.
« Δεν φοβάμαι, εδώ ζω από πάντα, το γνωρίζω καλά το δάσος και με γνωρίζει και αυτό! εξ άλλου εδώ δεν έχει αρκούδες!»
Μα τι έλεγε αυτή η γυναίκα? Και τι ήταν αυτό το πλάσμα που του επιτέθηκε και του ξέσκισε τις σάρκες?
« Φυσικά και  έχει, αρκούδα μου επιτέθηκε και όχι μια, δυο ήταν , τις είδα καθαρά,  δεν ξέρω γιατί τελικά δεν με σκότωσαν και με βρήκες εσύ, αλλά εγώ τις είδα !»
« Ή νόμισες πως τις είδες !»  ήταν η ιδέα του ή υπήρχε ειρωνεία στην φωνή της?
« Τι άλλο θα μπορούσε να είναι έξυπνη μου? »
Η γυναίκα  έμεινε αμίλητη , σκεφτική , σα να ζύγιζε μέσα της την απάντηση που θα του έδινε…
« Ίσως έχεις δίκιο, να ήταν αρκούδες ».  απάντησε τελικά με έναν αναστεναγμό , όμως εκείνος ήταν σίγουρος πως δεν το πίστευε αυτό που του είπε.

Είχε βυθιστεί και πάλι στην σιωπή της, ότι και αν είχε ακόμα να την ρωτήσει , εκείνη την στιγμή  κατάλαβε πως δεν ήταν ώρα να το κάνει, έδειχνε τόσο απρόθυμη να ανοίξει μια συζήτηση μαζί του.
Κάθισε πιο αναπαυτικά  και άφησε τον ήλιο να τον ζεστάνει και τα πουλιά να του τραγουδάνε κυλώντας ανάμεσα στα κλαριά των δέντρων, παίζοντας με τις αχτίνες που έπεφταν σαν χρυσά βέλη στην παγωμένη γη. Ψηλά στον ουρανό ένα γεράκι  είχε σταμπάρει την λεία του, έφερνε γύρες  σφυρίζοντας  καλώντας το ταίρι του και για λίγο τα είδε δυο μαζί να κάνουν βουτιές  κάτω από τα λιγοστά σύννεφα  μέχρι που το ένα  έφυγε με ταχύτητα αστραπής και χάθηκε σε κάποια άκρη του ουρανού.

Δεν ήταν η ιδέα του αλλά ξαφνικά  τα πουλιά είχαν σταματήσει να τραγουδάνε, απόλυτη σιωπή είχε απλωθεί  γύρω τους .  Κοίταξε την γυναίκα και την είδε να  σαρώνει με ανήσυχο  βλέμμα   τα σκιερά μέρη του δάσους, ήταν όρθια δίπλα του όμως  ξαφνικά  έμοιαζε να έχει κάτι ζωώδες επάνω της. Το κορμί της ήταν συσπειρωμένο , το πρόσωπο της τραβηγμένο από  ένταση, τα μάτια της ορθάνοιχτα , τα  ρουθούνια της  έμοιαζαν να οσμίζονται  τον αέρα γύρω τους και  ολότελα ακίνητη αφουγκραζόταν  να πιάσει τον παραμικρό ήχο   μέσα στην  απόλυτη σιωπή .  
Οι τρίχες στον σβέρκο του ορθώθηκαν από την ανησυχία, κάτι υπήρχε εκεί έξω, κάτι που έκανε τα πουλιά και τα ζώα του δάσους να εξαφανιστούν. Κίνδυνος.

Η γυναίκα τον άρπαξε βίαια από το χέρι, τον σήκωσε κάνοντάς του νόημα να μείνει σιωπηλός και  στηρίζοντας τον, σηκώνοντάς τον σχεδόν στον αέρα τον τράβηξε μέσα στην σπηλιά. Ένοιωθε την έντασή της, μύριζε σχεδόν  τον φόβο της  μέχρι να διασχίσουν αυτά τα δέκα μέτρα που τους χώριζαν από την είσοδο και μόνο όταν μπήκαν μέσα και εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω τους  και την σφράγισε με ένα μεγάλο δοκάρι την είδε να  ησυχάζει κάπως.
 Ώστε και αυτή φοβόταν εκεί έξω και προσπαθούσε να τον πείσει πως δεν υπήρχε τίποτα να φοβάται…
Όμως εκείνη δεν φοβόταν για τον εαυτό της, ήξερε πόσο αδύναμος ήταν,  αν δεχόταν επίθεση από αυτό που παραφύλαγε ανάμεσα στα δέντρα  δεν θα προλάβαινε να τον  πάει στην ασφάλεια της  καλύβας, δεν θα προλάβαινε να τον προστατέψει για μια ακόμα φορά, τα τραύματα του ακόμα ήταν  νωπά, θα τον έχανε. Έπρεπε  να  κάνει οτιδήποτε για να τον κρατήσει ζωντανό.

Ανήσυχη  έφερνε γύρες μέσα στον κλειστό χώρο, σαν λιοντάρι στο κλουβί πήγαινε από την μια γωνιά στην άλλη , οσμίζονταν τον αέρα για αρκετή ώρα, μέχρι  που την είδε να χαλαρώνει  κάπως , να σταματά τα άσκοπα  στριφογυρίσματα  και  να ξαναπαίρνει το συνηθισμένο απόμακρο ήρεμο ύφος της.
Τον βοήθησε να βγάλει το πανωφόρι και τις μπότες του και τον έβαλε να ξαπλώσει, ο ίδιος ένοιωθε αρκετά κουρασμένος μετά από τόσο καιρό που είχε να κουνηθεί , να κάνει έστω και λίγα βήματα και αυτή η μικρή ένταση τον είχε καταβάλει. Όταν του έφερε το τσάι με την ίδια φρουτώδη μυρωδιά κατάλαβε πως εκείνη  του έδινε και πάλι  κάποιο ηρεμιστικό για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Σκέφτηκε  προς στιγμή να  μη το πιει, δεν του άρεσε που η γυναίκα ήθελε να  τον ξεφορτωθεί με αυτόν τον τρόπο , αλλά ο ώμος του πονούσε αρκετά, το ίδιο και το πόδι του , οπότε το ήπιε σχεδόν μονορούφι και  μισή ώρα αργότερα κοιμόταν βαθιά.

 
Στο όνειρο του είδε πως ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό κρεβάτι, ανάμεσα σε απαλά σεντόνια , σκεπασμένος με μαλακά παπλώματα, άπλωσε το χέρι του και αγκάλιασε κάτι ζεστό, όχι αυτό δεν ήταν ένα γυναικείο κορμί,  ένα τεράστιο  σκυλί ήταν με μακρύ μαύρο τρίχωμα, όμως  όχι ούτε σκυλί ήταν αλλά  όταν το άγγιξε έμεινε ακίνητο κάτω από το χέρι του,  πέρασε την παλάμη του επάνω από το στέρνο του, έπιασε τα  πλευρά του, την μαλακή κοιλιά,  το χάιδεψε στον λαιμό, στα όρθια αυτιά, μα μόνο οι σκύλοι έχουν τέτοια αυτιά συμπέρανε και  ανασηκώθηκε για να δει καλύτερα το πλάσμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Τότε εκείνο γύρισε προς το μέρος του  και απέμεινε με την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του να βλέπει μια τεράστια υγρή μουσούδα, ένα κατακόκκινο στόμα που έσταζε αίμα  με κατάλευκα  γυαλιστερά δόντια μακριά σαν στιλέτα να εξέχουν από τις άκρες των χειλιών και  να τον κοιτά κατάματα με τα μεγάλα στρογγυλά του μάτια στο χρώμα του χρυσού. Δυο χρυσά μάτια.

ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ





20.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι

Αποφάσισα να δώσω στο blog μου ένα κομμάτι από ένα δικό μου διήγημα.
Σε κάποιους άλλους καιρούς θα  το έστελνα  οπουδήποτε πίστευα πως θα είχε κάποια
ελπίδα να  γίνει  κάτι παραπάνω από δεμένα φύλλα τυπογραφικού υλικού στο αρχείο μου.
Ξέροντας όμως πόσο πολυγραφότατοι είμαστε οι Έλληνες και πως υπάρχουν διαμάντια
εκεί έξω που παραμένουν αναξιοποίητα … παραμένω προσγειωμένη και χρησιμοποιώ
την σελίδα μου για να δίνω αυτά που γράφω .
Καλή ανάγνωση  λοιπόν και ελπίζω στην επισήμανση των λαθών μου.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν κοιμόταν ακόμα  ή  αν αυτό το απόλυτο σκοτάδι που τον  τύλιγε   ήταν μια ονειρική κατάσταση ή μια ζοφερή πραγματικότητα.
Ήταν ξαπλωμένος  σε  ένα σκληρό στρώμα αλλά  σκεπασμένος με ένα βαρύ και απίστευτα απαλό ρούχο που τον κρατούσε ζεστό.
Προσπάθησε να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, έπρεπε να σκεφτεί και  κράτησε την αναπνοή του προσπαθώντας να πιάσει κάποιο ήχο γύρω του.
Άκουσε  τον χτύπο της καρδιάς του να έρχεται δυνατός, ρυθμικός , σαν σταγόνα πέφτει μέσα στο νερό και … υπήρχε κάτι ακόμα, μια σιγανή ανάσα, ελαφρά σφυριχτή, σαν να κοιμόταν κάποιος ακριβώς δίπλα του… που μύριζε περίεργα, πάντως όχι  , δεν μπορούσε να είναι άνθρωπος εκτός αν είχε να κάνει μπάνιο κάτι χρόνια.
Θυμήθηκε τον σκύλο του  που   τον χειμώνα πήγαιναν μαζί βόλτες
στους δρόμους της πόλης και τους έπιανε η βροχή, όταν μετά  γύριζαν στον κλειστό χώρο του σπιτιού κάπως έτσι μύριζε η βρεγμένη γούνα του.
Γούνα !!… μέσα στο σκοτάδι άπλωσε το χέρι του και  ψηλαφίζοντας έψαξε προς εκεί που άκουγε την ανάσα. Ότι κι αν ήταν αυτό το ένοιωσε που τραβήχτηκε απότομα από κοντά του αφήνοντας μια περίεργη λαρυγγώδη  φωνή  που του πάγωσε το αίμα. Σίγουρα θα ήταν κάποιο ζώο που ήθελε να αποφύγει το άγγιγμα του  . Τουλάχιστον αν μπορούσε να δει , αλλά το σκοτάδι γύρω του ήταν απόλυτο, χωρίς καμία μικρή αχτίνα από φως να απαλύνει λιγάκι  το μαύρο που τον έπνιγε .

Τίποτα οικείο δεν υπήρχε   γύρω του , ούτε  κάποια γνωστή μυρωδιά  και  σίγουρα δεν ήταν σε νοσοκομείο, ούτε στο κρεβάτι στο σπίτι του και όχι  αυτό δεν ήταν όνειρο, παραήταν έντονο για όνειρο! Μα τότε… πως βρέθηκε εδώ και που ήταν αυτό το «εδώ» ?
Ορμητικές χίμηξαν οι αναμνήσεις παράλληλα με τον  πόνο στο μυαλό του.  
Θυμήθηκε πως είχε στήσει βραδινό καρτέρι στο φαράγγι , παρέα με τον σκύλο του , χρόνια είχε να το κάνει αυτό, η καραμπίνα του καλά κρυμμένη μέσα στην θήκη της έπιανε αράχνες γιατί είχε σταματήσει πια τα κυνήγια και την είχε πετάξει στο βάθος κάποιας ντουλάπας και ξαφνικά εκείνο το πρωινό ένοιωσε την ανάγκη να φύγει, να ανέβει στο βουνό που ανέβαινε παλιά, να περπατήσει στο δάσος, να βρει ξανά τα περάσματα των ζώων,  να μυρίσει καθαρό αέρα …
Έβγαλε από την κρυψώνα  του το όπλο, αλλά  δεν ήταν και πολύ σίγουρος πως θα είχε την δύναμη να τραβήξει την σκανδάλη , είχε σταματήσει πριν χρόνια αυτούς τους άσκοπους σκοτωμούς που έκαναν με την παρέα του   όταν πήγαιναν στα ψηλά βουνά  τους χειμώνες για  ελάφια  και άγρια γουρούνια .
Βρήκε  τα χνάρια των ζώων ψηλά επάνω  από έναν απότομο χείμαρρο , δεν είχε χάσει αυτή την ικανότητα του κι ας είχε τόσο καιρό να ανέβει στα παλιά λημέρια   και μπήκε στο καρτέρι για να τα παραφυλάξει  όταν τα ξημερώματα θα περνούσαν  για  να κατέβουν να πάνε στο νερό … δεν είχε χαράξει ακόμα  όταν άκουσε το θρόισμα των πεσμένων φύλλων  και ήρθε από τόσο κοντά αυτός ο θόρυβος που τον ξάφνιασε ! . Κάποιο μεγάλο ζώο  περπατούσε βαριά επάνω στα πεσμένα φύλλα και τα ξερόκλαδα που έσπαγαν σε κάθε του βήμα  . Σήκωσε την καραμπίνα έτοιμος κάνοντας νόημα στον σκύλο του να παραμείνει ακίνητος .
Κράτησε ακόμα και την αναπνοή του  με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή  για να μη χάνει τους ήχους του θηράματος.
Δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο που βγήκε τόσο ξαφνικά  από τα σκοτάδια, 
ένας τεράστιος όγκος με ένα  δυνατό βρυχηθμό και ξεχύθηκε κατεπάνω του  ενώ την ίδια στιγμή το σκυλί του έκανε επίθεση προσπαθώντας να τον προστατέψει.
Εκείνος δίστασε  δευτερόλεπτα  πριν  πυροβολήσει για να μη το χτυπήσει καθώς το μισοσκόταδο και  η  μάχη που έκαναν τα δυο ζώα μπροστά του δεν του άφηναν ξεκάθαρο στόχο . Όλα έγιναν όμως τόσο γρήγορα, είδε το σκυλί του να τσακίζεται σαν  κούκλα … άκουσε το πονεμένο ουρλιαχτό του . Την ώρα που  πυροβολούσε κάτι τον άρπαξε από τον ώμο, μια βρομερή ανάσα σαπίλας μπούκωσε τα ρουθούνια του και η επόμενη σκέψη του ήταν πως  σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μεταμορφώθηκε εκείνος από κυνηγός σε θήραμα και  πως αν ο θάνατος ήταν λίγο πιο γλυκός από τον πόνο που ένοιωθε… τον παρακαλούσε να έρθει γρήγορα. 
Δεν είχε δύναμη να παλέψει,  η  αρκούδα, γιατί μόνο αρκούδα θα μπορούσε να είναι αυτό που τον είχε αρπάξει τον τίναζε σαν παιδικό παιχνίδι την ώρα που  με ένα  δυνατό ουρλιαχτό ένα ακόμα σκοτεινό πλάσμα όρμησε επάνω τους.
Ένοιωσε  να  τον πετάνε στο χώμα και απόμεινε εκεί που έπεσε , να προσπαθεί να πάρει ανάσα, με τα μέλη του παράλυτα.
Πεθαίνω σκέφτηκε και του ήρθε στο νου πως είχε ακούσει  παλιά ότι σαν πεθαίνεις βλέπεις όλη σου την ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια σου. Εκείνος  όμως  το μόνο που έβλεπε ήταν  το χάραμα που ερχότανε επάνω από τις κορφές των δέντρων  μα   και πάλι πριν κλείσει τα μάτια του και βυθιστεί στο σκοτάδι του μυαλού του πρόλαβε να δει την μάχη που γινόταν επάνω από το  σώμα του.
Σαν σε εφιαλτικό χορό στροβιλίζονταν τα δυο  άγρια  πλάσματα, ούρλιαζαν, μούγκριζαν φοβερίζοντας το ένα  το άλλο,  είδε τα νύχια τους, τα δόντια τους ματωμένα και μετά  παραιτήθηκε , ξέροντας πως  σύντομα θα είχε φύγει 
από  αυτή την ζωή  με ξεσκισμένες τις σάρκες από αυτά  τα δυο  τέρατα που πάλευαν επάνω από το κορμί του μοιράζοντας  ζωντανή  την λεία τους.
Ο πόνος
Σφυρί ήταν στο μυαλό του,  δεν ένοιωθε το ένα του χέρι, δεν
ήξερε καν αν είχε πια χέρι , αν είχε πόδια , ούτε αυτά τα ένοιωθε και το στήθος του ήταν τόσο βαρύ σε κάθε ανάσα. Ήταν όμως ζωντανός, σίγουρα  ήταν ζωντανός. Δεν πονάνε οι πεθαμένοι !! Δεν αισθάνονται, δεν μυρίζουν, δεν ακούν.... εκείνος όμως αισθανόταν, έναν αφόρητο πόνο που τον έσφιγγε σαν μέγγενη .  Άνοιξε το στόμα του να πάρει μια βαθιά ανάσα και από τα βάθη του κορμιού του
βγήκε ένα φρικτό ουρλιαχτό, λέξεις ακατάληπτες που ζητούσαν βοήθεια.
Αποκαμωμένος σταμάτησε να φωνάζει και λίγο πριν χάσει ξανά τις αισθήσεις του το τελευταίο που άκουσε ήταν  ένας άλλου είδους λυγμός που συντρόφευε τον πόνο του, ένα αλύχτισμα που αντιλάλησε στον χώρο γύρω του και ήρθε  σαν άγριο κύμα να σαρώσει το κουρασμένο μυαλό του. Δεν είχε άλλες δυνάμεις για να αναρωτηθεί οτιδήποτε, να σκεφτεί τι ήταν αυτό … βυθίστηκε ξανά στον λήθαργο.
 
Αυτή την  φορά τον ξύπνησαν οι ήχοι γύρω του. Πρώτα άρχισε να ξυπνά το μυαλό του συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν μόνος του,  κάποιος πηγαινοερχόταν στο ίδιο δωμάτιο με αυτόν. Άνοιξε αργά τα μάτια του, και κοίταξε με απορία γύρω του.  Ότι και αν περίμενε πως θα  έβλεπε γύρω του, δεν ήταν προετοιμασμένος  γι αυτό που είδε … μια  καλύβα από ξύλα !
Ήταν μέσα σε μια καλύβα  !
Το μέρος που εκείνος ήταν ξαπλωμένος  ήταν  ένα  ελαφρώς  υπερυψωμένο  ξύλινο βαθύ  ράφι και μπορούσε να βλέπει άνετα χωρίς προσπάθεια όλο τον χώρο. Ένα  αρκετά μεγάλο  στενόμακρο δωμάτιο  με τον έναν τοίχο , εκεί που ήταν  το τζάκι  από σκούρα γκρίζα πέτρα.  Έμοιαζε  όλο αυτό  το  ξύλινο οικοδόμημα  φτιαγμένο από  τεράστιους  κορμούς δέντρων να ακουμπά επάνω σε έναν βράχο.  Το ένα και μοναδικό άνοιγμα που έβλεπε ήταν  μια ξύλινη πόρτα από χοντρά  πελεκημένα κλαριά  , έμοιαζε αρκετά βαριά . Ο ένας τοίχος πίσω του έμοιαζε να χαμηλώνει και να σβήνει στο ράφι που εκείνος ήταν ξαπλωμένος  και  λίγο πιο πίσω  εκεί που οι δυο  ξύλινοι  τοίχοι  ενώνονταν  σχηματίζοντας  γωνία  υπήρχαν στοιβαγμένα  ξύλα που θα μπορούσαν να κρατήσουν  ολόκληρο χειμώνα για ένα τζάκι,  ενώ από όσο μπορούσε να δει  
 οι άλλοι δυο ήταν σχετικά ασύμμετροι, ο ένας, έμοιαζε φορτωμένος με  λεπτές  σχάρες από  κλαριά που επάνω τους είχαν ξύλινα σκεύη και  κρεμασμένα δεκάδες ματσάκια με μυρωδικά μάλλον, ενώ  εκεί που σχημάτιζε γωνία με το δάπεδο υπήρχαν  με την σειρά τακτοποιημένα διπλωμένα  ρούχα και παραδίπλα διάφορα σκεύη το ίδιο τακτικά βαλμένα , καλάθια πλεγμένα από κλαδιά ξύλων και φλοιούς δέντρων  και ένα παλιό ταλαιπωρημένο μπαούλο ενώ ο άλλος τοίχος  έπεφτε κάθετα, από γκρίζα πέτρα  που γυάλιζε από το φως που έριχναν οι φλόγες από την εστία που ήταν αναμμένη στην βάση του με μια καμινάδα από στρογγυλές πέτρες χτισμένη που η κορφή της χανόταν ψηλά μέσα στο σκοτάδι. Μια γυναικεία φιγούρα ήταν σκυμμένη επάνω από την φωτιά και ανακάτευε με προσήλωση μια σιδερένια χύτρα που άχνιζε και μοσχοβόλαγε φαγητό.
Μια σύσπαση στο στομάχι του τον προειδοποίησε το πόσο πεινούσε … αλήθεια πόσο καιρό είχε να φάει? Δεν θυμόταν και  ούτε πόσο καιρό ήταν εκεί μπορούσε να θυμηθεί  … γιατί ήταν εκεί?
 Προσπάθησε να ανασηκωθεί μα ο πόνος όρμησε στο κορμί του σαν μαχαίρι και τον έριξε πάλι πίσω ενώ με το βογκητό του η γυναίκα σηκώθηκε από την δουλειά της και έτρεξε κοντά του. Την κοίταξε ξαφνιασμένος, τι περίεργα ρούχα που φορούσε!  Κάποτε παλιά είχε δει μια ταινία εποχής με θέμα την Αγγλική επαρχία  στα 1800, κάτι τέτοιο του θύμισαν τα ρούχα της γυναίκας.
 Μια  μακριά φούστα από χοντρό καφετί ύφασμα, ένα πουκάμισο σχεδόν λευκό και από πάνω φορούσε ένα πανωφόρι από γούνα, ένα απλό μονοκόμματο δέρμα με δυο ανοίγματα για τα χέρια της και δεμένο στην μέση της με ένα χοντρό σκοινί.  
Κοίταξε  τα πόδια της, το ίδιο πρωτόγονα έμοιαζαν και τα υποδήματα που φορούσε.  Ένα απλό κομμάτι δέρμα δεμένο γύρω από τους αστραγάλους  της με  κορδόνι και είχε πάρει  το σχήμα του ποδιού της .  Σίγουρα δεν ακολουθούσε την μόδα αλλά και αυτός δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι παρόμοιο εκτός από ταινίες και εικόνες από παλιές ιστορίες σε βιβλία.
«  Ποια είσαι? » Σαν κρώξιμο ακούστηκε η φωνή του και  η γυναίκα σηκώθηκε και  ήρθε γρήγορα κοντά του χωρίς να  μιλήσει ,  μόνο ανασήκωσε απαλά τα ζεστά σκεπάσματα και κοίταξε τις πληγές του.
Χαμήλωσε και αυτός τα μάτια του και ένοιωσε φρίκη με το θέαμα που παρουσίαζε το  κορμί του. Όλο του το στήθος  είχε ένα σκοτεινό μπλε μοβ χρώμα και μια τεράστια  ουλή  ξεκινούσε από τον δεξί του ώμο και κατέβαινε χαμηλά στο στέρνο του σχεδόν μέχρι το ύψος της κοιλιάς του. Φαινόταν να είναι ένα πολύ βαθύ κόψιμο , μια πολύ βαθιά πληγή που τα χείλη της ήταν δεμένα με λεπτό σκοινί? Το κοίταξε καλύτερα … Όχι δεν ήταν σκοινί αυτό, κόμποι  από έντερο ζώου έδεναν τα δυο κομμάτια του δέρματος του  και επάνω η γυναίκα άπλωνε με τα δάχτυλά της  μια πράσινη αλοιφή που βρώμαγε απαίσια.
«  Τι είναι αυτό ?» την ρώτησε , μα και πάλι εκείνη έμοιαζε να μην ακούει την φωνή του, ούτε που σήκωσε τα μάτια της να τον κοιτάξει απόλυτα αφοσιωμένη στην φροντίδα των τραυμάτων του.
Κανονικά θα έπρεπε να ανησυχεί, ήταν άσχημα πληγωμένος, θα μπορούσε αυτή η τεράστια πληγή να κακοφορμίσει , να πεθάνει από γάγγραινα, αλλά κάτι μέσα του  έλεγε πως η γυναίκα ήξερε τι έκανε, πως δεν υπήρχε κίνδυνος και αυτή η αλοιφή  έμοιαζε πια τόσο δροσερή επάνω στο δέρμα του που φλεγόταν από πόνο. Ήθελε να την ρωτήσει πόσο καιρό ήταν εκεί, μα  πώς να συνεννοηθεί μαζί της αν δεν τον άκουγε? Την άγγιξε  απαλά στον ώμο και εκείνη ξαφνιασμένη από την επαφή πετάχτηκε επάνω και για πρώτη φορά τον κοίταξε κατάματα.  Σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά της που ήταν αχτένιστα δεμένα πρόχειρα πίσω στον λαιμό της, τα μάτια της ήταν ανοιχτόχρωμα. Θα ορκιζόταν πως  είχαν  χρυσαφένια απόχρωση, έμοιαζαν σα να είχε μπροστά του δυο σταγόνες λιωμένο  χρυσάφι που κολυμπούσαν μέσα στο απόλυτο λευκό των ματιών της. Δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί πιο έντονο βλέμμα στην ζωή του. Αμήχανος την κοίταζε, δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από το βλέμμα της.  Εκείνη έσκυψε πάλι επάνω από την πληγή του, τράβηξε ακόμα πιο πολύ τα σκεπάσματα και εκείνος συνειδητοποίησε πως ήταν γυμνός κάτω  από τις γούνες που τον σκέπαζαν. Ντροπιασμένος πήγε να καλυφθεί αλλά η γυναίκα τράβηξε απαλά το χέρι του και  του έβαλε αλοιφή  σε μια ακόμα πληγή που  έμοιαζε με  δαγκωνιά…
Το πόδι του ήταν φρικτά πρησμένο , δυο  σκοτεινές τρύπες έδειχναν που είχαν χωθεί τα δόντια της αρκούδας που του επιτέθηκε, αλλά τουλάχιστον αυτή η πληγή δεν πονούσε τόσο όσο η άλλη στον ώμο του. Παρακολουθούσε με προσοχή τις  γρήγορες κινήσεις της.
 Έμοιαζε να γνωρίζει απόλυτα τι έπρεπε να κάνει για να τον ανακουφίσει από τους πόνους του και όταν άπλωσε  επάνω στις πληγές του φρέσκα φύλλα από κάποιο άγνωστο φυτό και  τις σκέπασε με  κομμάτια από ύφασμα ήδη εκείνος ένοιωθε αρκετά καλύτερα.
 

Τότε του ήρθε μια ακόμα ανάγκη, δεν μπορούσε να κρατηθεί,  κάπου έπρεπε να  αδειάσει την κύστη του , έπρεπε να σηκωθεί να βγει έξω, προσπάθησε, έκανε μια αδέξια κίνηση παρ όλο τον πόνο του , αλλά η γυναίκα τον κράτησε σταθερά ξαπλωμένο και η δύναμη της τον ξάφνιασε. Έμοιαζε τόσο λεπτοκαμωμένη και όμως το χέρι της που τον κράτησε ακίνητο ήταν τόσο δυνατό! Της έδωσε με νοήματα να καταλάβει τι ήθελε και εκείνη του έφερε ένα απλό ξύλινο σκεύος , πρόσεξε την αμηχανία του και χάθηκε σε μια γωνία της σπηλιάς για να τον αφήσει στην ησυχία του. Μόλις τελείωσε πλησίασε φέρνοντας του ένα  πήλινο μπολ γεμάτο αχνιστή σούπα που εκείνος την άρπαξε , νιώθοντας την πείνα να του θερίζει τα σωθικά. Πόσο καιρό είχε να φάει? Η γυναίκα  τον άφησε πάλι μόνο του και πήγε να  αδειάσει το  σκεύος έξω από την καλύβα.
Έτρωγε με απίστευτη όρεξη, ένα τόσο απλό φαγητό και του φαινόταν σαν το καλύτερο που είχε δοκιμάσει ποτέ στην ζωή του.
Ψιλοκομμένα κομμάτια από κρέας , κάποια  ρίζα που έμοιαζε στην γεύση με πατάτα  και μικρά άγρια  καροτάκια τόσο νόστιμα μαγειρεμένα που θα ήθελε ένα ακόμα μπολ για να χορτάσει. Μόλις είδε την γυναίκα της έδειξε το άδειο σκεύος και εκείνη  το ξαναγέμισε και του το έφερε χαμογελώντας.  Μαγεμένος χάζεψε να κοιτά το χαμόγελο και τα χρυσαφένια μάτια.

«  Ευχαριστώ » της είπε και αυτή την φορά ήταν σίγουρος πως εκείνη τον άκουσε γιατί το χαμόγελο έγινε πλατύτερο. Τον άκουσε αλλά τον κατάλαβε?
Δεν βγήκε καμία λέξη από το στόμα της, παρά μόνο τον παρακολουθούσε
ευχαριστημένη να καταβροχθίζει την σούπα του.
Τον περίμενε να τελειώσει το φαγητό του για να πάρει από τα χέρια του το μπολ και να τον βοηθήσει να ξαπλώσει πάλι πίσω αναπαυτικά στα μαξιλάρια του. Χορτάτος πια μπορούσε άνετα να παρακολουθεί γύρω του, τις κινήσεις της γυναίκας που ήταν και το μοναδικό πλάσμα από ότι φαινόταν εκεί μέσα. Προσπάθησε να καταλάβει αν υπήρχε και κάποιος άλλος που ίσως να έλειπε αυτή την στιγμή  .  Πρόσεξε πως δεν είχε ακούσει καθόλου ήχο αυτοκινήτου τόση ώρα,  δεν είχε καταλάβει αν ήταν μέρα έξω ή νύχτα, δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση, δεν υπήρχε  τίποτα μέσα σε αυτό το μέρος που να δηλώνει πως ο πολιτισμός είχε φτάσει μέχρι εκεί! Μα σε ποιο μέρος θα ζούσε κάποιος χωρίς ρεύμα? Χωρίς ένα ραδιόφωνο , χωρίς μια οθόνη?
Η γυναίκα του έφερε ένα φλιτζάνι που άχνιζε  και τον παρακίνησε να το πιει, με κάποιο τρόπο επικοινωνούσε μαζί του χωρίς ακόμα να έχει ακούσει την φωνή της, οι κινήσεις της ήταν τόσο εκφραστικές, η ματιά της τόσο έντονη και εκείνος κατάλαβε πως  του έδινε κάτι που θα ανακούφιζε τους πόνους του και το ήπιε σχεδόν μονορούφι. Ήταν λίγο πικρό αλλά είχε τουλάχιστον ωραία γεύση, κάτι σαν βρασμένα φρούτα, πορτοκάλι ή κεράσια… αν είναι δυνατόν! Σκέφτηκε… παραισθήσεις έχω!!
Εκείνη  πήρε μια αγκαλιά ξύλα  και  τα έβαλε στην εστία  για να δυναμώσει την φωτιά.

Μια γλυκιά ζέστη επικρατούσε μέσα  στον χώρο και την ώρα  που την είδε να στρώνει  στο  πέτρινο  δάπεδο τα στρωσίδια της ,  πλάι στο ράφι που κοιμόταν εκείνος,  κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος σε αυτό το μέρος, η γυναίκα ήταν ολομόναχη και αυτός κοιμόταν κανονικά στο δικό της κρεβάτι τόσες μέρες. Πόσες άραγε? Ήθελε να την ρωτήσει, δυο μέρες? Τρεις? Προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της…

«  Σε παρακαλώ, πόσο καιρό είμαι εδώ? Με καταλαβαίνεις τι σου λέω? »
Μια χαρά τον καταλάβαινε, όμως ήταν πολύ ταλαιπωρημένος ακόμα και εκείνη δεν ήταν έτοιμη να του δώσει καμία εξήγηση σε όποια ερώτηση να της έκανε και  έτσι  προτιμούσε να παραμένει αμίλητη κάθε φορά που την ρωτούσε κάτι, είχε και τόσο καιρό να μιλήσει με άνθρωπο που φοβόταν πως είχε ξεχάσει ακόμα και να μιλάει  , όμως αυτή την φορά δεν μπορούσε να το αποφύγει, εκείνος είχε ώρα που επέμενε να μάθει  που βρισκόταν και  πόσο καιρό ήταν  ανήμπορος , οπότε  αυτή  την φορά του μίλησε με  μια διστακτική , σιγανή φωνή  που έτρεμε σαν γουργουρητό γάτας…
«   Είκοσι μέρες, μα καλύτερα να κοιμηθείς τώρα. »
Να κοιμηθεί? Είχε τόσα πολλά να την ρωτήσει, φρίκη του ήρθε στην σκέψη πως τόσο καιρό εκείνος  ήταν  αναίσθητος  βυθισμένος  σε έναν εφιαλτικό ύπνο ενώ  σίγουρα θα τον έψαχναν να τον βρουν.   Γιατί  ήταν ακόμα εκεί? Πως γίνεται να μην  ειδοποίησε κανέναν αυτή η γυναίκα να έρθει  για να  τον μεταφέρουν σε κάποιο νοσοκομείο?  γεμάτο απορίες το μυαλό του, αλλά εκείνη είχε ήδη ξαπλώσει και είχε σκεπαστεί μέχρι πάνω από το κεφάλι , ολοφάνερο ήταν πως ήθελε να τον αποφύγει  . Θα πρέπει να είναι πολύ κουρασμένη σκέφτηκε εκείνος, δεν φτάνει που ζει σε αυτό το απομονωμένο μέρος , είχε και την φροντίδα μου τόσο καιρό! Οι σκέψεις χίμηξαν σαν χείμαρρος , δηλαδή τόσο καιρό τον φρόντιζε σαν μικρό παιδί, τον έπλενε, τον καθάριζε, του έφτιαχνε τις πληγές, τον τάιζε και εκείνος δεν  καταλάβαινε τίποτα!!!
Ο ύπνος ήρθε χωρίς να το καταλάβει, το τσάι που του είχε δώσει σίγουρα θα είχε κάτι ηρεμιστικό μέσα γιατί τα μάτια του έκλεισαν και βυθίστηκε στο σκοτάδι πριν καλά καλά το καταλάβει.


 
Δεν  είδε την γυναίκα που σηκώθηκε μόλις  άκουσε την ρυθμική του ανάσα,  δεν την είδε που πήγε κοντά του τον σκέπασε καλύτερα και άφησε στο πλάι του ένα  σιδερένιο  κανάτι γεμάτο δροσερό νερό για την περίπτωση που θα  ξύπναγε και θα διψούσε, ούτε την είδε που στάθηκε  στην μέση  της καλύβας  και άφησε τα ρούχα της να πέσουν στο δάπεδο μένοντας ολόγυμνη. Κοιμόταν βαθιά την ώρα  που άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα και χάθηκε ανάμεσα στα σκοτάδια του δάσους.


Τέλος του 1ου μέρους_