Είναι που ο άνεμος όσο πάει και δυναμώνει , το κρύο γίνεται όλοκαι χειρότερο, η θερμοκρασία έχει πέσει κάτω από το μηδέν.
Είναι και που για τρεις ολόκληρες μέρες το χιόνι που πέφτει
χωρίς σταματημό, έχει σκεπάσει τις στέγες των σπιτιών, τα δέντρα,
τους δρόμους.
Είναι που δεν κυκλοφορεί κανένας έξω, έχουν μαζευτεί όλοι
μέσα και περιμένουν να σταματήσει αυτή η κακοκαιρία.
Είναι που βαρέθηκα να κάθομαι και να περιμένω και να κοιτάζω
τις νιφάδες να πέφτουν χαλαρά από τον γκρίζο ουρανό.
Είναι που νυχτώνει και ο αέρας σταμάτησε, ο ουρανός καθάρισε
και ένα ασημένιο φεγγάρι βγήκε ολόγιομο πίσω από τα λιγοστά σύννεφα.
Γυαλίζει το χιόνι, μοιάζει με σπασμένα γυαλιά σκορπισμένα σε
στρώμα από βαμβάκια και στα δέντρα…κοίτα το δάσος με τα
έλατα πάνω από τα σπίτια, τώρα τον χειμώνα γυαλίζουν οι
στάλες από το ρετσίνι στις κουκουνάρες τους κάτω από το
φως του φεγγαριού.
Μόνο τα βήματα μου ακούω, το δάσος στέκεται σιωπηλό.
Κάπου κάπου ένα κομμάτι πάγου ξεκολλάει από κάποιο κλαρί
και πέφτει με ένα υπόκωφο παφλασμό στο παχύ λευκό στρώμα
του χιονιού από κάτω.
Ξέρω το μονοπάτι και ας το έχει σκεπάσει το χιόνι, το έχω
περπατήσει δεκάδες φορές, έχω φτάσει στο ύψωμα με το
μεγάλο ξέφωτο πάνω από τον γκρεμό.
Από εκεί μπορεί να δεις όλη την πλαγιά του βουνού κι
αν έχει καθαρό καιρό να δεις τα χωριά στα απέναντι βουνά,
να δεις ακόμα και την θάλασσα μακριά, πολύ μακριά.
Αυτό που άκουσα δεν ήταν τα δικά μου βήματα, ούτε οι γνωστοί
ήχοι του δάσους. Ήταν αυτό που ένοιωθα πως υπήρχε κοντά μου,
μια παρουσία διαφορετική.
Το νοιώθω πως δεν είμαι ολομόναχη αυτή τη φορά στο δάσος μου..
Έφτασα λαχανιασμένη στο ξέφωτο, το φως του φεγγαριού εδώ
είναι πιο έντονο, πέφτει στην λευκή επιφάνεια και αντανακλά
γύρω σαν να έχεις ανάψει εκατομμύρια μικρά μικρά ασημένια
φωτάκια.
Βγήκε σαν σκιά μέσα από τα δέντρα και στάθηκε λίγα μέτρα
μακριά μου. Μπορούσα να δω τα χρυσαφένια μάτια του να
με κοιτάνε έντονα χωρίς φόβο, χωρίς απειλή.
Ακίνητοι μένουμε και οι δυο να μετράμε ο ένας τον άλλο,
χωρίς να ανοιγοκλείσουμε ούτε τα βλέφαρα.
Ήταν πραγματικά τεράστιος, θα μπορούσε να μου σπάσει τον
σβέρκο με μια κίνηση , όμως εγώ ένοιωθα πως ήμασταν
δυο ίδια πλάσματα που μοιραζόμαστε τον ίδιο τόπο.
Προχώρησα στο πλάτωμα πάνω από τον γκρεμό και τον
ένοιωσα που ήρθε και στάθηκε δίπλα μου κοιτώντας και
αυτός με το ίδιο ενδιαφέρον πέρα μακριά τα χιονισμένα βουνά.
Χιλιόμετρα μακριά φαινόταν κάποιο μικρό κομμάτι της Εθνικής οδού
με τα πορτοκαλιά φώτα σαν φανάρια από βαπόρια που έπλεαν
σε σκοτεινές θάλασσες.
Άπλωσα το χέρι μου και το ακούμπησα απαλά επάνω στην
λευκή του γούνα. Περίμενα να τραβηχτεί μα δεν το έκανε.
Δεν κουνήθηκε ούτε όταν γονάτισα δίπλα του και ακούμπησα
το κεφάλι μου στον ώμο του.
Τα μάτια του με κοίταζαν, ήρεμα, ήταν σαν να με γνώριζε,
σα να τον ήξερα από παλιά, σα να είχαμε συναντηθεί ξανά και ξανά.
Τα δάχτυλά μου χώθηκαν βαθιά στην γούνα του, ήταν τόσο
ζεστός, η ανάσα του έβγαινε σαν ανάλαφρες τούφες καπνού
μέσα από τα ρουθούνια του, η γλώσσα του πέρασε απαλά
επάνω στο μάγουλο μου, η μυρωδιά του ήταν κάτι από
κομμάτι γης, από πέταλα παγωμένων λουλουδιών, από
τους φλοιούς των δέντρων, ήταν η δική μου μυρωδιά
επάνω του. Μέσα στην ησυχία της νύχτας μόνο τις ανάσες μας
ακούω, στην ακινησία του δάσους μόνο τα χέρια μου να
χαϊδεύουν το ζεστό κορμί του έβλεπα και το σώμα του να
σκύβει να χώνεται βαθιά στην αγκαλιά μου.
Ξαπλώνω στο μαλακό στρώμα του χιονιού και τον παρασέρνω
μαζί μου, θέλω τόσο να γελάσω και κοίτα να δεις που έχω
την εντύπωση πως και εκείνος γελάει μαζί μου!
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και τον νοιώθω να παγώνει κάτω από
το άγγιγμά μου. Με κοιτάζει έντονα σα να μου λέει…σταμάτα.
Πήρα την διαταγή του και μένω ακίνητη όπως εκείνος.
Τα μάτια του σαρώνουν το ξέφωτο γύρω μας και μέσα από
τα βάθη του στήθους του ένα υπόκωφο γρύλισμα βγήκε,
ίσα που ακούστηκε !
Τώρα μπορώ να δω κι εγώ τις αθόρυβες μαύρες σκιές
που βγήκαν σαν φαντάσματα μέσα από το δάσος.
Μάτια που γυαλίζουν στο φεγγάρι, υπόκωφοι ήχοι ,
ποδοβολητά σιωπές και γρυλίσματα.
Στέκεται όρθιος ένα βήμα μπροστά από εμένα,
κρύβοντας με πίσω από τον λευκό του όγκο και τι παράξενο….
ούτε τώρα φοβάμαι.
Ο ήχος που βγαίνει από το στήθος του είναι ένας άγριος
βρυχηθμός , ανατριχιάζω που τον ακούω τόσο κοντά μου,
φαντάζομαι πως θα ήταν σαν αντίπαλος!
Ένα περήφανο μοναχικό αρσενικό έτοιμο να υπερασπιστεί
το λάφυρο του? Το σώμα του τρέμει από την ένταση και τα
γυμνά δόντια του γυαλίζουν σαν λάμες μαχαιριών.
Οι σκιές κινούνται αθόρυβα αλλά δεν αφήνουν την ασφάλεια
του δάσους, καμία δεν εμφανίζεται στο ξέφωτο να τα βάλει
με τον προστάτη μου.
Γρυλίζουν, φοβερίζουν, πηγαινοέρχονται με νευρικές κινήσεις
γύρω από τα δέντρα, αλλά κανένας από τους εισβολείς δεν έχει
το κουράγιο να κάνει την πρώτη κίνηση, να επιτεθεί.
Ξέρω πως πρέπει να φύγουμε από εδώ. Είναι πέντε έξη
από αυτούς και η πείνα θα νικήσει τον φόβο τους
κάποια στιγμή.
Το κορμί του τρέμει από ένταση και καθώς υποχωρούμε
η φωνή του γίνεται ακόμα πιο άγρια.
Αναγκαστικά μπαίνουμε στο δάσος και πάλι και τώρα βλέπω
τις σκιές πολύ πιο κοντά μας, όμως όσο έχω ακουμπισμένο
το χέρι μου στον ώμο του και περπατάμε πλάι πλάι και πάλι
δεν φοβάμαι για μένα, για εκείνον ανησυχώ.
Πως θα τα βγάλει πέρα αν μας επιτεθούν?
Όσο δυνατός και να είναι , εκείνοι είναι περισσότεροι.
Κοντεύουμε να φτάσουμε στην άκρη του χωριού, ήδη μυρίζω
τον καπνό από τις καμινάδες των τζακιών, τις μυρίζουν και
εκείνοι όμως και δεν έχουν την πρόθεση να πάνε τόσο κοντά
σε ανθρώπους. Χάνονται οι σκιές ανάμεσα στα δέντρα,
σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Τον νοιώθω που κοντοστέκεται, δεν είναι πρόθυμος
να συνεχίσει μαζί μου. Μα που να πάει?
Πλάσμα του δάσους αυτός, τι θα μπορούσε να κάνει
μαζί μου ανάμεσα σε ανθρώπους?
Γονατίζω για μια ακόμα φορά και τον σφίγγω στην αγκαλιά μου.
Ακουμπάω το μέτωπο μου στο δικό του και τον κοιτάω βαθιά
στα μάτια. Θέλω να του πω πόσο τον αγαπάω, αλλά νομίζω ήδη
το ξέρει. Περιμένει εκεί καθώς φεύγω και τα δάκρυα που κυλάνε
από τα μάτια μου γίνονται μικρά κομμάτια πάγου πριν πέσουν
στο χιόνι.
Όταν γυρίζω για να τον ξαναδώ μια τελευταία φορά…….έχει φύγει,
έχει χαθεί στο χιονισμένο δάσος και την ώρα που μπαίνω στην
αυλή μου τον ακούω να μου τραγουδά μακριά, επάνω στο ξέφωτο.
Ξέρω ότι εκεί θα με περιμένει τα χιονισμένα βράδια με πανσέληνο,
στο πλάτωμα των βράχων πάνω από τον γκρεμό.
Levina