Κοίταξε
με απορία την καύτρα που του έκαιγε τα
δάχτυλα,
ούτε
που το είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα,
καθόταν στη άκρη στο παρτέρι,
να
μην λιώσει τα γεράνια που άνθιζαν δίπλα
του και κοιτούσε αφηρημένος
τα
σύννεφα που μαζεύονταν ψηλά στον ουρανό.
Νύχτωνε.
Ακόμα
κανένα νέο, τόσες ώρες και δεν είχε βγει
κανένας να τον ειδοποιήσει
και
κάθε φορά που προσπαθούσε να ρωτήσει
κάποιον δεν ήξεραν να του πουν.
Δάκρυα
του ερχόταν στα μάτια αλλά τα πίεζε να
ξανακατέβουν στον δρόμο που πήραν για
να ανέβουν, δεν το είχε σκοπό να κλάψει,
ότι και αν ερχόταν στον
δρόμο
τους αυτός ήταν δυνατός, τώρα θα ήταν
δυνατός και για τους δυο τους.
Έσβησε
το τσιγάρο και μπήκε πάλι μέσα, στην
αίθουσα αναμονής, βαμμένη
με
την γκρίζα λαδομπογιά και πορτοκαλιές
λεπτομέρειες, τάχα πως αυτό ήταν
μια
χαρούμενη πινελιά μέσα στον θλιβερό
χώρο.
Ποιος
στο καλό το σκέφτηκε να βάψει αυτόν τον
τεράστιο χώρο με τα σιδερένια καθίσματα
και τις γκρίζες περσίδες στα παράθυρα
που κρατούσαν μακριά
τον
έξω κόσμο με αυτά τα θλιβερά χρώματα?
Περίμενε
, που την βρήκε τόση υπομονή να περιμένει
χωρίς να μιλάει τόσες
ώρες,
αυτός που με το παραμικρό τα νεύρα του
χτυπούσαν κόκκινο?
Εκείνη
ήταν μέσα, τόσο μακριά του και τόσο πολύ
κοντά του, για Εκείνη
περίμενε
κι Εκείνη ούτε στον γάμο τους δεν τον
είχε αφήσει να την περιμένει!
Είχε
φτάσει στην ώρα της και ας της έλεγαν
οι φίλες της να φέρουν ακόμα
μια
γύρα το τετράγωνο κορνάροντας για να
αφήσουν τον γαμπρό στην αγωνία! Εκείνη
έτρεξε κοντά του , γελαστή, ευτυχισμένη,
τρελά ερωτευμένη,
ανυπόμονη
να γίνει ένα με αυτόν.
Και
τώρα για πρώτη φορά τον άφηνε να περιμένει.
Ο
γιατρός φορούσε ακόμα το κάλυμμα των
μαλλιών και τα πλαστικά
προστατευτικά
στα παπούτσια του, που έκαναν έναν
περίεργο θόρυβο καθώς
τον
πλησίαζε με σοβαρό ύφος κι ο ιδρώτας
είχε σχηματίσει μεγάλες κηλίδες
στην
σκούρα πράσινη στολή του.
Του
μιλούσε , αργά, ήρεμα , έπρεπε να
συγκεντρωθεί να καταλάβει, τι στο
καλό
του έλεγε? Δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο
να ήταν εκείνη ζωντανή.
Ναι
ήταν ζωντανή αλλά….
Έπρεπε
να γίνει , ήταν απαραίτητο για την ζωή
της, στις επόμενες ώρες θα συνερχόταν,
θα τον είχε ανάγκη , να νοιώσει την αγάπη
του, την αγκαλιά του,
να
της εξηγήσουν.
Ο
όγκος δεν άφηνε περιθώρια, δεν ήταν
προγραμματισμένο αυτό αλλά έπρεπε
να
γίνει. Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο
και δεν υπήρχαν περιθώρια
χρόνου
για να επανέλθουν σύντομα με μια νέα
εγχείρηση.
Χιλιάδες
εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια
του, στιγμές…
Γελούσε,
του έκλεινε πονηρά το μάτι, του έβγαζε
την γλώσσα, έκλαιγε για
μια
χαζοταινία, του έκλεβε τις τηγανιτές
πατάτες, του έκανε έρωτα, τον
αγκάλιαζε
στην μέση του δρόμου, του πέταγε το
μαξιλάρι θυμωμένη,
έτριζε
τα δόντια της στον ύπνο της, οι πατούσες
της ήταν κρύες τον χειμώνα…
Πως
θα της το έλεγε?
Αγάπη
μου σου αφαιρέσαμε κάτι…σου λείπει
κάτι…έπρεπε να βγάλουμε
αυτό
για να ζήσεις…στο κόψαμε για να … πως
στο καλό να το πει?
Θα
ξανάβλεπε το χαμόγελό της? Θα ξαναχαμογελούσε
μετά από αυτό?
Ζωή
μου !
Ήταν
τόσο χλωμή, το δέρμα της είχε μια
αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου,
τόσο
εύθραυστη, τόσο διάφανη, έβλεπε τις
μικρές φλέβες που κυκλοφορούσε
το
αίμα της κάτω από την λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο
επιδερμίδα της.
Ίσα
που ανάσαινε και τόσα σωληνάκια
συνδεδεμένα στο μικροσκοπικό σώμα της.
Είχε συνέλθει πια από την νάρκωση, όλη
την νύχτα την πέρασε στο πλάι της
να
της κρατά το μικρό χέρι και να παρακολουθεί
την κάθε της ανάσα,
να
βλέπει τα βλέφαρά της να πεταρίζουν από
κάποιο όνειρο, κάποια στιγμή
του
φάνηκε πως είδε και ένα αμυδρό χαμόγελο
στην άκρη των χειλιών της
που
χάθηκε πολύ γρήγορα, σαν να μην υπήρξε.
Όλη
νύχτα με το βλέμμα του καρφωμένο επάνω
της, όλη νύχτα να τάζει
την
ζωή του για την ζωή της, σε έναν αόρατο
Θεό να ικετεύει να την αφήσει
εκείνη
στην γη με όποιο αντάλλαγμα του ζητούσε,
ζωή , μάτια, χέρια, ψυχή…
τα
πάντα τα έδινε ότι είχε.
Το
χέρι της πετάρισε μέσα στο δικό του, δυο
τεράστια σκούρα μάτια με
θολωμένο
βλέμμα τον κοίταξαν.
Το
λευκό χέρι σηκώθηκε και άγγιξε απαλά
το πρόσωπό του.
'' Είσαι αξύριστος,
κουράστηκες αγάπη μου.''
η
φωνή της τόσο σιγανή σαν πρωινό αεράκι
ανάμεσα στα σύννεφα.
'' Ζωή μου ''
Ψιθύρισε εκείνος
Κοιτάχτηκαν,
εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε
να μάθει.
Το
χέρι της έψαξε πάνω από το σκέπασμα το
κορμί, σταμάτησε στο στήθος,
άγγιξε
απαλά εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνος
έσκυψε το κεφάλι κι Εκείνη κατάλαβε.
Τα
δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, δεν
μπορούσε πια να τα σταματήσει, αυτό που
είχε καταφέρει όταν ήταν μακριά της ,
δεν το κατάφερνε τώρα που έπρεπε.
Τον
κοιτούσε.
''
Ζωή μου…κούκλα μου ''
''
Σπασμένη κούκλα πια αγάπη μου, τι να την
κάνεις; ''
Πόσος
πόνος στο ψιθύρισμα της.
''
Θα την έχω πάντα κοντά μου ζωή μου, πάντα
για όσο ζω, αυτή την κούκλα
που
είναι από κρύσταλλο θα την έχω δίπλα
μου και ας είναι σπασμένη, χάνει
την
αξία της για ένα τόσο δα σπασιματάκι;
''
Της
ψιθύριζε ότι έβγαινε από την καρδιά
του, λόγια που κυλούσαν σαν
ανοιξιάτικα
λουλούδια μέσα στον λευκό θάλαμο με τα
μηχανήματα που
βούιζαν
γύρω τους καθώς έδιναν ζωή στον θάνατο.
Τον
έκαιγαν τα δικά της δάκρυα που κυλούσαν
στο μαξιλάρι της.
Της
τα σκούπισε με την άκρη του μανικιού
του.
''
Σπασιματάκι ;''
''
Σπασιματάκι ζωή μου, όλες οι άλλες
θα είναι ολόκληρες, μα η δική μου
κουκλίτσα
θα είναι ξεχωριστή, θα είναι η μοναδική,
θα την θαυμάζουν
για
την ομορφιά της και θα λένε, βρε τον
τυχερό, τόσο σπάνια κούκλα
που
την κονόμησε ο μούργος; ''
Γέλιο
ήταν αυτό που βγήκε από μέσα της;
Γέλιο
ήταν , το είδε στα μάτια της.
''
Σταμάτα να με σκουπίζεις, λερώνεις το
μανίκι σου.''
Γέλιο
και στον ψίθυρο.
''
Σταμάτα να κλαις κουκλίτσα μου γιατί
θα σου σκουπίσω και την μυτούλα
και τότε σίγουρα
θα λερώσεις το μανίκι μου! ''
Έγειρε
το κεφάλι του στο μαξιλάρι της, τα μάτια
του βυθίστηκαν στα δικά της,
το
χέρι του άραξε στο γνώριμο μέρος του,
την απαλή κοιλιά της και απόμεινε
εκεί
δίπλα της να της ψιθυρίζει γλυκόλογα,
να της μιλά για μια καινούργια ζωή , να
της δίνει τα όνειρα του.
Levina