enraged
blood
Κοίταξε ξαφνιασμένη τα χέρια της.
Δάχτυλα
αρπαγμένα από το τιμόνι,
ναυαγός
μέσα στο ίδιο της τ΄ αμάξι,
οι
κόμποι λευκοί από το σφίξιμο,
παγωμένος
ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο της,
τα
μαλλιά της βρεγμένα,
μια
διάφανη σταγόνα κύλησε στον λαιμό
στάθηκε
για λίγο πάνω στην φλέβα που χτυπούσε
σε
έξαλλο ρυθμό, την δρόσισε,
προχώρησε
γρήγορα πιο χαμηλά και χάθηκε
ανάμεσα
στα στήθη που ανεβοκατέβαιναν βίαια
σε
κάθε της ανάσα.
Έσφιξε
τα δόντια μέχρι που τα άκουσε να τρίζουν,
ήθελε
να πονέσει, να πονέσει στ αλήθεια,
να
χαράξει το δέρμα της να δει το αίμα της
να τινάζεται,
να
πάρει αυτός ο πόνος τον άλλον της καρδιάς.
Η
μηχανή γουργούριζε απαλά σαν γατούλα,
πήγαινε
στην άκρη του δρόμου,
τον
ήξερε αυτόν τον δρόμο,
τόσα
χρόνια τον περπατούσε,
πρώτα
μια αριστερή στροφή,
μετά
μια μεγαλύτερη δεξιά, μετά μια έξοδος,
μετά
ακόμα μια στροφή και
ναι
μετά ήταν η δική της πίστα
ίσα
για εμπρός στην μεγάλη ευθεία,
εκεί
που δοκίμαζε τις αντοχές της….
Σκέψεις.
Χίμηξαν
με μαύρα νύχια και άρπαξαν το μυαλό της
για
μια ακόμα φορά.
Θα
σε πολεμήσω , σκέφτηκε, θα σε πολεμήσω
διάολε!
Θα
σε νικήσω…
Πάντα
εκείνη νικούσε σε αυτό το παιχνίδι,
αντίπαλος
ο εαυτός της και μόνο,
τι
σημασία είχε ο νικητής, τι σημασία είχε
ο χαμένος;
Τι
είχε να χάσει;
Τα
χαμένα χρόνια;
Τις
χαμένες αγάπες;
Την
χαμένη ζωή;
Την
μοναξιά της;
Τον
χαμένο εαυτό της;
Ένα
δυνατό γέλιο βγήκε από τα βάθη της
καρδιάς της,
γέλιο
ή λυγμός, δεν ξεχώριζε, πάντως το ίδιο
ακουγόταν.
Γελούσε
όταν της είπε σ αγαπώ
Γελούσε
όταν της είπε πως '' του τελείωσε '' !
Του
τελείωσε, μα τι ήταν να του τελειώσει;
Φέτα στο βαρέλι;
Αυτή
όμως απλά γέλασε,
σιγά
μη του έδινε το δικαίωμα να καταλάβει!
Σιγά
μη τον άφηνε να την λυπηθεί…..η καημένη!!
Α
σιχτίρ, πόσο σιχαινόταν αυτό το καημένη,
την
έκαιγε περισσότερο από την δική του
προδοσία.
Μόνο
που άρχιζε πάλι το ταξίδι της,
αυτό
που για χάρη του είχε σταματήσει,
αυτό
που το φρενάρισε για να ακούσει τα λόγια
του,
Να
ακουμπήσει στα χέρια του
Να
ανασάνει την ανάσα του
Να
του δώσει … τι να του δώσει;
Τι
είχε εκείνη να του δώσει;
Είχε
... μάτια, μυαλό, κορμί,
μια
αγκαλιά τριαντάφυλλα τα φύλλα της ψυχής
της,
μια
αγκαλιά γεμάτη καρδιά,
τα
έδωσε.
Άντε
στο καλό, κομμάτια του έδωσε, ένα κομμάτι
από εδώ,
ένα
κομμάτι από εκεί, όπως της τα επέστρεφαν
κάθε φορά,
σπασμένα.
Tα
μπάλωνε, πρόσθετε και κάτι παραπάνω και
τα έδινε.
Τα
μπάλωσε μια, τα μπάλωσε δυο , τα μπάλωσε
τρεις,
και
στρίφωμα να ήταν θα χάλαγε πια με τόσο
ράβε ξήλωνε….
Γέλασε
με την σκέψη της.
Στρίφωμα
είσαι κοριτσάκι μου, σε ξηλώνουν και το
μπαλώνεις
και
δωστου ξανά μανά….αϊ σιχτίρ, άντε πέτατο
το ρετάλι
που
το έχεις και το κοπανάς το ίδιο μια ζωή.
Μια
ζωή ! μόνο μία, δική της όμως, να την
ορίζει αυτή πια.
Ναι
... αυτό μπορούσε να το κάνει.
Χάιδεψε
το γκάζι
Το
θηρίο ξύπνησε κάτω από το λεπτό γοβάκι
της
Το
άκουσε να μουγκρίζει, να την προκαλεί,
να
την παρακαλεί να το αφήσει ελεύθερο να
χιμήξει εμπρός
Λευτέρωσε
με Κυρά μου ... της φώναξε
Πάρε
με λιοντάρι μου ... του απάντησε
συνεπαρμένη
από τον βρυχηθμό του
Σταθερό
το πόδι
Σταθερό
το χέρι που σφίγγει το τιμόνι
Σταθερό
το βλέμμα στην απόλυτη ευθεία
Δικός
μας ο δρόμος Κυρά μου ... την παρότρυνε
Δυο
φωτιές κάτω από το φεγγάρι τα μάτια του
Νύχια
άρπαξαν την μαύρη άσφαλτο
Την
κομμάτιαζαν , την καταβρόχθιζαν
Ελεύθερο
κάλπαζε
Το
εύθραυστο κορμί πολύτιμο φορτίο του
Δεν
έμεινε καμία σκέψη στο κουρασμένο της
μυαλό
Ένα
κενό τετράδιο με άγραφες σελίδες ήταν
Περνούσαν
οι σκέψεις το ίδιο γρήγορα με τον δρόμο
Αστραπές
από στιγμές
Μόνο
στιγμές
Σκόνταψε
Το
θηρίο μούγκρισε λαβωμένο
Κυρά
μου…
Μάτωσε
Ακούστηκε
η κραυγή του πόνου του
Καθώς
σωριαζόταν ξέπνοο στην άκρη του δρόμου
Μια
φλόγα τρεμόπαιξε στα μάτια του
Έγειρε
πάνωθέ του το φεγγάρι
Το
αγκάλιασε τρυφερά
Του
έδωσε το τελευταίο φιλί
Η
φλόγα έσβησε
Χάθηκε
Σαν
να μην υπήρξε ποτέ.
Levina