Ώρες
γεμάτες κοφτές ανάσες, μάτια κλειστά
που τρεμοπαίζουν
Στις
στιγμές του ονείρου…
Ένας
τόπος θολός, μισοσκόταδο και ας ήταν
μέρα ακόμα.
Το
φως του ήλιου δεν μπορούσε να περάσει
από τις φυλλωσιές
των
ψηλών δέντρων, μόνο κάπου κάπου κάποια
θλιβερή αχτίνα
έσκιζε
σαν μαχαιριά κάθετα την
ομίχλη και έφτανε
να
χαθεί στα πεσμένα φύλλα που θρόιζαν σε
κάθε κίνηση.
Η
υγρασία κόλλαγε επάνω στο γυμνό δέρμα
της, σε κάθε βήμα
ένοιωθε
όλο και πιο βαριά τα πόδια της να
βουλιάζουν μέσα
σε
ένα παχύ στρώμα λάσπης που σήκωνε μια
βαριά μυρωδιά
μούχλας,
σάπιων φύλλων, και κάτι ακόμα χειρότερο,
που
πότιζε κάθε ίνα του κορμιού της, έμπαινε
βίαια από
τα
ρουθούνια της, έσφιγγε τα χείλη για να
το κρατήσει μακριά,
αλλά
εκείνη η ασύλληπτη μυρωδιά, έσφιγγε τον
λαιμό της,
της
έκλεινε την ανάσα, την έπνιγε.
Δεν
μπορούσε να σταματήσει, τα γόνατα της
έτρεμαν από την
προσπάθεια
αλλά μόλις έκοβε λίγο τα βήματα της, τα
πόδια της
βυθίζονταν
γρήγορα μέσα στην λάσπη και έπρεπε να
προσπαθεί περισσότερο να κάνει το
επόμενο βήμα.
Στην
αρχή δεν της έκανε εντύπωση , μα κάποια
στιγμή κατάλαβε
πως
δεν άκουγε τίποτα. Τα πουλιά δεν
κελαιδούσαν πια,
κανένας
μακρινός ήχος δεν έφτανε στα αυτιά της.
Απόλυτη
σιωπή, μόνο την λαχανιασμένη ανάσα της
άκουγε
να
βγαίνει ρυθμικά, βαριά μέσα από το στήθος
της…
Έμπαινε
όλο και πιο βαθιά στο δάσος, αγκαθωτοί
θάμνοι
της
έκλειναν τον δρόμο της, πιάνονταν από
το φόρεμα της,
γρατζούνιζαν
τα γυμνά μπράτσα της, γέμιζαν πληγές τα
πόδια της, προσπαθούσε μάταια να αποφύγει
τα χαμηλά κλαδιά των δέντρων
που
άρπαζαν τούφες από τα μαλλιά της και ο
πόνος της
έφερνε
δάκρυα στα μάτια, αλλά προχωρούσε, δεν
είχε άλλη επιλογή,
κάπου
εκεί μπροστά ήταν η έξοδος, κάποια στιγμή
το δάσος
θα
τελείωνε, ήταν απόλυτα σίγουρη γι αυτό.
Ένα
μικρό θρόισμα, ένας ήχος διαφορετικός
από τους δικούς της,
μια
ανάσα ξεχωριστή , όχι η δική της, κάτι
πλησίαζε, ζώο ή άνθρωπος?
Ανατρίχιασε,
μια παγωνιά απλώθηκε μέσα της, ο φόβος
άρπαξε
την
καρδιά της που χτυπούσε ακανόνιστα, της
έκοψε την ανάσα.
Ότι
και αν ήταν πλησίαζε ερχόταν γρήγορα,
άκουγε το θρόισμα
όλο
και πιο κοντά, προσπάθησε να σκίσει με
το βλέμμα τα πέπλα
της
ομίχλης γύρω της, να δει, να καταλάβει,
μα όλα θολά γύρω της
και
τότε έκανε το μόνο που μπορούσε να
κάνει……..έτρεξε.
Σαν
αγρίμι έβγαλε φτερά στα πονεμένα πόδια
της, έτρεχε σταθερά
γλιστρώντας
κάθε τόσο πάνω στο λασπωμένο έδαφος,
χωρίς
να
νοιώθει τα κλαριά που την μαστίγωναν,
τα αγκάθια που την μάτωναν,
μόνο
την παγωνιά μέσα της ένοιωθε και αυτό
που την πλησίαζε
το
ίδιο γοργά όσο έτρεχε κι εκείνη.
Πείσμωσε,
ο φόβος της την έσπρωχνε, έριχνε κλεφτές
ματιές
πάνω
από τον ώμο της, μα δεν υπήρχε τίποτα να
δει…
Κλαριά
που έσπασαν πίσω της, μια σφυριχτή ανάσα,
ένα
άγγιγμα στον ώμο της. Πάγωσε το αίμα
της.
Ότι
και αν ήταν… Σκοτάδι ήταν, θάνατος…
Πετάχτηκε
στον ήλιο σαν σφαίρα μέσα από τα σκοτάδια
των δέντρων
και
βρέθηκε στο πιο ηλιόλουστο μέρος που
είχε δει ποτέ.
Ένα
στρογγυλό ξέφωτο, ένας μικρός λόφος με
ένα μοναχικό δέντρο βελανιδιάς στην
κορφή του και πιο κάτω ένα ρυάκι με
κελαρυστά
νερά
να τρέχουν.
Μπορούσε
να δει τα πουλιά που τιτίβιζαν πεταρίζοντας
γύρω της,
τα
πολύχρωμα λουλούδια που γέμιζαν το
μικρό λιβάδι,
άκουγε
το νερό που έτρεχε, τα μάτια της την
πονούσαν από το πολύ φως.
Έβαλε
το χέρι αντήλιο και τότε το είδε.
Εκεί
στην κορφή του λόφου , πλάι στην βελανιδιά,
ένα μικρό σπίτι,
με
κόκκινα κεραμίδια και καμινάδα από
πέτρα.
Προχώρησε
θαρρετά προς εκεί.
Έβλεπε
πια την βαριά ξύλινη πόρτα, τα μικρά
παράθυρα
με
τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και τις λευκές
κουρτίνες
που
φαινόταν μέσα από τα τζάμια.
Πήρε
βαθιά ανάσα και όρμησαν μέσα της τα
αρώματα της γης,
λουλούδια,
νερά, χλόη, η ζεστασιά του ήλιου, γέμισαν
τα
μάτια της Ουρανό.
Η
πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα βγήκε στο
κατώφλι.
Έβλεπε
τα μάτια της, το γλυκό χαμογελαστό
πρόσωπο,
τα
λευκά μαλλιά, το γαλάζιο φουστάνι και
την κεντημένη λευκή ποδιά…
Έβαλε
φτερά στα πονεμένα πόδια της, άρχισε
πάλι να τρέχει
να
την συναντήσει.
Η
γυναίκα άνοιξε τα χέρια…
Δυο
δυνατά χέρια που σφίχτηκαν γύρω της μια
αγκαλιά
που
μοσχοβόλαγε, μια μυρωδιά τόσο οικία,
τόσο δικιά της…
Μάνα……βόγκηξε
Μάνα
…..φώναξε
Δεν
άκουγε πια την φωνή της , η αγκαλιά ήταν
άδεια, το ίδιο άδεια
ήταν
και τα μάτια της.
Και
πάλι σκοτάδι.
Levina