Ένα
κομμάτι από Όνειρο
Φορούσε
ένα απλό σκούρο πράσινο φόρεμα κάτω από
την
χοντρή
ζακέτα της κι είχε μαζέψει τα μαλλιά
της σε ένα χαλαρό
σινιόν
που την έκανε να φαίνεται τουλάχιστον
δέκα χρόνια μεγαλύτερη.
Προσπαθούσε
να φαίνεται χαμογελαστή αλλά οι μαύροι
κύκλοι
της
αϋπνίας κάτω από τα σκούρα μάτια της
και το απελπισμένο
βλέμμα
της φανέρωναν την αγωνία της.
Στάθηκαν
για λίγες στιγμές ακίνητοι
εμπρός στα σκαλιά της εισόδου.
Το
παλιό κτήριο ανέδινε μια μυρωδιά μούχλας
και εγκατάλειψης
μαζί
με την έντονη οσμή απολυμαντικού και
κάτι άλλο που δεν
μπορούσε
να προσδιορίσει. Μάλλον έμοιαζε με
μυρωδιά κουζίνας, μαγειρεμένου φαγητού.
Εκείνος
την έπιασε το χέρι για να της δώσει
κουράγιο.
Τόσο
καιρό μιλούσαν γι αυτό, τόσο καιρό ήταν
το μοναδικό τους
θέμα
συζήτησης , τόσα χρόνια το περίμεναν,
το ονειρευόντουσαν
και
τώρα δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια
της για να ανέβει
αυτά
τα λίγα μαρμάρινα σκαλιά.
Άγγιξε
απαλά την κοιλιά της. Τόσο άδεια και
πόσο περίμενε
όλα
αυτά τα χρόνια να νοιώσει μέσα της μια
νέα ζωή να γεννιέται,
ατελείωτα
χρόνια να περιμένει, να υπομένει, να
βασανίζεται,
να
ονειρεύεται και αυτό το όνειρο να φεύγει
κάθε μήνα, να
ξαναρχίζει
τον επόμενο για να ξαναχαθεί και πάλι
και πάλι μέχρι
που
δεν της είχε απομείνει τίποτα πια.
Έπνιξε
ένα λυγμό. Η ζωή της κενή, αδιάφορη όσο
και αν τον
αγαπούσε,
όσο και αν εκείνος προσπαθούσε να την
παρηγορήσει
για
την έλλειψη, για το ανολοκλήρωτο της
ύπαρξης της
που
εκείνη ένοιωθε, δεν της έφτανε, δεν την
γέμιζε τίποτα πια.
Της
είχε γίνει εμμονή ώσπου αυτό το ίδρυμα
έγινε η
σωτηρία
της ψυχής της.
Το
Ίδρυμα και οι ατελείωτες επισκέψεις,
οι συνεντεύξεις, η
αναμόχλευση
κάθε πτυχής της ζωής τους κι έπρεπε να
μιλά,
να
λέει τα ίδια ξανά και ξανά για να μην
αφήσει καμία αμφιβολία
για
το πόσο έτοιμοι ήταν και οι δυο να ζήσουν
αυτή την μοναδική
στιγμή.
Μέχρι που τους ειδοποίησαν πως οι πόρτες
άνοιξαν
γι
αυτούς και πλέον η ζωή τους μπαίνει σε
άλλα μονοπάτια.
Ανέβηκε
με την βοήθεια του τα σκαλιά, στηρίχτηκε
στο χέρι του όταν
μπήκαν
στον μισοσκότεινο προθάλαμο φοβισμένη.
Αν δεν ντρεπόταν
θα
έκανε μεταβολή και θα έτρεχε μακριά ,
αλλά να πάει που?
Πάλι
πίσω στο άδειο σπίτι?
Άδειο
το έβλεπε και ας έμεναν δυο άνθρωποι
μέσα εκείνη
και
αυτός τόσα χρόνια , πόσα? πάρα πολλά, δεν
μέτραγε πια,
δεν
είχε νόημα, ούτε τα γενέθλια μέτραγε,
ούτε τις γιορτές,
ούτε
στόλιζε τα Χριστούγεννα, έτσι και αλλιώς
για ποιόν να το κάνει?
Η
ζωή της μόνο δουλειά, σπίτι, φαγητό,
ύπνος και ξανά πάλι δουλειά
και
διακοπές δέκα μέρες το καλοκαίρι κάπου
σε κάποιο νησί συνήθως ,
αδιάφορο
που…
Αμίλητη
τον ακολουθούσε πια, στο γραφείο που
τους οδήγησαν,
στην
συζήτηση που έγινε, με την υπεύθυνη που
τους είχε αναλάβει,
εκείνη
κοιτούσε έξω από το παράθυρο αφηρημένη,
δεν ήταν καν εκεί ,
δεν
καταλάβαινε τι έλεγαν, δεν την ένοιαζε,
μόνο περίμενε να τελειώσουν.
Είχε
κουραστεί από αυτές τις ατέρμονες
συζητήσεις.
Είχε
συννεφιά έξω, θα έπιανε βροχή και αυτό
την έκανε να θέλει
να
κρύψει το πρόσωπο στα χέρια της και να
ξεσπάσει σε λυγμούς,
δεν
πίστευε σε τίποτα, δεν υπήρχε ελπίδα,
δεν θα τελείωνε ποτέ
αυτό
το μαρτύριο που είχε στην ψυχή της.
Η
γυναίκα σηκώθηκε πίσω από το γραφείο
της με ένα χαμόγελο
συγκατάβασης
και μαζί της σηκώθηκε και εκείνος.
Την
άγγιξε ελαφρά στον ώμο '' πάμε '' της είπε
και τους
ακολούθησε
με αυτόματα βήματα στον μακρύ διάδρομο
που
τον
φώτιζαν λάμπες νέον, με ένα ψυχρό λευκό
χρώμα που
θάμπωνε
τα μάτια.
Τα
τακούνια της αντηχούσαν ρυθμικά σε κάθε
βήμα της.
Ήταν
και ο μόνος ήχος που ακουγόταν.
Καθώς
πλησίαζαν στην μεγάλη δίφυλλη πόρτα
ακούστηκαν
από
μέσα φωνές, παιδικές φωνές και κάπου
ένα κλάμα μωρού.
Οι
αισθήσεις της ζωντάνεψαν, η ακοή της
έπιασε κάθε ήχο.
Η
πόρτα άνοιξε αθόρυβα, μπήκε μέσα, οι
ίδιες λάμπες νέον κι εδώ
έριχναν
το έντονο φως τους επάνω σε λευκά παιδικά
κρεβατάκια.
Πρέπει
να ήταν τουλάχιστον δώδεκα από αυτά,
στοιχισμένα
με
ακρίβεια μέσα στο μεγάλο δωμάτιο.
Τα
μάτια της άνοιξαν διάπλατα, τα χέρια
της άρχισαν να τρέμουν
ανεξέλεγκτα
και φρόντισε να τα κρύψει στις τσέπες
της ζακέτας της
για
να μη φαίνονται. Σε κάθε κούνια κι ένα
μωρό, άλλα λίγο μικρότερα, άλλα λίγο
μεγαλύτερα , πάντως όλα γύρω στον πρώτο
χρόνο της ζωής τους.
Η
γυναίκα τους οδήγησε σε μια κούνια δίπλα
σε ένα παράθυρο
και
την ακολούθησε πάντα αμίλητη , κενή. Ένα
ένα στρουμπουλό
μωρό
κοιμόταν μακάρια κάτω από μια γαλάζια
κουβερτούλα.
Τα
ξανθά μαλλάκια του γυάλιζαν σαν λιωμένο
χρυσάφι επάνω
στο
λευκό σεντονάκι του. Εκείνος έσκυψε
πάνω από την κούνια.
Ήταν
συγκινημένος, τον ένοιωσε που ρουθούνιζε
για να το κρύψει,
αλλά
τον ήξερε καλά πια.
Ήταν
και εκείνη έτοιμη να αγγίξει το μικρό
θαύμα, όμως κάτι άλλο
ένοιωθε,
μια έκτη αίσθηση που την εμπόδιζε να το
κάνει.
Μια
φωνή βουιζε στο μυαλό της.
''
Κοίτα με '' σάστισε
''
Κοίτα με '' στάθηκε
ακίνητη
''
κοίτα με '' γύρισε αργά τα μάτια και
σάρωσε όλη την αίθουσα.
Την
είδε εκεί στην γωνία. Καθόταν με την
πλάτη στην άκρη της
κούνιας
και ήταν τόσο μικροσκοπική, τόσο αδύνατη
που σχεδόν
έμοιαζε
αόρατη.
Μόνο
δυο τεράστια καστανά σκούρα μάτια
ξεχώριζαν επάνω στο
κατάλευκο
μαργαριταρένιο προσωπάκι που την
κοιτούσαν σοβαρά.
Το
στομάχι της δέθηκε κόμπος, η καρδιά της
έχασε ένα χτύπο της .
Πλησίασε
σαν υπνωτισμένη την κούνια της σα να
την τραβούσε ένα
αόρατο
σκοινί χωρίς να πάρει τα μάτια της από
τα μάτια του παιδιού
ενώ
άκουσε πίσω της την φωνή του.
''
Που πας? ''
Δεν
στάθηκε, ούτε γύρισε να τον κοιτάξει.
''
στο παιδί μου '' του
απάντησε και τον ένοιωσε δίπλα της όταν
στάθηκε
πάνω από την κούνια.
Άπλωσε
τα χέρια και έπιασε το μικρό βάρος, τόσο
ανάλαφρο ,
σαν
πούπουλο, ταίριαζε στην αγκαλιά της σα
να ήταν αυτή η θέση του,
σα
να ήταν το κομμάτι του παζλ που έλειπε.
Βυθίστηκε
στις σκούρες λίμνες των ματιών της,
άγγιξε τα λεπτά
χεράκια,
χάιδεψε τα απαλά μαλλάκια της , μύρισε
την μυρωδιά της,
μια
γλυκιά μωρουδίστικη μυρωδιά που την
ήξερε, την είχε στην
μνήμη
της από παλιά,από τότε που ονειρευόταν
να φτάσει η στιγμή
που
θα έκλεινε στην αγκαλιά της το δικό της
παιδί, το παιδί της!
Είχε
βρει τον προορισμό της.
Έξω
από το παράθυρο η βροχή είχε αρχίσει
ξανά πιο δυνατά,
ακουγόταν
το ρυθμικό της χτύπημα πάνω στα τζάμια.
Γύρισε
και τον κοίταξε και εκείνος ξαφνιάστηκε
από το πόσο έλαμπαν
τα
μάτια της. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφη
ήταν, κρατούσε σφιχτά
στα
χέρια της το παιδί και ξεχείλιζε φως,
ξεχείλιζε από ευτυχία,
γελούσε
και το πρόσωπό της ήταν όλο ένας ήλιος
μέσα στο δωμάτιο,
το
δέρμα της έλαμπε σα να είχε επάνω του
εκατομμύρια μικρά
διαμάντια,
τα μαλλιά της ήταν πια ελεύθερα στους
ώμους της
και
μοσχοβολούσαν άνοιξη.
''
Το παιδί μου , την άκουσε να ψιθυρίζει
και μετά πιο δυνατά,
το
παιδί μας. ''
Άφησε
τα δάκρυά του να κυλήσουν χωρίς ντροπή,
η ευτυχία της ,
η
ζωή του, έπρεπε πια να μάθει να μη
σκέφτεται το Εγώ κι Εσύ,
αλλά
το ''Εμείς''
Levina