1.9.11

χρόνος ακίνητος

Άνθρωποι
Γεμάτη  γύρω της από ανθρώπινες παρουσίες
Να χτυπάνε τα τηλέφωνα, να ακούει φωνές
να έρχονται έξω από τον δρόμο
να λένε αστεία καθώς τριγυρίζουν τις ζεστές βραδιές
και να γελάνε, έξω από την μισάνοιχτη πόρτα της
Να μιλάει
Να θέλει


Να θέλει να τα κλείσει όλα με ένα κουμπί,
όπως στο ραδιόφωνο που χαμηλώνει το volium
όταν την ενοχλεί η δυνατή μουσική
Να θέλει να κλείσει πόρτες και παράθυρα
Όχι δεν θέλει να γίνει αόρατη
Αόρατος σημαίνει ανυπαρξία
Μόνο να κρυφτεί θέλει
Να μπει στην γωνιά της
Να ξαναγυρίσει στην φωλιά της
Έλειψε πολύ από αυτή


Βγήκε μόλις έπιασαν οι ζέστες
Δεν άντεχε το μισοσκόταδο
Ήθελε να δει ήλιο
Να πάρει βαθιές ανάσες
Να γελάσει , να χορέψει, να κολυμπήσει στα γαλανά νερά,
να περπατήσει  στην γη, να νοιώσει το χώμα
κάτω από τις μαλακές πατούσες της
είδε πολλά πρόσωπα γύρω της, πολλά μάτια να την κοιτούν,
πολλά αυτιά να ακούν τα λόγια της, πολλά χέρια
απλωμένα στο μέρος της
Νόμιζε πως όλα αυτά ήταν για εκείνη



Ξαφνισμένη κοντοστάθηκε στο κατώφλι
Μα ήρθε η ώρα να ξυπνήσει
Ένα σκληρό μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της
Μια βρώμικη κουβέρτα σκέπαζε το κορμί της
Μια μυρωδιά υγρασίας  είχε κολλήσει στο δέρμα της
Αράχνες έπλεκαν ιστούς στα μαλλιά της
Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια της να σηκωθεί
Προσπάθησε να απλώσει τα χέρια της να πιαστεί
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της
Μα ήταν βαριά τα βλέφαρά της, σκοτεινά όλα γύρω
Τέλος τα κατάφερε
Όνειρο ήταν


Ασημονήματα τυλιγμένα στο χέρι της
και στο άλλο μια χούφτα πολύχρωμες χάντρες
Και στο μάγουλό της είχε μείνει σημάδι
Από το σκληρό  τραπέζι που είχε ακουμπήσει
κουρασμένη το κεφάλι της.
Θολό το βλέμμα της έσταξε μια λίμνη δάκρυα
Έτριξαν οι μεντεσέδες της πόρτας
Διαμαρτυρήθηκε η σκουριά
Την έκλεισε απαλά και γύρισε να κουρνιάσει
Στην προστασία της φωλιάς της
Δεν το πρόλαβε και αυτό το καλοκαίρι.


Levina