6.2.14

Όνειρα σ Αχαρτογράφητα Νερά






Είναι κάποιες παγωμένες βραδιές
που η ομίχλη τα ονείρατα σκεπάζει
βουτηχτής σε φυκόσπαρτο βυθό
γίνεται τ  ανήμπορο κορμί
μάταια στα θολά να κυνηγά
λευκοντυμένα οράματα

Γιατί γύμνωσες τόσο την ψυχή μου
και μια ζωή που μ έμελλε να ζήσω
κατάσαρκα μια τέτοια νύχτα 
της φόρεσες για ρούχο
την αφθονία της ελπίδας ;
Ξέχειλη η πηγή με δροσερό νερό
κι έσκυψα τα στερεμένα χρόνια μου
να ξεδιψάσω / κι είναι αγιάτρευτοι 
οι πόθοι που κοχλάζουν / φωτιά 
ανάβουν στ  ακύμαντα νερά

Πόσο επιπόλαια με μοίρασες
προτού μ ένα πέτρινο φιλί
την τρέλα στον λογισμό μου σπείρεις

Τρυφέρεψε η ψυχή σαν μάζεψε
των φιλιών σου τα συντρίμμια
από την ξεχασμένη των Μακάρων
παραλία αυτή που μόνο οι
αρχαίοι ποιητές την έχουνε υμνήσει
Την ιχνογράφησαν αδιάντροπα
τα βήματά σου χαράζοντας
πορεία σταθερή στο ασταθές της άμμου
κι ήταν αυτό / ότι από Σε απέμεινε
στιγμές προτού η παλίρροια
και πάλι στα Τάρταρα της νύχτας

να με ρίξει _

                                 Levina



painting C
ecile Desserle