Έχεις
μετρήσει άραγε τις ατέλειωτες σιωπές
τις νύχτες
που με χέρια γυμνά από τον ουρανό
αρπάζαμε τ
αστέρια και την πείνα μας
χορταίναμε μ
αυτά τα μικρούλικα τα τόσο δα
αστραφτερά
πετράδια που λιώναν σαν ζαχαρωτά
Ήταν
σκοτεινές οι θάλασσές μας γεμάτες ψάρια
που μάτια
είχαν μοχθηρά κι η βάρκα μας παλιά
στ
ατέλευτο ταξίδι μας σάπιζε κι τρίζαν οι αρμοί
καθώς τα
κουπιά την λάσπη των βυθών αναδεύαν
κι εσύ
/ το χέρι άπλωνες
ακλούθησες
των σειρήνων το θανατερό τραγούδι
χιλιοσκόρπισε στα
κύματα μια άγρυπνη σελήνη
Άξαφνα
χάθηκες / με μια στρεβλωμένη λογική
καταδύθηκες
στ απύθμενα βάθη των παραμυθιών
βρύα και
λειχήνες σκεπάζουν εκεί τ αρχαία δέντρα
και στην
ομίχλη χάνονται οι περιπλανώμενες ψυχές
Μάταιη η
αναμονή για λίγο ακόμα να σε δω
Βούλιαξα το
σώμα μου στα σκοτεινά νερά‘
Δεν
επέστρεψες ποτέ.
Levina