4.1.14

Αναμένοντας







Έχεις μετρήσει άραγε τις ατέλειωτες σιωπές
τις νύχτες που με χέρια γυμνά από τον ουρανό
αρπάζαμε τ αστέρια και την πείνα μας
χορταίναμε μ αυτά τα μικρούλικα τα τόσο δα
αστραφτερά πετράδια που λιώναν σαν ζαχαρωτά
Ήταν σκοτεινές οι θάλασσές μας  γεμάτες ψάρια
που μάτια είχαν μοχθηρά κι η βάρκα μας παλιά
στ  ατέλευτο ταξίδι μας σάπιζε κι τρίζαν οι αρμοί 
καθώς τα κουπιά την λάσπη των βυθών αναδεύαν
κι εσύ /  το χέρι άπλωνες
ακλούθησες των σειρήνων το θανατερό τραγούδι
χιλιοσκόρπισε στα κύματα μια άγρυπνη σελήνη

Άξαφνα χάθηκες / με  μια στρεβλωμένη λογική
καταδύθηκες στ απύθμενα βάθη  των παραμυθιών
βρύα και λειχήνες σκεπάζουν εκεί τ αρχαία δέντρα
και στην ομίχλη χάνονται οι περιπλανώμενες ψυχές


Μάταιη η αναμονή για λίγο ακόμα να σε δω
Βούλιαξα το σώμα μου στα σκοτεινά νερά‘
Δεν επέστρεψες ποτέ.




                                                 Levina