Εκείνες
τις μέρες φοβόμασταν να ξεμυτίσουμε απ τα σπίτια μας
Πίσω
απ τα κουφωτά τα παραθύρια τους άδειους δρόμους κοιτούσαμε
κι
αφουγκραζόμαστε για ένα φτερούγισμα πουλιού
αυτό
που το κλωνάρι ελιάς θα μας έφερνε σημάδι πως λευτερωθήκαμε
απ
του αναπάντεχου τις μέρες τις θανατερές.
Ακόμα
κι όταν χτυπούσαν τα κουδούνια εκείνοι
που
πρώτοι στους δρόμους βγήκαν,
ακόμα
και τις καμπάνες σαν ακούσαμε χαρμόσυνα να μελωδούν
δεν
την πιστέψαμε της λευτεριάς μας την
κραυγή
Στην
κόλαση βουτήξαμε κι ένα σανίδι καρφώσαμε στο προσκεφάλι μας
από
τον ήλιο να μας κρύψει
Ένα
σανίδι απόμερα μας κράτησε στην φυλακή μας
της
γης τροφή ήταν η κατάληξή μας.
_Συλλογή Αδέσποτα Λόγια_