16.7.13

Άνθρωπος Ον Παράλογο





   Josef  Kote


Στην σκέψη του δικού σου τέλους παραμένω
τώρα που τα βήματά μου σβήνουν πίσω από τους ήχους
των κτύπων των χεριών σου , πίσω από την θλίψη
που γενούν τα δάκρυα στα νεκρά μάτια των αγαλμάτων
που παραστέκουν την πλευρά σου
καθώς των χρόνων η σκόνη λερώνει τις παρθενικές μορφές,
τυλίγει με σπαραγμό το πεπρωμένο
ενός προαναγγελθέντος θανάτου .
Νομίζεις πως σε γάμο σε καλέσαν
με χαρά ακολουθείς τον δρόμο ‘
μα κοίτα που τα δεσμά ακίνητων ημερών
δένουν τους αστραγάλους
και η λαχτάρα της καρδιάς απέμεινε,
μια κι η πορεία της φυγής  που
βαθιά είχες χαράξει στην σκέψη,
έγινε πορεία κουρελήδων καθώς
οι παρθένες που οι θεοί
για συμπαράστασή σου στείλανε, τώρα πια
την ψυχή σου ζητούν να χάσεις.
Θέαμα τρομερό είναι να δεις μιας χώρας τον χαμό
γι αυτό κάλλιο τους οφθαλμούς σου θυσία να προσφέρεις
στις πηγές των αρχαίων ποταμών εκεί που ο Όμηρος
διηγήθηκε τα πάθη των θνητών και πως οι Θεοί
κατά την θέλησή των τον πόλεμο και την ειρήνη έπαιζαν 
απολαμβάνοντας στα σύγνεφα την τσίκνα των σφαγίων,
θυσίες στο παράλογο των θνητών που για το
Εγώ τους ικετεύαν.
Έτσι τους εμπαίζανε οι θεοί ρίχνοντας όνειρα εφιάλτες …
ω πόση αγωνία !
Μα να τι σου λέω πως την αγωνία σου νοιώθω
και το χαμόγελο περνά βιαστικό και χάνεται
προτού να το χαρεί ο άνθρωπος,
αυτό το αρχαίο κτήνος που κανείς πια
να το σώσει δεν μπορεί καθώς
απέναντι στην ομορφιά της ζήσης αυθαδιάζει
αυτό το λίγο που του μένει με γκρίζο το χρωματίζει
και παραφροσύνη το είναι του γεμίζει …
Αλήθεια πόση ανοησία στον χρόνο μοιράζει το μυαλό
αντί ν΄ απολαμβάνει την ανάσα που του χαρίστηκε .
Στοχάσου τον λόγο μου καθώς σπαράζοντας
το πλήρωμα του χρόνου σου δείχνω ,
ζωντανό σε μοιρολογώ και μ επικρισία
την ζωή σου ν΄ αλλάξεις σου ζητώ.
Ανοίκειο είναι να ζητάς στ΄ άδικο που έκανες
να  σ΄ ευλογήσουν οι Θεοί κι απ΄ έναν Όμηρο
αθάνατους στίχους για σένανε να γράψει.
Ποιος τα πάθη σου να συγχωρέσει σαν
τον εαυτό σου δεν μπορείς
να πείσεις για των λόγων σου το δίκιο;
Ετούτο λοιπόν σου λέγω …  πως το τέλος
που σαν άρμα ζεμένο σ΄ ανέμους καταπάνω σου τρέχει,
του χαμού σου το μαντάτο φέρνει κι αν της μοίρα σου
ν΄ αλλάξεις θες  τον δρόμο τον φαρμακερό,  
άνοιξε της ψυχής σου το πουγκί που χεις σφιχτά δεμένο
με ματοβαμμένο κορδόνι και μοίρασε απλόχερα
του Προμηθέα την φωτιά, ζωή αντί για την ζωή σου....
Τετέλεσται προτού να πεις τ΄ άδικο μιας κενής ζωής 
ν΄ αναγνωρίσεις  και μοίρασε αυτό που σου απέμεινε ….
τα δυο σου χέρια απλωμένα στους ορίζοντες ….
Για δες πόσο μοιάζει η αγκαλιά με της ικεσίας το παράπονο. 

Levina