ώρα
νυχτερινή κι άξαφνα
εύφλεκτο
υλικό μες στο σκοτάδι γίνομαι
σπίρτο
ανάβεις’ στις απολήξεις σου καίγομαι
την
αντανάκλασή μου ανεστραμμένη κοιτώ
στους
καθρέφτες των νεκρών σου ματιών
των
κυττάρων μου ωδή στων λαγόνων σου
στις
επαναλαμβανόμενες μονότονες κινήσεις
σαν
μέσα μου γλιστράς ‘ παγωμένο ποτάμι
που
την φωτιά μου κατευνάζει ΄ αδυνατώ
ν΄
ακολουθήσω ετούτο τον αρχέγονο ρυθμό
του
θηλυκού με τ΄ αρσενικού την πάλη
αναζητώντας
εν άγγιγμα διαφορετικό
θρόισμα
ψιθύρων ανάσα σε καλοκαιρινό
χωράφι
σπαρμένο στάχυα χρυσά
κι
όχι εισβολή βαρβάρων στης γης μου το οχυρό ‘
καίγομαι
ακόμα το ξημέρωμα σαν φτάνει
όταν
τα ρούχα των θνητών κατάσαρκα φοράω
σαν
κρύβομαι πίσω από ανθρώπου μυρωδιά
ακροβατώντας
πιασμένη σε μια χειρολαβή
προσμένω
πως
σε κάποιο απ τα νυχτέρια μου’ ανέμου
ανάσα
επάνω
στην φλογισμένη σάρκα μου θ΄ απλώσεις
Levina