Μια θάλασσα σιωπές σπάει τα πρωινά μου
κύματα θρυψαλίζουνε τα θέλω της φωνής σου
ψίθυροι ανεμίζουνε ολόγυρα σαν χάρτινα πουλιά
κι ερωτηματικά ‘ τι κάνεις’ πως περνάς’
τι σκέφτηκες’ τι είδες ‘ κι αν πρόλαβες
στα μακρινά της φαντασίας σου ταξίδια
να πιαστείς απ΄τ΄ άνεμου τα ξέφτια
και μιας του ήλιου μικρής αναλαμπής
Μόνη σε θυμάμαι σε μια σκοτεινή αμμουδιά
στις άκριες των αφρών ν΄ αφήνεις το κορμί σου
στην σκιά ενός μισοθαμμένου βράχου
στον μικρό κόλπο του νησιού ‘ κόρη του Νηρέα
δίχτυα και ξάρτια ανάκατα στις κόρες των ματιών σου
κι εγώ Γαλήνη σ΄ ονομάτισα απ' τα κύματα που ημέρευαν
σαν έφταναν στις γάμπες των ποδιών σου
Κι αυτή η γκρίζα πόλη η μελαγχολική
που δένει την αγχόνη στον λαιμό μου
πνίγει τους δρόμους μου’ τα θέλω’ τα γιατί μου
ενός χεριού ακρωτηριασμένου η αρπαγή
σ΄ ανεξιχνίαστο ουρανό με ρίχνει
Εξομολογούμαι σε αυτόν για όσα πια με πνίγουν
Ανυπόφορη γίνεται η σιωπή ' κατακερματισμένη
από ήχους θανάτου που καρτέρι στην ζωή μου στήνουν
Levina