26.2.13

Ένα καλάθι Ψέματα




Στάθηκε ακίνητη με το ακουστικό στο χέρι, ένοιωθε πως ήδη είχε ξεπεράσει τα όρια,
όμως και πάλι… ήταν για την αδελφή της. Μαζί ήταν σε όλους αυτούς τους δύσκολους
μήνες, η μια στήριγμα της άλλης, δυο χαμόγελα, δυο δάκρυα, δυο χαρές χωρίς να
μοιράζονται στα δυο και ήταν τόση η μελαγχολία της μιας που η άλλη ότι και να της
ζητούσε εκείνη θα το έκανε.

Ήξερε πόσο τον αγαπούσε, όλους αυτούς τους μήνες την στήριζε στην αγάπη της, της
έδινε θάρρος, σαν λύκαινα γρύλιζε σε όποιον τους πλησίαζε για να τους βλέπει να
χαμογελούν ερωτευμένοι, ευτυχισμένοι, δοσμένοι ο ένας στον άλλο κι όταν κάποια στιγμή
ανακάλυψε πως της είπε το πρώτο ψέμα, το παρέβλεψε για να μη στενοχωρήσει την αδελφή της.

Κι ύστερα ήρθε το Καλοκαίρι , η ελπίδα πως θα τους έβλεπε μαζί, έβλεπε την αδελφή της
να τιτιβίζει με προσμονή πως επιτέλους θα πήγαινε κοντά στον αγαπημένο της, έτοιμο το
εισιτήριο, η βαλίτσα γεμάτη με όνειρα, η προσμονή και μετά η απότομη προσγείωση. Ένα
ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, ένας έρωτας που δεν εκπληρώθηκε και η απογοήτευση να
λυγίζει την μια τους και η άλλη με απόγνωση να μη βρίσκει λόγια να σβήσει τα δάκρυα.
Είχαν το δικαίωμα να μάθουν το γιατί. Αυτά τα ατελείωτα γιατί που σκοτεινιάζουν το
μυαλό και βυθίζουν την καρδιά στα πιο βαθιά καζάνια της κόλασης.

Αποφασιστικά αυτή την φορά πήρε τον αριθμό. Μια ερώτηση θα έκανε, της το είχε ζητήσει
η ίδια της η αδελφή, έπρεπε να βρει και να της δώσει μια απάντηση, να την λυτρώσει από
τα ερωτηματικά της.
Ακόμα και σε αυτό μπήκε η ίδια μπροστά, έτσι είναι οι αδελφές, η ίδια θα έδινε
απαντήσεις στα ερωτηματικά της αδελφής της, θα την έστηνε και πάλι στα πόδια της.
Μαζί τα συζητούσαν, μαζί τα αποφάσιζαν, μαζί έψαχναν, μόνο που η άλλη έβρισκε
προφάσεις για να κρύβεται πίσω από την πλάτη της αδελφής της κι αυτή την έκρυβε
πρόθυμα γιατί … ήταν η αδελφή της.

Την αρνήθηκε σε λιγότερο χρόνο από όσο ο μαθητής τον Δάσκαλό του.

Όταν εκείνος της την κατηγόρησε εκείνη την αρνήθηκε, όταν εκείνος έβγαλε τα λάθος
συμπεράσματά του εκείνη δεν είπε την αλήθεια, όταν εκείνος της απαγόρευσε να μιλά στην
αδελφή της εκείνη πάλι δεν είπε αλήθεια κι όταν φοβήθηκε πως θα τον χάσει , είπε ένα
ακόμα ψέμα …  στην αδελφή της.

Ένα μεγάλο καλάθι ψέματα γέμισε, το κρατούσε μαζί της σαν έφτασε στην άκρη της λίμνης,
το είχε δεμένο σαν βρόγχο στον λαιμό της.
Πόσα ψέματα !!

Τελετουργικά έλυσε το σκοινί , σήκωσε ψηλά το βαρύ καλάθι και το πέταξε με όλη της την
δύναμη στα νερά . Ένας παφλασμός ακούστηκε μόνο και το βαρύ φορτίο χάθηκε από τα μάτια της .
- Άμε στο καλό σου … μουρμούρισε.

Ο Χειμωνιάτικος ήλιος που βγήκε καθρεφτίστηκε αυτάρεσκα επάνω στα νερά, ακούμπησε
γύρω στα δέντρα, στα βουνά, την αγκάλιασε και την βοήθησε να βρει τον δρόμο να γυρίσει
σπίτι της , ελεύθερη.
Δεν υπήρξε ποτέ αδελφή, ούτε καν φίλη.


                                           Levina