Του Βάκχου το νησί βρίσκεσαι καταμεσής στο πέλαγος
εκεί οι άνεμοι κοπάζουν τις ώρες τις μεσημβρινές
κι ο Θεός Ήλιος αλύπητα πυρώνει τα βράχια των βουνών
Τις λίμνες με τις νύμφες ψάχνεις για να βρεις
μα πρώτα θυσία στους νεφελογέννητους Θεούς της λησμονιάς
πρέπει με σεβασμό να κάνεις κι αν ο αγγελιοφόρος άνεμος
την άδειά τους φέρει τότε θα πρέπει με πέλματα γυμνά
και την ψυχή καθάρια της λήθης τα πετρόχτιστα μονοπάτια
να βαδίσεις που είναι ανηφορικά και πρέπει
με το αίμα των γυμνών ποδιών σου τις πέτρες να σφραγίσεις
Νεράιδες και ξωτικά πλάσματα παραμυθένια κρύβονται
πίσω από κάθε βράχο , πίσω από κάθε κορμό
με τραγούδια μελιστάλαχτα να σε πλανέψουν θένε
τον δρόμο σου να χάσεις κι έτσι πολλοί πριν από σε ανέμυαλοι
προορισμό δεν βρήκαν και αν προσεκτικά κοιτάξεις
στα δέντρα τα χιλιόχρονα δεν είναι κλαριά μήτε φύλλα
αυτά που βλέπεις των παραστρατημένων οστέινες απολήξεις είναι
κνήμες, σπάλες, πλάτες που τα λευκαίνει ο Ήλιος ο Θεός
και κροταλίζουνε σα σήμαντρα στων ανέμων τα περάσματα
Σε καταπράσινο λιβάδι ο δρόμος σου σε οδηγεί
εκεί που οι καταρράκτες των βουνών πηγάζουν
κι οι λίμνες κρατάνε δικά τους τα γαλάζια διάφανα νερά
προτού στο ανθρώπινο το γένος τα προσφέρουν
Σαν φτάσεις στο τέλος ονειρικής διαδρομής εκεί θα θες
το κορμί σου να ξεπλύνεις απ΄ το χώμα, τον ιδρώτα
καθώς το βλέμμα σου τ΄ απέραντο του πελάγους
θα αναμετρά στα πόδια σου να στραφταλίζει
τις νύμφες θα δεις να έρχονται παίζοντας και χορεύοντας
άλλη κρατάει τον αυλό , άλλη την τρίχορδη την λύρα
με μαλλιά λυτά στεφανωμένα κισσούς κι αγριολούλουδα
και τα γυμνά αιθέρια κορμιά αέρινες αισθήτες να τα ντύνουν
που απαλά αργοσαλεύουνε σε κάθε του ανέμου χάδι ηδονικό
Γύρω σου στήθια γυμνά, κορμιά που ξεφεύγουν στ΄ άγγιγμα σου
χέρια που τα κουρελιασμένα ρούχα σου απαλά τραβούν
χείλη και γέλια κι ανάσες που το βασανισμένο σου κορμί
το σπρώχνουν στα ζεστά νερά , τα χέρια απλώνεις , χαμογελάς
ο πόθος σου θεριεύει στο στομάχι καθώς μαλλιά ξανθά διαλέγεις
και μια τούφα μαύρους βοστρύχους βρίσκεις να κρατάς στο χέρι
ένα κόκκινο στόμα στα χείλη σε φιλά, νερό ξεπλένει τις πληγές σου
άλλο στόμα σημάδι στον ώμο σου αφήνει, χέρια , δεκάδες χέρια
αγγίζουν τα μαλλιά σου, τον λαιμό, τους δυνατούς ώμους,
το στήθος που βαριανασαίνει, τα λαγόνια που καίγονται ,
τους μηρούς ,τα ματωμένα πέλματα γιατρεύουν κι εσύ
να διαλέξεις μια από τις νύμφες δεν μπορείς αχόρταγος γεμίζεις
από μάτια αστραφτερά, χέρια αέρινα , παίζουν μαζί σου, σε κρατούν
φλογίζουν το μυαλό σου, σ΄ ένα οργασμό παροξυσμού
σε προκαλούν κοσμήματα πολύτιμα να μοιράζεις το σπέρμα ,
τον ιδρώτα σου, στων νυμφών τα διάφανα κορμιά
ξεχνώντας τον χρόνο να υπολογίζεις
δεν είδες το άρμα του Ήλιου Θεού που χάθηκε στον ορίζοντα
ούτε πρόσεξες του πελάγους τα νερά που πήραν μαύρο χρώμα
και τη Σελήνη σα βγήκε πίσω από τους βράχους των βουνών.
Άμοιρε θνητέ ηδονικά με τα μέλη χαλαρά να κείτεσαι στο πλάι των νερών
χορτάτος από έρωτα και γέλια και τραγούδια σαν οι πυρσοί ανάψαν
Πετάξανε τα πέπλα τους οι νύμφες, στην γη ποδοπατήσαν
τα λουλουδένια τα στεφάνια , άστραψαν τα μάτια στα σκοτάδια
μεταμορφώθηκαν κάτω απ΄ τ΄ ασημένιο φως τα νύχια σε μαχαίρια
και τα λευκά μαργαριταρένια δόντια γίνανε ξίφη κοφτερά
και το απόκοσμο του πόνου ουρλιαχτό αντιλάλησε μέχρι τ΄ ακρογιάλια
σαν το πρώτο της μαινάδας νυχτερινό φιλί κομμάτι από τα χείλη πήρε
σάρκα θνητή θυσία στον βωμό του έρωτα προσφέρθηκε
αψιά η μυρωδιά του αίματος, κυλάει στις άκρες των χειλιών
στα ορθωμένα στήθη, στο αιδοίο της νύχτας σταλάζει
κι ο ήχος του αυλού να τις καλεί το μακάβριο έργο να τελειώσουν
προτού ο Θεός ο Ήλιος βγει το λιβάδι των βουνών να καθαρίσουν
από τα ίχνη της σαρκοβόρας της γιορτής κάτω από την σκέπη της Σελήνης.
Έσκουζαν μισότρελες οι τρομερές μαινάδες να ξεθυμάνουν την οργή τους
ήπιαν τις τελευταίες στάλες από το νέκταρ του Βάκχου δώρο
και λίγο προτού να φέξει βούτηξαν στης λίμνης τα σκοτεινά νερά
τα σημάδια της Ιερής τους Νύχτας να ξεπλύνουν.
Έφτασε η μέρα σαν ξεπρόβαλλε
ο ζωογόνος Ήλιος,
Φύσηξε ο γλυκός νοτιάς ρυτίδιασε το πέλαγος
και την αλμύρα του έστειλε
στων βράχων τις κορυφές
τις νύμφες αγκάλιασε που έπαιζαν γελώντας καθώς
βουτούσαν στης λίμνης τα
καθάρια γαλανά νερά
τραγουδούσαν με γλυκόλαλες
φωνές και χόρευαν
κάτω από τους ήχους του
αυλού και της τρίχορδης λύρας
Levina