13.7.12

εφιάλτης μεσημβρινής ώρας




Λευκός γίνεται ο ουρανός στην άχλη του μεσημεριού
κάθομαι πίσω απ' τις κλειστές κόκκινες κουρτίνες
που κρατάνε έξω την κάψα, τις ανθρώπινες παρουσίες,
την σκόνη του δρόμου, τα κρωξίματα των πουλιών

Κοιτάω κρυφά ανάμεσα στις χαραμάδες
και γεμίζω λευκό από τον ουρανό,
αυτό το λαμπερό λευκό που έχει η φωτιά
όταν την πλησιάζεις τόσο πολύ
που πριν το σκεφτείς έχεις εξαϋλωθεί
δίχως πόνο, δίχως σκέψεις, ένα κενό
Μια ουλή απομένει για την απουσία
στο πλάι της καρδιάς εκείνου που κάποτε
σ΄ αγάπησε μα τώρα δεν θυμάται
ούτε όνομα ούτε  μορφή

Τριγυρίζω στα μισοσκότεινα δωμάτια
κι ο ήλιος ανελέητα στριμώχνει τις αχτίδες του
ανάμεσα στις τρύπες που έχουν οι σκισμένες κουρτίνες
ρίχνει ριπές από φως και σκόνη επάνω στα φαντάσματα,
επάνω στα λασπωμένα αποτυπώματα
που μείναν στα πλακάκια στις σκοτεινές κάμαρες
και αυτά τα κρωξίματα των πουλιών με ξεκουφαίνουν, 
δεν μπορώ να ξεφύγω απ΄  αυτά
μόνο αν τα σκοτώσω 
ή σκοτωθώ


Levina