Το πιο εντυπωσιακό στο σπίτι της ήταν αυτά
τα γυάλινα διακοσμητικά, τα δώρα του, που μάζευε
εκείνη και τα αράδιαζε σαν στρατιωτάκια επάνω στην
καλογυαλισμένη επιφάνεια από μαόνι του παλιού μπουφέ.
Σαν φέρετρο ήταν αυτός ο μπουφές με πόδια ψηλά
και άχαρα και μεταλλικά χερούλια στις πόρτες
των ντουλαπιών του , αστραφτερά σαν ασήμι από
το πολύ τρίψιμο, λες κι όλη της την ένταση την έβγαζε
τρίβοντας κάθε Σάββατο πρωί αυτά τα χερούλια
και ξεσκονίζοντας ένα προς ένα τα κομμάτια της
γυάλινης συλλογής της.
Μια πεταλούδα με εύθραυστα φτερά, ένα αλογάκι από λευκό
γαλακτώδες γυαλί με καφετιά μάτια και λεπτά πόδια,
μια σειρά από κουνελάκια σε όλες τις διαστάσεις, ένα
κοπάδι από ελέφαντες παρέα με δυο λευκά ποντίκια,
ένα περιστέρι με ανοιγμένα φτερά, ένα κίτρινο φίδι με
κόκκινα μάτια, δυο καμηλοπαρδάλεις, μια χελώνα
με τεράστιο λαιμό , μια βενετσιάνικη μάσκα δίχως μάτια
και παραδίπλα ένα σκάκι μαυρόασπρο από μουράνο με
τους στρατιώτες και τους πύργους στην σειρά κάτω από
το χοντρό κακοφτιαγμένο κρυστάλλινο βάζο με το
ασορτί τασάκι.
Σε κάθε ταξίδι του εκείνος της έφερνε κι από ένα γυάλινο
διακοσμητικό κι αν συνέχιζε να υπάρχει ακόμα στην ζωή της
θα χρειαζόταν ακόμα έναν μπουφέ για ν΄ αραδιάσει την συλλογή της.
Ποτέ δεν κατάλαβα σε τι χρησίμευαν όλα αυτά, γιατί
δυσκόλευε τόσο την ζωή της να τα καθαρίζει με το βελούδινο
πανί μέχρι να λάμψουν κάτω από το φως ενός πολυέλαιου
με χιλιάδες κρύσταλλα που κρεμόταν στο κέντρο του ταβανιού
και σκορπούσε ένα γύρω το ουράνιο τόξο όταν τον άναβε τα βράδια.
Έτσι ήταν κι η ζωή της, κλεισμένη μέσα στην γυάλινη πεταλούδα,
στην καρδιά της χελώνας, στον λαιμό της καμηλοπάρδαλης,
έλαμπε κι αυτή σαν τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου, έφερνε
γύρες αθόρυβα μέσα στο σπίτι , ανύπαρκτη, φορώντας τις
μαλακές τσόχινες παντόφλες της χειμώνα καλοκαίρι για να
μη γρατσουνίσει το ξύλινο πάτωμα με τα τακούνια των παπουτσιών.
Όλα έλαμπαν γύρω της, έτσι νόμιζε πως έλαμπε κι ο κόσμος
έξω από το μικρό της διαμέρισμα.
Τι την έπιασε άραγε εκείνο το Σάββατο και στάθηκε ακίνητη
εμπρός στον μπουφέ χαζεύοντας τα ζωάκια της που περίμεναν
το στοργικό της χέρι να τα απαλλάξει από την σκόνη
της εβδομάδας?
Με μια απότομη κίνηση σάρωσε όλη την επιφάνεια και έβαλε
τα γέλια όταν άκουσε τον ήχο των σπασμένων γυαλιών
στο πάτωμα.
Πήρε την κατσαρόλα με τα κοκκινιστά μακαρόνια από το ψυγείο
και την άδειασε στην μέση της σάλας επάνω στο πολύτιμο
πάτωμα από αφρικανική δρυ !
Άρπαξε το κοντάρι της σκούπας και έδειρε τον πολυέλαιο μέχρι
που ούτε πέντε κρυσταλλάκια δεν του απέμειναν κι αυτά πάλι
κρέμονταν σαν άντερα από πάνω του.
Πήγε στην ντουλάπα της, έβαλε ένα λευκό φουστάνι , φόρεσε
τα ψηλά της τακούνια και φρόντισε να τα κάνει να βροντάνε
στο ξύλο όσο περπατούσε, άνοιξε την πόρτα και με ένα
αινιγματικό χαμόγελο βγήκε έξω… στον δρόμο να πάρει αέρα !!!
Levina_