12.3.12

το νόημα της λέξης !

Βραδιάζει και το σκοτάδι που πέφτει κρύβει
όλα αυτά τα ανομολόγητα  που  δίπλα μου συμβαίνουν

κρύβει τα μικρά δωμάτια των σπιτιών που φιλοξενούν
νεανικές καρδιές γεμάτες σβησμένα όνειρα, μάτια θολά
που κοιτάνε κάποια αφίσα στον τοίχο την ώρα που τα
δάχτυλα γράφουν απεγνωσμένα μηνύματα στο κινητό
ζητώντας το μόνο που τους απόμεινε, μια λέξη  πως
υπάρχει και κάποιος άλλος να ξαγρυπνά μαζί μ αυτούς
μέσα στην βαθιά την νύχτα ,
πως η μοναξιά μια λέξη είναι μόνο
 
κρύβει  τις σκοτεινιασμένες σκέψεις  που αιμορραγούν ,
τα χέρια που τρέμουν, τα δάκρυα που τρέχουν, τα πρόσωπα
που γέρασαν πριν την ώρα τους σκυμμένα επάνω από τα 
νούμερα  του χρέους  που  θα πληρώσουν  την ώρα που τα
χαρτιά παίρνουν φωτιά και καίγονται σαν τα χρόνια που
ήταν να έρθουν και τώρα … στέκουν στο κατώφλι της γης
και φοβούνται  το αίμα, τα αγριεμένα μάτια, τα ολάνοιχτα
στόματα που ουρλιάζουν  και να καταπιούν ζητάνε τον υπαίτιο
πως το αύριο δεν είναι μια λέξη μόνο

κρύβει τα άδεια ράφια στα ντουλάπια , τις σκυμμένες μορφές
επάνω στα σκουπίδια των δρόμων,  τα λευκά μαλλιά,
τα παιδικά μάτια, το βρώμικο ψωμί που μαύρα σκυλιά
το λαχταράνε να τ΄ αρπάξουν μα χέρια ανθρώπινα πρόλαβαν
να το πάρουν να το γευτούν μέσα στην λάσπη που κυλά
από τις γωνίες των χειλιών τους , μέσα στα ρυάκια της βροχής
που παγώνει τα πληγωμένα πόδια
πως αυτή η πείνα μια λέξη είναι μόνο
 
κρύβει  τα ανθρώπινα ρετάλια που απόκαναν να ζουν και
απάγκιο βρήκαν σε γωνίες ανάμεσα σε χάρτινα κουτιά
στοιβαγμένα εμπορεύματα άνευ αξίας που κάποιο πρωινό
κάποιο σκουπιδιάρικο θα τα στοιβάξει στην καρότσα να πάνε
στην χωματερή και τότε σαν θα σκαλίζουν ανάμεσα στις σακούλες
που στάζουν ιδρώτα και αίμα οι απόκληροι θα βρίσκουν μάτια
 και χέρια ζωντανά να γνέφουν να χαιρετούν την γη 
που χάνει της καρδιάς της τις στροφές
πως  η ανάσα της ζωής  είναι μια λέξη μόνο

κρύβει το χθες που πέρασε  με χέρια υψωμένα να βάφουν
γαλάζιους τους ουρανούς και τα σύννεφα λευκά,  μάτια
ονειροπόλα να  σκαρφίζονται στίχους να δίνουν τροφή ψυχής
σε ανυπόταχτες καρδιές
κι απ τα κοκάλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
με τα πινέλα τους βουτηγμένα στης φλέβας τους το αίμα
στους  μισογκρεμισμένους τοίχους να γράφουν  «λευτεριά»
και γέλια που μοσχοβολούσαν άνοιξη και πρωτομαγιά
να χτίζουν ξανά τις μάντρες για να κλείσουν μέσα τα όνειρα
να μη τους φύγουν
πως το χθες  δεν ήταν μια λέξη μόνο  
 
Ξημερώνει , παραμερίζει το σκοτάδι στο διάβα του ήλιου
του ηλιάτορα που διαφεντεύει τον τόπο τούτο ανοίγουν
ξανά οι ουρανοί και  βάφουν με πράσινο την γη με το μπλε
την θάλασσα,  ζωγραφίζουν  το σπίτι λευκό , το τραπέζι 
στρωμένο με χαμόγελα και οι αγέρηδες να φέρνουν
σφυρίζοντας το μήνυμα πως τάχα το αύριο είναι εδώ
έφτασε τ΄ ακούτε ? μοσχοβολάει σαν το γιασεμί στον φράχτη,
σαν το ιδρωμένο γέλιο του παιδιού, σαν την φασολάδα στην χύτρα,
σαν το φρεσκοπλυμένο ρούχο που άπλωσες στο σύρμα,
σαν το βλέμα χάδι του άντρα που γυρίζει τα μεσημέρια σπίτι
σαν  το χέρι  της γυναίκας που του δίνει το νερό
το αύριο
Είναι ζωντανό
Το αύριο δεν είναι μια λέξη μόνο.



Levina