Κανείς
δεν γνώριζε ποια χρονιά θα ξαναρχόταν η Περιπλανώμενη .
Μπορεί
να περνούσαν πέντε και περισσότερα ίσως χρόνια δίχως να έχει
εμφανιστεί
και κάποια στιγμή έτσι άξαφνα σαν έπιαναν οι πρώτες ζέστες
του
Καλοκαιριού, στην άκρια του χωριού έβλεπαν να είναι αραγμένο
το
καρόσπιτό της κάτω από το ίδιο πάντα δέντρο, πλάι στο ποτάμι .
Σαν
έφτανε έλυνε τα λευκά άλογα και τ΄ άφηνε λεύτερα να τρέχουν και
να βοσκάνε ανέμελα στα καταπράσινα λιβάδια,
ενώ τα παιδιά του χωριού έτρεχαν να τ΄
απαντήσουν και να παίξουν μαζί τους.
Δεν
είχαν ξαναδεί τόσο κατάλευκα άλογα, με μακριές χαίτες κι ένα σωρό
χάντρες
και κουδουνάκια περασμένα στα χαϊμαλιά τους που σε κάθε
κίνηση
άφηναν ολόκληρες μελωδίες να τις παίρνουν οι αγέρηδες και
να
γεμίζει ήχους το χωριό.
Ήταν
περίεργο αλλά όσες μέρες έμενε η Περιπλανώμενη στον τόπο τους,
το
δάσος γέμιζε ζωή… ερχόταν άφοβα τα άγρια ζώα στο ποτάμι, ελάφια
και
ζαρκάδια, λύκοι και αλεπούδες και ανάμεσα στα δέντρα έπαιζαν
κρυφτό
τα ξωτικά των μανιταριών γεμίζοντας αστραπόσκονες τα φύλλα
των
λουλουδιών και οι γυναίκες έλεγαν πως αν μάζευες αυτή την
μαγική
σκόνη και την έβαζες στο κρασί του αγαπημένου σου
εκείνος
θα γινόταν παντοτινά δικός σου κι έτσι έτρεχαν πίσω από τα
ξωτικά
και μάζευαν με τις χούφτες αστραπόσκονες και μικρά φτερά από
τα
πολύχρωμα πουλιά που γλυκοκελαηδούσαν πάνω στων δέντρων
τα
κλαριά και στόλιζαν με αυτά τα μαλλιά και τα φουστάνια τους.
Κανένας
δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε την Περιπλανώμενη να
εμφανίζεται
στο χωριό τους μ΄ αυτό τον τρόπο, δίχως να την έχει δει κανείς
να
έρχεται και πάλι δίχως να γνωρίζουν ποιόν δρόμο πήρε στο φευγιό της.
Οι τσιγγάνοι που ερχόταν με τα καραβάνια τους,
έφερναν γύρες στα καλντερίμια του χωριού.
Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και έκαναν
ακροβατικά στην μέση της πλατείας ενώ οι γυναίκες με τις μακριές φούστες
τριγυρνούσαν και
έλεγαν την μοίρα για λίγα νομίσματα.
Αγόραζαν
φαγητά και ποτά και έστηναν γλέντια τρικούβερτα μέχρι να
φύγουν
και πάλι , ενώ η Περιπλανώμενη δεν απομακρυνόταν από το καρόσπιτό της.
Την
έβλεπαν να κάθεται στην άκρη στο ποτάμι ή να τριγυρίζει με τα άλογα
στα
λιβάδια και να μην πλησιάζει καθόλου στο χωριό, ούτε όμως έφευγε
όταν
την πλησίαζαν να της ζητήσουν να διαβάσει την μοίρα τους στις
γραμμές
του χεριού ή να τους ρίξει τους ρούνους.
Γελώντας
εκείνη έμοιαζε να τους περιμένει … τους κοίταζε βαθιά στα μάτια
και
με την μελωδική της φωνή τους έλεγε για τα μελλούμενα και τι περίεργο!
Ότι
τους είχε πει είχε συμβεί.
Τους είχε προειδοποιήσει για τους δύσκολους καιρούς
κι έτσι ήταν προετοιμασμένο το χωριό σαν ήρθε ο πιο βαρύς χειμώνας
των τελευταίων χρόνων και όταν ήρθαν οι
πολλές βροχές και το ποτάμι πλημμύρισε πάλι
ήταν
έτοιμοι να το αντιμετωπίσουν.
Έμοιαζε
σαν να ήθελε να προστατέψει το μέρος τους και πάντα είχε μια
προειδοποίηση
να τους δώσει μα ανταλλάγματα δεν είχε ζητήσει ποτέ!
Αν κάποιος της έδινε κανένα νόμισμα το έπαιρνε και το ΄ριχνε
δώρο στο ποτάμι κι εκείνο ευθύς μεταμορφώνονταν σε μικρό χρυσόψαρο.
Έτσι μαζεύονταν ένα σωρό χρυσαφένια ψαράκια σε κείνο το σημείο
που όμως εξαφανιζόταν μόλις έφευγε
εκείνη.
Ίσως
όμως αν είχαν προσέξει λίγο καλύτερα να έβλεπαν και το πιο
σημαντικό
αντάλλαγμα που έπαιρνε μαζί της κάθε φορά που έφευγε
στα
ξαφνικά.
Θα
είχαν δει πως εξαφανιζόταν μέρες πριν έρθει εκείνη ο γιος του σιδερά
που
έφευγε για την μεγάλη πόλη όπως έλεγε κι επέστρεφε δυο μέρες
μετά
που έφευγε η Περιπλανώμενη.
Θα
είχαν δει πως εκείνη τον περίμενε μέσα στο βαθύ δάσος όταν άφηνε
τα
σημάδια της στα αιωνόβια δέντρα που στραποβολούσαν τις νύχτες
μέσα
στις σκιές κι εκείνος άκουγε το απόκοσμο τραγούδι της κι
ακολουθούσε
την γυναίκα που είχε σκλαβώσει την ψυχή και το μυαλό του.
Τα
χρόνια είχαν περάσει κι εκείνος δεν ήταν πια το νέο παλικάρι που
έτρεχε στο πρώτο κάλεσμα .
Τα βήματά του ήταν βαριά και τα μαλλιά του κατάλευκα
μα και
πάλι σαν έβλεπε τις αστραπές στο δάσος τραβούσε για εκεί .
Εκείνη
σαν να μην είχε περάσει μια ώρα από τότε που την πρωταντίκρυσε,
του έδινε το χέρι της και τον έβαζε μέσα στον μαγικό της κόσμο
κι εκείνος γινόταν
και πάλι το εικοσάχρονο παιδί που έτρεχε στην προσταγή της.
Για
λίγες μέρες μόνο ξαναγινόταν νέος, γεμάτος όρεξη για ζωή,
ερωτευμένος με ένα ξωτικό και μετά …η Περιπλανώμενη χανόταν την ώρα που εκείνος
χορτάτος
από έρωτα κοιμόταν κάτω από την σκιά του
δέντρου
πλάι στο ποτάμι.
Ούτε
τα χνάρια από τις ρόδες του καρόσπιτου δεν έβλεπε στο απαλό
γρασίδι
… λες κι εκείνη δεν υπήρξε ποτέ !
Όταν
γύρισε κι αυτή την φορά στο χωριό αντάμωσε την γυναίκα του
που
τον περίμενε στην είσοδο του σπιτιού τους.
''
Αχ καημένε μου πάλι άργησες να έρθεις ! Ούτε κι αυτή την φορά την πρόλαβες.''
''
Ποια ; ρώτησε εκείνος … Ποια δεν πρόλαβα;''
''
Την Περιπλανώμενη καλέ μου, έμεινε μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή
την
φορά στο ποτάμι, εχθές έφυγε.''
Εκείνος
κρυφογέλασε κι η καρδιά του σκίρτησε από τις αναμνήσεις
που
είχαν ριζωθεί μέσα του.
''
Θα την προλάβω την επόμενη φορά γυναίκα.''
''
Ποια επόμενη ; Αυτή η φορά ήταν η τελευταία που ήρθε στον τόπο μας,
μας
είπε πως δεν θα έχει τίποτα πια εδώ για να ξανάρθει! Ποιος ξέρει
τι
να εννοούσε, μήπως και την καταλαβαίνει κανένας τι λέει ;''
Εκείνος όμως κατάλαβε.
Κρακ
Έσπασε
η καρδιά του σε χίλια δυο κομμάτια.
Levina
Η
«Περιπλανώμενη» περιμένει ένα μήνα για να εμφανιστεί σ΄ αυτό το μπλοκ
μα
και πάλι σε άσχετο χρόνο βγήκε … όμως ο χρόνος είναι σχετικός και
οι
περιπλανώμενες ψυχές δεν ασχολούνται μαζί του …
Έτσι
νομίζω κι έτσι είναι.
foto W.B. Yeats enchanted woods by
Jessica Drossin