Δεν καταλάβαμε πως στην εξορία του χρόνου
τον καταδίκασαν
κι εκείνος γέλασε σιγανά με τούτη την απόφαση
έκρυψε το πρόσωπο στον αγκώνα για να μη φανεί το ένα
το μοναδικό του πολύτιμο δάκρυ που έσταξε στο στήθος
την ίδια ώρα που ξεσπούσε ο θρήνος έξω απ΄ τις πόρτες
Την αυλή την πύρωνε ένας ήλιος αβάσταχτος Καλοκαιρινός
και τα πουλιά είχαν λουφάξει ανάμεσα στις φυλλωσιές
τρελαμένα από την κάψα και τις φωνές των γυναικών
Η πίκρα που κυλούσε στον λαιμό είχε την στυφή γεύση
των ώριμων φύλλων της πικροδάφνης και τα πρόσωπα
είχαν πάρει το γκρίζο χρώμα της στάχτης.
Άρρωστα πρόσωπα, χέρια που τρέμουν, βλέμμα κενό
τα πόδια σταθερά στις μαρμάρινες πλάκες
Περπάτησε στην θάλασσα των δακρυσμένων ματιών
ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσα σύννεφα μέσα στο κορμί του
Κι έπειτα μας χώρισε η μέρα που έγερνε στο χώμα
οι μήνες στέγνωσαν τα βλέφαρά μας κι απέμεινε
η ηχώ της απουσίας να εξιστορεί την μέρα της αναχώρησης
Μοναδικό σημάδι νοσταλγίας τα λουλούδια
που αγκάλιασε με το βλέμμα του λίγο πριν πέσει το σκοτάδι
Levina