3.10.12

Κάπου ... κάποτε ...









Χαράματα κι ένα ρούχο πρόχειρο έριχνε
ίσα που να σκεπάζει το γυμνό κορμί 
χωρίς να το προσέχει τι την έντυνε ,
φτηνό  λινό ή ακριβό μετάξι
και πάλι  με πόδια ξυπόλητα  έβγαινε
τις ώρες που τα πρώτα φώτα
ανάβαν στα νυσταγμένα σπίτια
και μύριζε μαύρος καφές και πρωινό φιλί.
Χάζευε στον ουρανό τους μενεξέδες
που μοίραζε του ανύπαρκτου ακόμα ήλιου
το πρώτο φως και σπάνια κοιτούσε χαμηλά
εκεί που τα πόδια της πατούσαν ,
τις λακκούβες με βρομόνερα στη άσφαλτο,
φύλλα ξερά  σπασμένα γυαλιά από
μεθυσμένα μπουκάλια κι αποτσίγαρα
σε τρύπες  που ήταν γεμάτες άνυδρο χώμα
και φυματικά κλωνάρια που λαίμαργα
ζητούσαν δυο σταγόνες  σάλιου για να ζήσουν
Δρασκελώντας τα εμπόδια χορεύοντας άπλωνε
την πραμάτεια της τους ήλιους τα φεγγάρια της
το γυμνό της βλέμμα την βραχνή φωνή της
Όλοι το είπανε μετά  πως την είχαν ακούσει 
μα κανένας να περιγράψει δεν μπορούσε
το πώς αξημέρωτα σε δρόμους απόκρημνους
οι νότες κυλούσαν αντάμα με τα πόδια της
π΄ ανάλαφρα βάραιναν την γη
και γύρω από τις γάμπες της  τυλίγονταν
δυο κόκκινες φτερούγες

Την ονομάτισαν τρελή αδέσποτη στιγμή του χρόνου
γυρίζαν τα κεφάλια αλλού  και  μακριά της έτρεχαν
χωμένοι στα χοντρά τους ρούχα.  Που ακούστηκε
στο καταχείμωνο αξημέρωτα μια ξυπόλητη γυναίκα
να χορεύει στους άδειους κρύους της πόλης δρόμους?

                                                                                                                                                                 Levina








Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...