27.3.13

Ένα Ξύλινο Καράβι








Και να που ξεχάσαμε πως ήταν η ζωή μας
μια μοίρα άδικη κατηγορούμε αδελφέ μου
φορέσαμε μαντήλια μαύρα στο κεφάλι
σκεπάσαμε ακόμα και τα μάτια μας μ΄ αυτά
τον πόνο του άλλου να μη θωρούμε

Καθόμαστε τ΄ απομεσήμερα στον ήλιο που δύει αντίκρυ
θολώνει το βλέμμα και τ΄ ανοιξιάτικο αεράκι μας θυμίζει
πως ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς βρισκόμαστε
κι ας έχουμε προ καιρού παραδώσει την ψυχή μας

Βαριέμαι πια να σηκωθώ απ΄ τα σκαλιά να πάω
να ψάξω την ψυχή μου και κάθε που την φωνάζω
φτερουγίσματα ακούω στον γαλάζιο αγέρα και κρωξίματα
κυνηγητά και φωνές και αλυσίδες γι αυτό κι εγώ φοβάμαι

Την αφήνω μονάχη ν΄ αρμενίζει στο απέραντο του ουρανού
να παραδέρνει με τα σύννεφα πάνω από γκρίζες πολιτείες
αναμένω
κάποτε θα κουραστεί να ψάχνει τον Διογένη παριστάνοντας
έναν ήρωα ώστε αυτός  την σωτηρία της να βρει

Βραδιάζει κοίτα πως φτερουγίζουν γύρω μας
τα πρώτα της Άνοιξης τα χελιδόνια
να βρουν φωλιά για να κουρνιάσουν θένε
ξανάρχονται όπως τότε που μέναμε στα λιακωτά τις νύχτες
κάτω από του φεγγαριού το φως κι εγώ τους αστερισμούς
σου έδειχνα για να μαθαίνεις σαν θα μπαρκάρεις
και το βαπόρι σου σε άλλες άγνωστες θάλασσες βρεθεί
πως τον δρόμο του γυρισμού σου να χαράξεις
Η πατρίδα
μας έλεγε τότε  ο πατέρας σε σας στηρίζεται

Ένα ξύλινο καράβι ήταν η πατρίδα καλοτάξιδο
με την γοργόνα σκαλισμένη πρίμα και λευκό πανί
αυτή ήταν κι η ζωή μας αδελφέ μου σε πελαγίσια νερά
να αρμενίζει πότε με κόντρα το κύμα πότε με αγάντα τον καιρό
να τρίζουν τα ξύλα από τον παιδεμό , αλμύρα να φτύνει

Άραξε το ξύλινο καράβι στην ξέρα του Αι  Στράτη
κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό με καταιγίδα
που ορμούσαν τα λυσσασμένα του πελάγου κύματα
ν΄ αρπάξουν απ΄ τα΄ αμπάρια τα σεντούκια που
τις ζωές μας είχαμε μέσα κλειδαμπαρώσει

Και τώρα αδελφέ μου αφού σαν γλυκόφαγο ψωμί
την Ελευθερία κατάπιαμε μεγαλώσανε τα σπίτια μας
γίνηκαν πολλές οι θύρες κι αμέτρητα τ΄ ανοίγματα
παράθυρα που σε γκρίζο ουρανό το αύριο θωρούμε

Απάγκιο πια δεν βρίσκουνε τα κουρασμένα σώματα
και κροταλάν τα δόντια από την παγωνιά
ματώνοντας στ΄ ανάμεσο την γλώσσα που δεν τολμά
κουβέντες παραπανίσιες για να πει στον διπλανό
τις ψυχές μας ακούμε μόνο π΄ αγωνίζονται
που χτυπιούνται απ΄ την δουλεία να ξεφύγουν

Αυτό το σαπιοκάραβο μας πρέπει ν΄ αναστήσουμε
απ΄ εκεί που το αφήσαμε να σαπίζει στον βυθό
να το ξενερίσουμε, να το ξαναβάψουμε γαλάζιο
στα ξάρτια του τις φτερούγες των παιδιών μας
λευκό πανί καλοτάξιδο να βάλουμε αδελφέ μου
κι έτσι χωρίς λόγια πολλά στο πέλαγος του κόσμου
να το βγάλουμε πορεία καινούργια να χαράξει   




                                                                                        Levina








22.3.13

200 π.Χ. ή 2013 μ.Χ ?


Τα γεγονότα μας ξεπέρασαν.
Βλέπω να μας ξεπερνούν σε καθημερινό επίπεδο...
Ο Κόσμος μας, η Πατρίδα μας, οι Ζωές μας, οι Σχέσεις μας με τους άλλους,
καθημερινά μια έκπληξη , δυστυχώς δυσάρεστη τις περισσότερες φορές.
Σήμερα από νωρίς το πρωί με τα κλαδευτήρια μου, τα ψαλίδια και τις τσουγκράνες μου
κάνω τις ανοιξιάτικες εργασίες στον κήπο. Ξεβοτάνισα, σκάλισα, κλάδεψα και έπεται
συνέχεια ... αύριο και πάλι.
Ξεσκούριασαν οι κλειδώσεις, πήρε καθαρό αέρα το μυαλό, γέμισαν εικόνες
ανεπανάληπτες τα μάτια και έφυγαν τα δυσάρεστα από την ψυχή, εξανεμίστηκαν
στο ανάλαφρο αεράκι που φυσούσε ανάμεσα από τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές,
τους θάμνους , τον πανύψηλο κέδρο.
Αντί για σχολιασμό στα όσα συμβαίνουν σε Ελλάδα και Κύπρο ας βάλω τους
στίχους του Καβάφη που βρήκα εδώ  .


Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.X.







Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.


Κ. Καβάφης


Εδώ τελειώνω και εύχομαι σε όλους σας να περάσετε καλό τριήμερο
όπου κι αν είστε, ότι κι αν κάνετε ... να είστε καλά !

                                                 Levina


19.3.13

Τα όνειρα στον Κόσμο της












Μια γυναίκα ήταν , πλασμένη από γη κι ουρανό
πίστευε πως μ΄ ένα χαμόγελο  όλα μπορεί
να τα μεταμορφώσει γύρω της
καλύτερα να γίνουν.

Φοβόταν εκείνους που δεν ήξεραν να ονειρεύονται
Εκείνη σε κόσμους ανύπαρκτους έμαθε να χάνεται
που οι άλλοι δεν έβλεπαν , ούτε μπορούσαν να μπουν
αν η ίδια  δεν τους άνοιγε την πόρτα. 

Έφτανε να  μείνει ακίνητη με το μάγουλο
ακουμπισμένο στην παλάμη και το βλέμμα θολό
για να ξεφύγει από ετούτη την πολιτεία που
την έσφιγγε σαν αγχόνη γύρω απ΄ τον λαιμό και τότε …
τότε μεταμορφωνόταν σε πλάσμα μαγικό,
όλα μπορούσε να τα κάνει, όλα να τα δει,
όλα να τα γευτεί, όλα να τα ζωγραφίσει
στον κόσμο τον δικό της δεν υπήρχαν όρια και φραγμοί.

Άλλοτε τον γέμιζε σύννεφα ,  τα διέταζε να ρίξουν
την βροχή τους στην γη να νοιώσει το νοτισμένο χώμα
κάτω από τα πόδια της κι ήθελε τις πέτρες να βλέπει
νοτισμένες να γυαλίζουν και τα λουλουδένια φύλλα
αρώματα να χύνουν στους ταξιδιάρηδες ανέμους
κι άλλοτε διέταζε τον ήλιο να βγει στον ουρανό της ,
να ρίξει τα χρυσάφια του σε κάθε γωνιά της γης ,
να σταθεί επάνω από τα ποτάμια και τις λίμνες της,
ν’ απλώσει την ζεστασιά του στα βουνά της
να δει να λιώνουν τα χιόνια στις κορφές και διαμάντια
να γυαλίζουν στα μάτια της  τα δάκρυα της χαράς

Άλλοτε πάλι διέταζε τα φεγγάρια της ζωής της να ‘ρθουν
γρήγορα να ρίξουν τα σκοτάδια να την κρύψουν
από τις φωνές που να ξυπνήσει της ζητούσαν
και το ταξίδι της στο όνειρο να σταματήσει  .

Μια γυναίκα ήταν που από τον χρόνο της αναχώρησε,
φτερά στους ώμους έβγαλε και πέταξε,  ανάμεσα στα χελιδόνια
που έφευγαν βιαστικά για τα ζεστά τα μέρη τον Σεπτέμβρη,
ανάμεσα στους χρυσαετούς που ζευγάρωναν
επάνω από τα σύννεφα, ανάμεσα  στους σπουργίτες 
που  τα παγωμένα βράδια κρύβονται κάτω απ΄ τα ακροκέραμα.  

Την γλώσσα των ζώων μιλούσε , την πορεία τους
μέσα στα δάση ακολουθούσε, αφουγκραζόταν
τις σιωπές και τους ψίθυρους, έπινε το νάμα των πηγών
και τα χνάρια της άφηνε στα βράχια των γκρεμών.

Μια γυναίκα ήταν που στο χέρι της κρατούσε
ένα φτερό και σαν στο μελάνι τ΄ ακουμπούσε
ιστορίες για  την αγάπη της έγραφε
επάνω σε χαρτί από καθαρό μετάξι ,
ώσπου  γέμισε ένα δωμάτιο με μετάξια,
ξεχείλισαν οι λέξεις, τα χρώματα, οι στίχοι 
και  κύλησαν έξω απ΄ τα ανοιχτά παράθυρα,
χείμαρροι   έγιναν και πότισαν την γη της,
ξεχείλισαν τα μάτια της γέμισαν χρώματα τον ουρανό της
κι ένα χαμόγελο έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπο της.

Μια γυναίκα ήταν που μπορούσε να ονειρεύεται.






                                                                                     Levina






16.3.13

Ώρα Νυχτερινή










ώρα νυχτερινή κι άξαφνα
εύφλεκτο υλικό μες στο σκοτάδι γίνομαι
σπίρτο ανάβεις’ στις απολήξεις σου καίγομαι
την αντανάκλασή μου ανεστραμμένη κοιτώ
στους καθρέφτες των νεκρών σου ματιών
των κυττάρων μου ωδή  στων λαγόνων σου
στις επαναλαμβανόμενες μονότονες κινήσεις
σαν μέσα μου γλιστράς ‘ παγωμένο ποτάμι
που την φωτιά μου κατευνάζει ΄  αδυνατώ
ν΄ ακολουθήσω ετούτο τον αρχέγονο ρυθμό
του θηλυκού με τ΄ αρσενικού την πάλη
αναζητώντας εν άγγιγμα διαφορετικό
θρόισμα ψιθύρων ανάσα σε καλοκαιρινό
χωράφι σπαρμένο στάχυα χρυσά
κι όχι εισβολή βαρβάρων στης γης μου το οχυρό ‘
καίγομαι ακόμα το ξημέρωμα σαν φτάνει
όταν τα ρούχα των θνητών κατάσαρκα φοράω
σαν  κρύβομαι πίσω από ανθρώπου μυρωδιά
ακροβατώντας πιασμένη σε μια χειρολαβή
προσμένω
πως σε κάποιο απ τα νυχτέρια μου’  ανέμου ανάσα
επάνω στην φλογισμένη σάρκα μου θ΄ απλώσεις


Levina





14.3.13

Τελική Αναμέτρηση








Αναμετρήθηκα με τα σκοτάδια σου
έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα
στα πιο βαθιά σου μυστικά να πορευτώ
δεν έκανα μαζί σου τα παζάρια μου
δεν άφησα διαμαρτυρίας βογκητό
Βασανισμένη σάρκα πύρωνα
στων αγγιγμάτων σου τα κάρβουνα
τα βράδια που της ψυχής σου ο αετός
τα σωθικά μου στον άνεμο σκορπούσε
τσιμπούσι ερινυών
Στα βράχια  σου μάτωσα  τα νύχια μου
αρπαγμένη απ’  τους γκρεμούς σου
Αφέθηκα
Με γκρέμισες
Κουφάρι απέμεινα
αγκαλιά με εναπομείναντα όνειρα
 να σκιαγραφώ σ΄ άνυδρα χώματα την ύπαρξή μου
Βρέχει τις νύχτες
κι οι δρόμοι μου ποτάμια αδιάβατα γίνονται
Κλείνουν τα πεσμένα φύλλα τις σχισμές της γης
κι ένα μικρό ασημογάλαζο φεγγάρι
καθρεφτίζεται επάνω σε εισιτήριο άνευ επιστροφής
από την γη των Λαιστρυγόνων ‘ εκεί
την μορφή σου αποτυπώνω καταπίνοντας
γλυκόφαγο καρπό την μοίρα μου
Λάθη ‘  πόσα λάθη χρεωμένα
σε ζωή κατακερματισμένη
Λάθη που σε μυρίων χεριών
τα δάχτυλα μετριούνται.
Τετέλεσται. 



Levina





12.3.13

Το γέλιο της Κόλασης







Ένα αφιέρωμα στην σατανική Δεσποινίδα  Σαντάλ Πριμ
ή μήπως να γίνει ένα αφιέρωμα στον Διάβολο που νομίζει πως θα νικήσει 
την αθώα κορασίδα με ψυχολογικά παιχνίδια ?


Όχι δεν θα αρχίσω τα αφιερώματα στον Coelho, αρκετό μελάνι έχει χυθεί με 
τα γνωμικά του περί φιλίας, έρωτα, αγάπης και ερεθίζομαι ως ταύρος στην αρένα 
με παντός είδους κανόνες , γνωμικά και ρητά.
Για μια ιστοριούλα όμως θα κάνω την υποχώρηση αν και είμαι σίγουρη πως θα την 
έχετε διαβάσει… δεν πειράζει , η επανάληψη έλεγε η αγαπητή Μητέρα μου είναι 
μήτηρ πάσης μαθήσεως ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων… μήτηρ πάντως είναι!

Ένας άντρας, τ΄ άλογο κι ο σκύλος του περπατούσαν σ ένα δάσος. Καθώς περνούσαν 
κάτω απ΄ ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την 
πορεία του με τα δυο του ζώα. Πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν 
οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση.

Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς κι ανέβαιναν σ΄ ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός 
κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μια πανέμορφη 
μαρμάρινη πύλη, που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. 
Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο κι είχε μαζί του 
τον εξής διάλογο :
 
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας.
- Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο Παράδεισος !
- Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε !
- Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε κι ο φύλακας του έδειξε  την πηγή.
- Και τ΄ άλογο κι ο σκύλος μου διψούν επίσης...
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.

  Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία μιας και διψούσε πολύ,
αλλά δεν ήθελε να πιει μόνον αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα
και συνέχισε την πορεία του.

Αφού περπάτησαν γι΄ αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον
κι οι τρεις έφτασαν σ΄ ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από
μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σ΄ ένα χωματόδρομο περικυκλωμένο
από δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας κι είχε το κεφάλι του 
σκεπασμένο μ΄ ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.

- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
 Ο άντρας έγνεψε σ΄ απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ τ΄ άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σ΄ εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.

 Ο άνθρωπος, τ΄ άλογο κι ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. 
Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.

- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; Ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν 
ο Παράδεισος!
- Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.
 Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα ΄πρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν τ΄ όνομά σας ! Αυτή η λάθος 
πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμιά περίπτωση ! αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα μας κάνουν 
μεγάλη χάρη, γιατί εκεί παραμένουν όλοι όσοι ειν΄ ικανοί να εγκαταλείψουν 
τους καλύτερούς τους φίλους.




Αυτό το γέλιο που ακούς για κοίταξέ το καλύτερα … μήπως είναι η νικητήρια κραυγή 
της κόλασης ?






_Απόσπασμα από το βιβλίο Ο Διάβολος και η δεσποινίδα Πριμ
Paulo Coelho_














11.3.13

Κάποιες Νύχτες







Τις νύχτες που οι βάρβαροι σκοτώνανε τ΄ αστέρια
χορεύοντας σε έναν κύκλο σκοτεινό εμείς
αναμοχλεύαμε  δικαιολογίες για της ζωής μας
την κάθε σκοτεινή σκιά, την κάθε λάθος λέξη
Νύχτες που παραμείναμε σε ένα ματωμένο παρελθόν
σκιαγμένοι από τους ήχους των βημάτων ‘ άγριοι
ήχοι μονότονοι επάνω στην άσφαλτο της πόλης
και φώτα έντονα γύρω μας ν΄ αλλοιώνουν τις μορφές μας
γκριμάτσα κλόουν να γίνεται το γέλιο μας
και φωνή απελπισίας οι λιγοστές λέξεις που
έβγαιναν  απ΄  τα σπλάχνα μας
Ξύπνα θέλω να σου πω σαν να περπατάς
σε βλέπω με μάτια κλειστά  μα με σταματούν
τα δάκρυα που ρυάκια χαράζουν στα μαγουλά σου
ξεπλένουν την μάσκα που φοράς , τα ρούχα σου
πολύχρωμα τα βάφουν και μετά να σ΄ αγκαλιάσω θέλω
να σου πω να μη φοβάσαι πια τίποτα κανένας
να σ΄ αγγίξει δεν μπορεί κι ας κρατάνε οι άλλοι
τα μαχαίρια εμείς είμαστε οι δυνατοί
κι αν την ζωή μας λάθος διαφεντεύουμε
όλα με το πρώτο αστέρι της αυγής τέλος θα πάρουν
Εσύ θα χαμογελάς αληθινά την ώρα που οι σκιές
πίσω από τις πολυκατοικίες θα ξεψυχάνε
κι εγώ σε έναν λόφο καταπράσινο θα ξαναγυρίζω
θα χαθώ
έχοντας το χρέος μου απενταντί  σου ξεπληρώσει
Για μια ακόμα νύχτα ζωντανό σε κράτησα.




                                                                                                      Levina





8.3.13

Κρυστάλλινη Κούκλα








Κοίταξε με απορία την καύτρα που του έκαιγε τα δάχτυλα,
ούτε που το είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα, καθόταν στη άκρη στο παρτέρι, να μην λιώσει
τα γεράνια που άνθιζαν δίπλα του και κοιτούσε αφηρημένος τα σύννεφα που μαζεύονταν ψηλά
στον ουρανό.
Νύχτωνε.
Ακόμα κανένα νέο, τόσες ώρες και δεν είχε βγει κανένας  να τον ειδοποιήσει και κάθε φορά που προσπαθούσε να ρωτήσει κάποιον δεν ήξεραν να του πουν.
Δάκρυα του ερχόταν στα μάτια αλλά τα πίεζε να ξανακατέβουν στον δρόμο που πήραν για να
ανέβουν, δεν το είχε σκοπό να κλάψει, ότι και αν ερχόταν στον δρόμο τους αυτός ήταν δυνατός,
τώρα θα ήταν δυνατός και για τους δυο τους.
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε πάλι μέσα, στην αίθουσα αναμονής, βαμμένη με την γκρίζα
λαδομπογιά και πορτοκαλιές λεπτομέρειες, τάχα πως αυτό ήταν μια χαρούμενη πινελιά μέσα στον θλιβερό χώρο. Ποιος στο καλό το σκέφτηκε να βάψει αυτόν τον τεράστιο χώρο με τα σιδερένια καθίσματα και τις γκρίζες περσίδες στα παράθυρα που κρατούσαν μακριά τον έξω κόσμο  με αυτά
τα θλιβερά χρώματα?
Περίμενε , που την βρήκε τόση υπομονή να περιμένει χωρίς να μιλάει τόσες ώρες, αυτός που με το παραμικρό τα νεύρα του χτυπούσαν κόκκινο?
Εκείνη ήταν μέσα, τόσο μακριά του και τόσο πολύ κοντά του, για Εκείνη περίμενε κι Εκείνη ούτε στον γάμο τους δεν τον είχε αφήσει να την περιμένει! Είχε φτάσει στην ώρα της και ας της έλεγαν
οι φίλες της να φέρουν ακόμα μια γύρα το τετράγωνο κορνάροντας για να αφήσουν τον γαμπρό στην αγωνία ! Εκείνη  έτρεξε κοντά του , γελαστή, ευτυχισμένη, τρελά ερωτευμένη, ανυπόμονη να γίνει ένα με αυτόν.
Και τώρα για πρώτη φορά τον άφηνε να περιμένει.
Ο γιατρός φορούσε ακόμα το κάλυμμα των μαλλιών και τα πλαστικά  προστατευτικά στα παπούτσια του, που έκαναν έναν περίεργο θόρυβο καθώς τον πλησίαζε με σοβαρό ύφος κι ο ιδρώτας είχε σχηματίσει μεγάλες κηλίδες στην σκούρα πράσινη στολή του.
Του μιλούσε , αργά, ήρεμα , έπρεπε να συγκεντρωθεί να καταλάβει, τι στο καλό του έλεγε? Δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο να ήταν εκείνη ζωντανή.
Ναι ήταν ζωντανή αλλά….
Έπρεπε να γίνει , ήταν απαραίτητο για την ζωή της, στις επόμενες ώρες θα συνερχόταν, θα τον είχε ανάγκη , να νοιώσει την αγάπη του, την αγκαλιά του, να της εξηγήσουν.
Ο όγκος δεν άφηνε περιθώρια, δεν ήταν προγραμματισμένο αυτό αλλά έπρεπε να γίνει. Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο και δεν υπήρχαν περιθώρια χρόνου για να επανέλθουν σύντομα με μια νέα εγχείρηση.
Χιλιάδες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια του, στιγμές…
Γελούσε, του έκλεινε πονηρά το μάτι, του έβγαζε την γλώσσα, έκλαιγε για μια χαζοταινία, του
έκλεβε τις τηγανιτές πατάτες, του έκανε έρωτα, τον αγκάλιαζε στην μέση του δρόμου, του πέταγε
το μαξιλάρι θυμωμένη, έτριζε τα δόντια της στον ύπνο της, οι πατούσες της ήταν κρύες τον χειμώνα.
Πως θα της το έλεγε?
Αγάπη μου σου αφαιρέσαμε κάτι…σου λείπει κάτι…έπρεπε να βγάλουμε αυτό για να ζήσεις…στο κόψαμε για να … πως στο καλό να το πει?
Θα ξανάβλεπε το χαμόγελό της? Θα ξαναχαμογελούσε μετά από αυτό?
Ζωή μου !


Ήταν τόσο χλωμή, το δέρμα της είχε μια αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου, τόσο εύθραυστη, τόσο διάφανη, έβλεπε τις μικρές φλέβες που κυκλοφορούσε το αίμα της κάτω από την διάφανη επιδερμίδα της.
Ίσα που ανάσαινε και τόσα σωληνάκια συνδεδεμένα στο μικροσκοπικό σώμα της. Είχε συνέλθει πια από την νάρκωση, όλη την νύχτα την πέρασε στο πλάι της να της κρατά το μικρό χέρι και να παρακολουθεί την κάθε της ανάσα, να βλέπει τα βλέφαρά της να πεταρίζουν από κάποιο όνειρο, κάποια στιγμή του φάνηκε πως είδε και ένα αμυδρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της που
χάθηκε πολύ γρήγορα, σαν να μην υπήρξε.
Όλη νύχτα με το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της, όλη νύχτα να τάζει την ζωή του για την ζωή της, σε έναν αόρατο Θεό να ικετεύει να την αφήσει εκείνη στην γη με όποιο αντάλλαγμα του ζητούσε,
ζωή , μάτια, χέρια, ψυχή…τα πάντα τα έδινε ότι είχε.
Το χέρι της πετάρισε μέσα στο δικό του, δυο τεράστια σκούρα μάτια με θολωμένο βλέμμα  τον κοίταξαν.
Το λευκό χέρι σηκώθηκε και άγγιξε απαλά το πρόσωπό του.
  - Είσαι αξύριστος, κουράστηκες αγάπη μου.
Κι αυτή η φωνή της τόσο σιγανή σαν ψίθυρος.
  - Ζωή  μου…
Κοιτάχτηκαν, εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε να μάθει. Το διάβασε στα μάτια του.
Το χέρι της  έψαξε πάνω από το σκέπασμα το κορμί, σταμάτησε στο στήθος, άγγιξε απαλά εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
Εκείνη κατάλαβε.
Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, δεν μπορούσε πια να τα σταματήσει, αυτό που είχε καταφέρει όταν ήταν μακριά της , δεν το κατάφερνε τώρα που έπρεπε.
Τον κοιτούσε.
-         Ζωή μου…κούκλα μου
-         Σπασμένη κούκλα πια αγάπη μου, τι να την κάνεις?
Πόσος πόνος  στο ψιθύρισμα της.
-         Θα την έχω πάντα κοντά μου ζωή μου, πάντα όσο ζω, αυτή την κούκλα που είναι από κρύσταλλο θα την έχω δίπλα μου και ας είναι σπασμένη, χάνει την αξία της για ένα τόσο δα σπασιματάκι?
Τον έκαιγαν τα δικά της δάκρυα που κυλούσαν στο μαξιλάρι της.
Της τα σκούπισε με την άκρη του μανικιού του.
-         Σπασιματάκι ?
-         Σπασιματάκι ζωή μου, όλες οι άλλες θα είναι ολόκληρες, μα η δική μου κουκλίτσα  θα είναι ξεχωριστή, θα είναι η μοναδική , θα την θαυμάζουν για την ομορφιά της και θα λένε…άρε τον τυχερό, τόσο σπάνια κούκλα που την κονόμησε ο μούργος?
Γέλιο ήταν αυτό που βγήκε από μέσα της?
Γέλιο ήταν , το είδε στα μάτια της.
-         Σταμάτα να με σκουπίζεις, λερώνεις το μανίκι σου.
Γέλιο και στον ψίθυρο.
-         Σταμάτα να κλαις κουκλίτσα μου γιατί θα σου σκουπίσω και την μυτούλα και τότε σίγουρα θα λερώσεις το μανίκι μου!!
Έγειρε το κεφάλι του πλάι στο δικό της  στο μαξιλάρι , τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, το χέρι του άραξε στο γνώριμο μέρος του, την απαλή κοιλιά της και απόμεινε εκεί δίπλα της να της ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί ,να της μιλά για μια καινούργια ζωή , να της δίνει τα όνειρα του.





                                                                                                                                      Levina



υγ. Αφιερωμένο στην γιορτή της Γυναίκας.






4.3.13

Νυχτερινός Ερωτικός






Για μια στιγμή ακροβάτησε του ηλιάτορα η άκρια
στην ζώνη του ορίζοντα κι ευθύς μετά
ανάμεσα στων αστεριών τον δρόμο εχάθη

Εκείνες τις ώρες το χέρι μου έσμιξε με το δικό σου χέρι
σε μια εποχή που οι μυγδαλιές στο μεσονύχτι ανθίζουν
μέσα σε μια μυσταγωγία αρωμάτων μεθυστική

Κανέλα και γαρύφαλλο στην φλόγα να χορεύουν
κι η μοίρα που κυβερνά την μοναξιά στ΄ ασήμι
το ξεχασμένο είδωλο νοσταλγικά της δείχνει
Μια διαβατάρικη ζωή που σαν χάρτινο αερόστατο πεθαίνει
μες σ΄ ένα θρύψαλο ουρανό ΄ μες στον αποσπερίτη εκεί
γαντζώνεται στα σύγνεφα , στ΄ άστρα φιλί γυρεύει

Κι απέμεινε η ψυχή γυμνή  στ΄ απέραντο του σκότους
και  τ΄ ακροδάχτυλα απελπισμένα σάρκα  γυρεύουν
για λίγο μόνο να πιαστούν προτού αναχαράξει

Μα εκεί κοντά στο χάραμα δίπλα στ΄ ακροθαλάσσι
Το σώμα μου βράχος γίνεται ‘ το σώμα σου το κύμα
κι αλισάχνη ο έρωτας πέρα από το γαλάζιο

                                                               Levina









2.3.13

Αισθήσεις




Πεινασμένες οι αισθήσεις
να εξουσιάσουν’ να εξουσιαστούν
σκλάβες ενός αφέντη δύστροπου’
την γύμνια τους παζαρεύουν για να ντύσουν
με ένδυμα λόγων υφασμένων στο μετάξι
κουρνιάζουν αναμένοντας στις σκιές
το νεύμα της παραδοχής
Και η πορεία της διαδρομής σου
έχει πλέον οριστικά  αλλάξει.


                                                                Levina


Painting : Mark Eliot Lovett








Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...